Το Basketa.gr αναλύει τα ελπιδοφόρα μηνύματα, που προέκυψαν από την φετινή Basket League σε μια δύσκολη εποχή για το ελληνικό μπάσκετ, με την τελευταία «χρυσή» γενιά παικτών να δηλώνει παρούσα για ένα μέλλον, που φαίνεται πιο ελπιδοφόρο από όσο θα πίστευαν ορισμένοι πριν από μερικά χρόνια.
Είναι αλήθεια, ότι οι επιδόσεις του ελληνικού μπάσκετ τα τελευταία χρόνια μπορούν να χαρακτηριστούν «φτωχές». Οι ομάδες μας σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο δεν έχουν, κακά τα ψέματα, ως στόχο, ακόμη και ως αυτοσκοπό ενδεχομένως, την κορυφή, κάτι που αποτελεί το αποτέλεσμα μιας παρακμιακής φάσης, όπου το ίδιο μπάσκετ, μέσω όλων των εκπροσώπων του, δεν έδειξε διάθεση να κάνει μια ειλικρινή συζήτηση… με τον εαυτό του, βλέποντας το πρόβλημα και μην αντιμετωπίζοντάς το.
Όλα αυτά, όμως, δεν αναιρούν τη «βαθιά» τεχνογνωσία που υπάρχει στα σπλάχνα του μεγαλύτερου εξαγώγιμου προϊόντος της χώρας, η οποία δίνει δικαίωμα, ακόμη και σε περιόδους παρακμής, να παράγεται ελπίδα. Τέτοια ήταν στη διετία 2015-2017, όταν μια γενιά από εξαιρετικά ταλαντούχους παίκτες έδειχνε πως είναι το μέλλον, αλλά για χρόνια μέσα από λανθασμένες επιλογές, που ίσως είχαν σχέση και με όσες παθογένειες ταλαιπωρούν το άθλημα, καθώς και όσες νοσηρές νοοτροπίες αυτές «τροφοδοτούν», έκαναν αρκετούς να θεωρήσουν τις τότε επιτυχίες τους με τις μικρές εθνικές ομάδες ως ένα «πυροτέχνημα».
Οι ίδιοι παίκτες, όμως, μη βρίσκοντας εύκολα το δρόμο για την καταξίωση, όπως μάλλον τους υποσχέθηκαν, τον άνοιξαν μόνοι τους, έχοντας ίσως τη βοήθεια και την νουθεσία παικτών της προηγούμενης «χρυσής» γενιάς. Έμαθαν με το σκληρό τρόπο και, τώρα, δείχνουν ικανοί να σηκώσουν το «βάρος» της συνέχειας, αποδεικνύοντας πως χρειάζονταν απλά χρόνο, πίστη, υπομονή, δουλειά και σύνεση στις αποφάσεις τους. Και φέτος, σε μια Basket League που δημιούργησε για πρώτη φορά μετά από χρόνια ένα κατάλληλο περιβάλλον, εκείνοι ανέδειξαν τον εαυτό τους, απέδειξαν το τι είναι ικανοί να κάνουν και θέτουν κάθε άλλη πλευρά προ των ευθυνών της, από τη στιγμή που εκείνοι μπορούν να τις αναλάβουν.
Αυτό ήταν και το πιο ευχάριστο μήνυμα, που είχε να μας προσφέρει ένα σημαντικό γκρουπ ομάδων στο φετινό πρωτάθλημα και το Basketa.gr σημειώνει και επισημαίνει αυτή την πρόοδο των παικτών, που αν δεν φέρουν οι ίδιοι επιτυχίες πλησιάζοντας στα καλύτερά τους χρόνια, τουλάχιστον μπορεί να αποτελέσουν κίνητρο και έμπνευση για επόμενες γενιές, ώστε εκείνες να τις φέρουν.
Ο… ελληνικός Παναθηναϊκός
Ξεκινώντας από την κεφαλή και την ομάδα που πρώτη έκοψε το νήμα στην κανονική περίοδο, ο Παναθηναϊκός ξεκίνησε φέτος με ειλικρινή προσπάθεια, αυτή την φορά, και μην προχωρώντας σε καμία άλλη αναβολή ελληνοποίησης, να στηρίξει τους ντόπιους παίκτες του με προοπτική να ηγηθούν για το μέλλον.
Αρχηγός έγινε ο Ιωάννης Παπαπέτρου και οι Ντίνος Μήτογλου, Γιώργος Παπαγιάννης πλασιώνουν την ελληνική τριάδα, που πήρε χρόνο συμμετοχής, διακρίθηκε σε αρκετά ματς σε Basket League και Ευρωλίγκα, δείχνοντας πως μέλλον υπάρχει. Πιο πίσω τους υπήρχαν κι άλλοι Έλληνες, που στηρίζουν τους «πράσινους» σε πιο συμπληρωματικούς ρόλους με τίμια απόδοση, όπως ο Μποχωρίδης, ο Κασελάκης, ή ακόμη και ο Δίπλαρος σε αγώνες του πρωταθλήματος.
Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, ότι ο Παπαπέτρου και ο Κασελάκης είναι σε μια γενιά… πιο μπροστά, με το δεύτερο να είναι στέλεχος των εθνικών Εφήβων και Νέων που πήραν τις κούπες σε Ηλεία και Ρόδο. Τροπαιούχοι είναι και οι Παπαγιάννης-Δίπλαρος, αγωνιζόμενοι στην Εφήβων του 2015 στο Βόλο, ενώ ο δεύτερος το σήκωσε και δύο χρόνια αργότερα στην Κρήτη με την Νέων. Ο Μήτογλου, από την πλευρά του, είχε πάρει την 4η θέση με την Εφήβων στο Μουντομπάσκετ της Κρήτης το 2015.
Τα λαμπρά παραδείγματα Πάτρας και Λαυρίου
Ο Προμηθέας και το Λαύριο δεν είναι απλά δύο ομάδες, που εμπιστεύτηκαν νεαρούς και ταλαντούχους Έλληνες μπασκετμπολίστες, αλλά έχουν μπει στη διαδικασία… να τους δημιουργούν πρώτα. Αυτό ισχύει περισσότερο για τους Αχαιούς, που αρχίζουν να δρέπουν τους καρπούς του προγράμματος «Νους», αλλά και ο Χρήστος Σερέλης πραγματοποιεί εξαιρετική δουλειά στο λιμάνι.
Ο Προμηθέας, αρχικά, είναι η ομάδα που δημιούργησε την τελευταία μεγάλη μεταγραφή, αυτήν του Μαντζούκα στον Παναθηναϊκό, με αρκετές ακόμη να επίκεινται, αλλά πριν από αυτές, κατάφερε να δώσει ρόλο ηγέτη σε παίκτες των γενιών, που αναφέραμε στην περίπτωση του «τριφυλλιού», έχοντας δικαιωθεί στο έπακρο.
Ο Μιχάλης Λούντζης κάνει την χρονιά της ζωής του, ως σταθερά των επιτυχιών των Εθνικών Εφήβων και Νέων τη διετία 2015-2017, ο Δημήτρης Αγραβάνης αποτελεί μια εγγύηση για τους Πατρινούς στο ρόλο του αρχηγού, έστω κι αν δεν είχε διακριθεί σε νεαρή ηλικία με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, και ο Ανδρέας Χριστοδούλου βρίσκεται σε έναν αξιοπρεπή συμπληρωματικό ρόλο, όντας χρήσιμος. Υπάρχει, φυσικά, και η περίπτωση του πρωταθλητή με την Νέων το 2017, Γιάννη Αγραβάνη, που ψάχνει τα πατήματά του μετά από όσα έγιναν στο Μεσολόγγι.
Και στο Λαύριο, φυσικά, δεν πάνε πίσω. Ο Βασίλης Μουράτος, επίσης μέλος της «χρυσής» Εθνικής τη διετία 2015-2017, είναι πιο ώριμος από ποτέ, ο Στράτος Βουλγαρόπουλος ως ακόμη ένα… εθνικό προϊόν έχει το ρόλο του στο πρωτάθλημα, έστω συμπληρωματικό, κάτι που ισχύει και για τον Σαράντη Μαστρογιαννόπουλο ή τον Δημήτρη Ερμείδη σε μικρότερο βαθμό, ενώ ο Πέτρος Γερομιχαλός, που με τη σειρά του επίσης δεν είχε διακριθεί σε μικρότερες εθνικές, έχει καταλήξει σε πολύτιμο «γρανάζι» του Σερέλη, όταν πριν από χρόνια αγωνιζόταν στους Μαχητές Δόξας Πεύκων, ως το παράδειγμα του εργατικού παίκτη.
Η ανάσα του ΠΑΟΚ και… το ταξίδι στο Βελιγράδι
Θα περάσουμε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο ΠΑΟΚ και ο Άρης πήραν εξίσου καλό βαθμό στην ανάδειξη Ελλήνων παικτών. Ο Άρης Λυκογιάννης έδωσε στον Γιώργο Τσαλμπούρη τον χώρο να ανασάνει στην Πυλαία, κάτι που δε συνέβη ποτέ στην ΑΕΚ για τον συμμετέχοντα στο Παγκόσμιο της Κρήτης το 2015. Τη θέση του φορώντας τα «ασπρόμαυρα» βρήκε και ο Δημήτρης Κακλαμανάκης, που δεν είχε διακριθεί με κάποια μικρή εθνική. Ο Γιώργος Καμπερίδης, με τη σειρά του, ανοίγει τα «φτερά» του, έχοντας αποτελέσει διαχρονικό μέλος των μικρών εθνικών.
Στον Άρη και μόνο η μεταγραφή του Γιάννη Κουζέλογλου στην Παρτιζάν συνιστά μια μεγάλη επιτυχία και δείγμα του τι δουλειά έκανε με τους παίκτες του ο Σάββας Καμπερίδης. Ο διεθνής φόργουορντ, άλλωστε, ήταν από τους λίγους της γενιάς του 1995 που… γλίτωσαν και έκαναν καριέρα. Παράλληλα, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τη δυάδα των Φλιώνη και Σταμάτη στα γκαρντ, που για χρόνια βρισκόταν στις μικρές εθνικές, ο αρχηγός ως στέλεχος της γενιάς 2015-2017, ο δεύτερος με παραστάσεις σε πολλές διοργανώσεις και κατακτώντας την 4η θέση στο Μουντομπάσκετ Εφήβων του 2015. Αμφότεροι ήταν εξαιρετικοί στο ρόλο τους, αφήνοντας στο τέλος χώρο και στον Όμηρο Νετζήπογλου, που δεν έχει διακρίσεις να επιδείξει με μικρές εθνικές, αλλά άφησε υποσχέσεις.
Παρήγαγαν και… σώθηκαν
Δύο ακόμη ομάδες κατάφεραν, παρότι μέχρι το τέλος σχεδόν «καίγονταν» για τη σωτηρία τους στην Basket League, να δώσουν χρόνο, ρόλο και εμπιστοσύνη σε νεαρούς Έλληνες παίκτες, ώστε να δικαιωθούν. Ο Ιωνικός παίρνει τα εύσημα για τους Βασίλη Τολιόπουλο και Νίκο Χουγκάζ, έχοντας αμφότεροι «χτυπήσει» την πόρτα της Εθνικής, κάτι που ειδικά για τον πρώτο ήταν δικαίωση ως στελέχους της Εφήβων του Μουντομπάσκετ 2015 και άτυχου στην πρώτη κλήση. Πιο πίσω τους υπάρχει και ο Ανδρέας Πετρόπουλος, σε αντίστοιχο παράδειγμα χρήσιμου παίκτη, όπως του Γερομιχαλού νωρίτερα.
Η Λάρισα, επίσης, μπορεί σε μεγάλο βαθμό να ζήτησε από τους ξένους να… βγάλουν το φίδι από την τρύπα, αλλά εκείνος που το έκανε στο καθοριστικό ματς με τον Ηρακλή, ήταν ο Κωνσταντίνος Παπαδάκης, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονου παίκτη στην Ελλάδα μαζί με τον Χουγκάζ. Μπορεί να μην έχει να επιδείξει πολλά με μικρές εθνικές, αλλά ο δανεισμός του έκανε καλό, φτάνοντάς τον μέχρι την Ανδρών, και χτυπά «καμπανάκι» στον Παναθηναϊκό. Αξιοπρεπής ήταν και η παρουσία του Θωμά Κώττα, στελέχους της Εθνικής Εφήβων του Μουντομπάσκετ της Κρήτης, όπως και του επί χρόνια συμμετέχοντα σε μικρές εθνικές Τάσου Σπυρόπουλου, που αποτελεί μια ακόμη… εξαίρεση του κανόνα του 1995.
Η αδικία και… η ατυχία
Θα περάσουμε και σε δύο παραδείγματα, όπου υπήρξε η αίσθηση πως μπορεί να αναδειχθούν Έλληνες παίκτες, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Η ΑΕΚ έδειξε ξεκάθαρα εξαρχής μεν την πρόθεση να στηριχθεί στους έμπειρους παίκτες της, αλλά κράτησε και στο ρόστερ τους Μωραΐτη, Χρυσικόπουλο και Ρογκαβόπουλο, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν… από ανάγκη, όποτε αυτό γινόταν. Από την άλλη, βέβαια, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και το ότι οι Βλάντο Γιάνκοβιτς-Δημήτρης Κατσίβελης της «χρυσής» γενιάς του τέλους της δεκαετίας του 2000, όπως και ο Νίκος Γκίκας, έχουν το ρόλο τους, αν και πάλι με «εκλάμψεις» στην απόδοσή τους και όχι κάποια σταθερότητα.
Περνώντας, τέλος, στο Μεσολόγγι, μιας και οι Κολοσσός, Ηρακλής και Περιστέρι δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο να παρουσιάσουν για φέτος στο θέμα που συζητάμε, οι ατυχίες, τα πειθαρχικά παραπτώματα και πολλά ακόμη, δεν άφησαν ενδεχομένως τον Ντίνο Καλαμπάκο να μας δείξει τη βελτίωση παικτών, όπως ο Γιάννης Αγραβάνης και ο Γιάννης Χατζηνικόλας, με το δεύτερο πάντως να έχει καλές εμφανίσεις μαζί με τον Γιάννη Σαχπατζίδη, αλλά να χάνονται σε μια χρονιά γεμάτη αναποδιές, για τις οποίες φυσικά δεν φταίνε.