Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς δεν είναι πια μαζί μας, αλλά στη γειτονιά των αγγέλων για να συνεχίσει να διδάσκει σε καλή παρέα. Το Basketa.gr σας παρουσιάζει το βίο και την πορεία του Σέρβου «μύθου» του μπάσκετ, που έγινε με τον τρόπο του ο δάσκαλος όλων μας.
Ανεπανάληπτος. Κυριολεκτικά. Έτσι αποκαλούνται ελάχιστες προσωπικότητες, που περνούν από αυτό τον κόσμο και αφήνουν κάτι, μια κληρονομιά που οι περισσότεροι, είτε γνωρίζουν και δε θα ξεχάσουν είτε ευεργετούνται από αυτή χωρίς απαραίτητα να το γνωρίζουν.
Κάθε τομέας έχει τους δικούς σπουδαίους. Στην φυσική και, εν γένει, την επιστημονική κοινότητα υπήρχε για παράδειγμα ο Νίκολα Τέσλα και, ορισμένες δεκαετίες αργότερα, άφησε το αποτύπωμά του στο μπάσκετ ένας... εγγονός του. Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς μπορεί να μη διαμόρφωσε και όλη την ανθρωπότητα, όπως έκανε ο... παππούς του, αλλά το άθλημα της «πορτοκαλί θεάς» μπορεί να ισχυρίζεται, ότι του χρωστάει τέτοιου είδους ευεργεσία.
Με λίγα λόγια, χθες (16/9) έφυγε από τη ζωή ένα «τοτέμ» του αθλήματος, από αυτά που δε θα αποκαθηλωθούν, δε θα «σβήσουν» ποτέ στο πέρασμα των χρόνων. Το Basketa.gr σας παρουσιάζει τη ζωή και την πορεία του σπουδαίου τεχνικού, που ακόμη και τώρα, με το δικό του τρόπο, είναι ο δάσκαλος όλων μας.
Ακολούθησε τον αδελφό του... και σώθηκε
Ο Ίβκοβιτς γεννήθηκε στο Βελιγράδι, υπό τη σκέπη ενός πατέρα νομικού και αυστηρών αρχών. Ενός ανθρώπου, δηλαδή, που δε θα συναινούσε εύκολα στο να ασχοληθούν οι γιοι του με το μπάσκετ. Κάπου εκεί, όμως, ο «Ντούντα» σώθηκε από τον αδελφό του, με τον Σλόμπονταν «Πίβα» Ίβκοβιτς να αποτελεί έναν εκπληκτικό παίκτη και να καταφέρνει να τραβήξει μαζί του τον μικρότερο του σπιτιού, ώστε να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο.
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι έκανε εν μέρει και το χατίρι του πατέρα του. Πόσες φορές δεν έχετε ακούσει τους γονείς σας, να σας λένε να σπουδάσετε κάποιο αντικείμενο κι ας σας είναι άχρηστο στην πορεία; Έτσι ακριβώς, λοιπόν, και ο «Ντούντα» σπούδασε Γεωλογία στο Βελιγράδι και δεν του χρειάστηκε ποτέ, αφού από το 1958, στα 15 του μόλις, άρχισε να έχει επαγγελματική ενασχόληση με το μπάσκετ, αγωνιζόμενος στη Ραντνίτσκι.
Ο ίδιος, βέβαια, δε θριάμβευε ως παίκτης, αλλά όπως έχει παραδεχθεί, η προπονητική τον «τραβούσε» ιδιαίτερα. Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, το 1968 ανέλαβε τα τμήματα υποδομής της Ραντνίτσκι και για μια ολόκληρη δεκαετία, τη στιγμή που και ο αδελφός του θριάμβευε στους πάγκους, με την ομάδα στο ανδρικό της τμήμα να πετυχαίνει την υπέρβαση το 1973, κατακτώντας το πρωτάθλημα της Γιουγκοσλαβίας. Και πού να ήξερε, ότι ο μικρός αδελφός του θα τον ξεπερνούσε σε απόσταση ετών φωτός...
Σερβική σχολή δια χειρός Ντούντα, από το 1978 έως σήμερα...
Πριν προχωρήσουμε στις ελληνικές ομάδες και τη θητεία του σε αυτές, πρέπει να παρατηρήσουμε πρώτα τη συμμετοχή του σε ό,τι αποκαλείται «μεγάλη των Πλάβι σχολή». Μπορεί από άλλους να ξεκίνησε αυτή η διαδικασία, που αποθέωσε τους Γιουγκοσλάβους και, κατά κύριο λόγο, τους Σέρβους στη συνέχεια, αλλά ο Ντούσαν Ίβκοβιτς αποτέλεσε τον απόλυτο και πιο διαχρονικό εκφραστή της, παίρνοντας το ρόλο του δασκάλου κι εκείνου, που οδήγησε την χώρα στο να θεωρείται υπερδύναμη.
Ήταν μόλις 35 χρονών το 1978, όταν η Παρτιζάν του πρότεινε να αφήσει την Ακαδημία της Ραντνίτσκι και να πάρει θέση στον πάγκο της, ως πρώτος προπονητής, σε μια κίνηση που θα τη δικαίωνε, όπως έκανε και 13 χρόνια αργότερα δίνοντας τα ηνία στον κουμπάρο του, Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Εκείνη την εποχή είχε την ευκαιρία να προπονήσει παίκτες, σαν τον Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς, τον Ντράζεν Νταλίπαγκιτς, τον Ντράγκαν Τόντοριτς, τον Μίοντραγκ Μάριτς, τον Μπόμπαν Πέτροβιτς, τον Αρσένιε Πέσιτς και τον Μιλένκο Σάβοβιτς.
Στην Παρτιζάν εκείνης της διετίας, δε, κατάφερε να πάρει και ένα δικό του triple crown το 1979, αφού πήρε πρωτάθλημα και Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας, για να σηκώσει το Κόρατς απέναντι στην ιταλική Αριγκόνι Ριέτι. Με αυτό τον τρόπο, ο δάσκαλος «Ντούντα» εγκαθιδρύθηκε για τα καλά στη συλλογική συνείδηση των Γιουγκοσλάβων, παίρνοντας τα... διαπιστευτήριά του.
Μετά την επιστροφή του από την πρώτη παρουσία στην Ελλάδα, παίρνει ξανά το ρόλο του αυτόν, για τον οποίο είχε πείσει πως μπορεί να ανταποκριθεί. Το 1983 θα γνωριστεί και με τον «γιο του Διαβόλου», προπονώντας τον τότε 19χρονο Ντράζεν Πέτροβιτς στην Πανεπιστημιάδα του Καναδά για τη Γιουγκοσλαβία. Έχει τη δυνατότητα να «πλάσει» τον «Μότσαρτ», όπως τον μάθαμε αργότερα και, σίγουρα, εκείνο το καλοκαίρι στο Έντμοντον ήταν καθοριστικό για τη μετέπειτα πορεία του, μεταξύ άλλων γεγονότων.
Οι δυο τους, άλλωστε, μετά από ένα ακόμη πέρασμα στη Ραντνίτσκι, την οποία επανέφερε ο Ίβκοβιτς στην κορυφαία κατηγορία, συναντήθηκαν ξανά στην Κροατία, για να δημιουργήσουν το «θαύμα» της Σιμπένκα της τριετίας 1984-1987, με την ομάδα του Σίμπενικ να εξελίσσεται σε «φονιά» των μεγάλων και τον «Ντούντα» σε μια μεγάλη φυσιογνωμία, κάτι που τον φέρνει στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας του Κρέσιμιρ Τσόσιτς, έχοντας παράλληλα την νέα πρόκληση της Βοϊβοντίνα.
Μετά την παταγώδη αποτυχία του Ευρωμπάσκετ του 1987, όπου η Γιουγκοσλαβία βρήκε... την Εθνική του Γκάλη, τα ηνία μάλιστα περνούν στον τότε 43χρονο Ίβκοβιτς, ο οποίος και προχωρά στην κύρια φάση της ανάδειξης της μεγάλης σχολής της χώρας. Έρχεται μια τρομερή δεκαετία, όπου είτε στα δικά του χέρια είτε σε εκείνα του Ομπράντοβιτς, η Γιουγκολαβία, ενωμένη ή με λιγότερες χώρες στη σύνθεσή της, μετά τον πόλεμο, θα «σαρώσει» τα πάντα σε ευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα, έχοντας κι ένα αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ.
https://www.youtube.com/watch?v=8VbiIgXMDJo&ab_channel=MrAllishere
https://www.youtube.com/watch?v=yhAfDvT28GA&t=2s&ab_channel=FIBA-TheBasketballChannel
Όλος ο κόσμος παθαίνει... μανία με τους Γιουγκοσλάβους, κάτι που καταβάλλει και την χώρα μας, με όλη την Ευρώπη να επιθυμεί να ακολουθήσει το παράδειγμά τους. Ακολουθώντας αυτές τις βάσεις, δε, ο «Ντούντα» θα επανέλθει στον πάγκο της Σερβίας αργότερα, για να θέσει τις αρχές της επιστροφής της προς την κορυφή. Από την εποχή του Ντράζεν, του του Ντίβατς, του Κούκοτς, του Ράτζα, του Τζόρτζεβιτς, του Πάσπαλι, του Βράνκοβιτς και άλλων, προχώρησε σε εκείνη του Τεόντοσιτς, του Κρίτσιτς και των υπόλοιπων, που δημιούργησε μια νέα γενιά πρωταθλητών και νικητών, που πρωταγωνίστησαν στο παγκόσμιο στερέωμα, με τον Νίκολα Γιόκιτς, μαθητή της σχολής αυτής, να φτάνει σε σημείο να είναι ο MVP του ΝΒΑ.
https://www.youtube.com/watch?v=-nl_ebY1_sI&ab_channel=RetroSportArchiveCollector
Οι διδαχές του Ίβκοβιτς, φυσικά, είχαν το δικό τους ρόλο σε μια ιστορία άνω των 40 χρόνων, που κατέστησαν αρχικά τους Γιουγκοσλάβους και ύστερα τους Σέρβους μια ξεχωριστή μπασκετική ιστορία, με τον ίδιο, ασφαλώς, στο ρόλο του δασκάλου.
Ελλάδα, η χώρα του «Σοφού»
Είναι καλοκαίρι του 1980. Ο Άρης έχει τεράστιες φιλοδοξίες να πρωταγωνιστήσει στο ευρωπαϊκό μπάσκετ κι έχει καταφέρει να φέρει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσα από μια ιδιαίτερη διαπραγμάτευση, τον Νίκο Γκάλη. Ο Φρεντ Ντέβελι έχει φύγει από την Ελλάδα κατηγορούμενος για ομοφυλοφιλία, καθώς τότε δυστυχώς οι εποχές ήταν πιο σκληρές για ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, με τους «κίτρινους» να πείθουν τον Ίβκοβιτς να έρθει για πρώτη φορά στην χώρα μας, χωρίς να γνωρίζει το τι ιστορία θα έγραφε.
Ήξερε, όμως, ότι θα βρει τον Γκάλη και θα έχει να διαχειριστεί την ιδιαίτερη προσωπικότητά του. Παρότι ο Σέρβος έλεγε μες στα χρόνια, ότι οι σχέσεις τους ήταν εξαιρετικές, οι δυο τους απλά συνυπήρχαν από κάποια στιγμή κι έπειτα, με τον «Ντούντα» να λέει πως με τον παίκτη αυτόν ο Άρης δε θα κατακτήσει ποτέ τίποτα. Ο ίδιος προώθησε ορισμένους νεαρούς παίκτες, που θα στελεχώσουν την Εθνική του 1987, αλλά θα φύγει πικραμένος, με τον Γκάλη φυσικά να επικρατεί.
Μετά την ανάδειξή του σε τεράστια περσόνα του μπάσκετ της Γιουγκοσλαβίας, ο ΠΑΟΚ μπόρεσε να τον... καταφέρει για να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, κάνοντας μάλιστα υποχώρηση στην απόλυτη απαίτησή του να μην έρθει ο Άρης, παρότι ο «Δικέφαλος του Βορρά» έμοιαζε στην αρχή της κούρσας να είναι μπροστά, προτού τον πάρει με τη λευκή του Μερσεντές ο Παύλος Γιαννακόπουλος. Αυτή την φορά, πάντως, δε θα τον πρόδιδε το πείσμα του, δημιουργώντας ένα μεγάλο ΠΑΟΚ τη διετία 1991-1993, που αν εξαιρέσει κανείς τα... μπουνίδια του Λέβινγκστον στους σερβιτόρους, θα τον μετατρέψει σε «Σοφό».
Η λέξη αυτή ξεκίνησε ως ειρωνεία από τον Παναγιώτη Φασούλα, που τα έβαλε μαζί του σε ένα ματς με την Ορτέζ, αλλά στην πορεία θα γινόταν το δεύτερο όνομά του, το μπασκετικό, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Παρότι τα προβλήματα ήταν σαφή στα αποδυτήρια, η τρομερή ομάδα που παρουσίασε στο παρκέ, πήρε το πρωτάθλημα του 1992 και έφτασε κοντά στην ευρωπαϊκή δόξα, είναι ένα από τα καλύτερα δημιουργήματά του.
https://www.youtube.com/watch?v=4t4F2wrQncc&t=4s&ab_channel=giotispap
Το ίδιο ισχύει και για τον Πανιώνιο του, στον οποίο φέρνει παίκτες σαν τον Μπάιρον Ντίνκινς και τον Ζάρκο Πάσπαλι, ενώ έχει τον απόλυτο ηγέτη στο πρόσωπο του Φάνη Χριστοδούλου. Το Κλειστό της Αρτάκης και η Πλατεία «φλέγονται», οι «κυανέρυθροι» φτάνουν επίσης κοντά στην ευρωπαϊκή καταξίωση με «στοπ» από τη Στεφανέλ και το «όχι» στην πρώτη προσέγγιση του Κόκκαλη στέλνουν την ομάδα στην Ευρωλίγκα.
https://www.youtube.com/watch?v=8XPDzaMF6rI&t=14s&ab_channel=Mybasketvideo
Κάπως έτσι, ολοκλήρωσε την αποστολή του, για να προχωρήσει στην επόμενη, παίρνοντας το δρόμο από την Νέα Σμύρνη για το Φάληρο. Ο εμβληματικός πρόεδρος του Ολυμπιακού μπορεί να μην... παρακαλά γενικώς κάποιον που του έχει αρνηθεί, αλλά δε θα άφηνε έτσι την υπόθεση Ίβκοβιτς. Τον έφερε, τελικά, το 1996 και μια πρωινή βόλτα στη Ρώμη ήταν αρκετή, για να «σφραγιστεί» η χρονιά με ένα φοβερό triple crown, που είχε κυριαρχία... εντός κι εκτός συνόρων απέναντι στον Παναθηναϊκό, με ένα ρόστερ που είχε σκόρερ επιπέδου Ρίβερς, αλλά και τη σκληράδα των Ελλήνων.
https://www.youtube.com/watch?v=gl5SUVv1vPI&t=25s&ab_channel=MrAllishere
Η επόμενη διετία, ωστόσο, δε θα ήταν το ίδιο επιτυχημένη, με το πρωτάθλημα του 1999 για τους «πράσινους» μέσα στο ΣΕΦ να οδηγεί όχι μόνο σε μια αλλαγή εποχής για τους Πειραιώτες, αλλά και σε μια άλλη κατεύθυνση τον Σέρβο, που αυτή την φορά θα ανηφόριζε στο ΟΑΚΑ. Όταν ο Γιάννης Φιλίππου γινόταν έξαλλος με τους ρεπόρτερ της ΑΕΚ, που προωθούσαν έντονα τη λύση Ιωαννίδη, ο οποίος αποφάσισε να γυρίσει στον Ολυμπιακό, εκείνοι του απάντησαν να κοιτάξει την περίπτωση του Ίβκοβιτς.
Κι έμελλε να έχουν απόλυτο δίκιο. Αναδεικνύοντας, όπως πολύ καλά γνωρίζει, μια σειρά από ανερχόμενους παίκτες, οι οποίοι μάλιστα θα αποτελούσαν μέρος του «κορμού» της Εθνικής που θα γινόταν... Παγκόσμια στη Σαϊτάμα και θριαμβεύτρια στο Βελιγράδι, έφερε άλλη μια ευρωπαϊκή κούπα μέσω Λωζάνης για το Σαπόρτα, για να ξεκινήσει ένα «μπαράζ» τίτλων, καταλήγοντας στο να δοθεί η «σκυτάλη» στον Ντράγκαν Σάκοτα για το ιστορικό πρωτάθλημα του 2002.
https://www.youtube.com/watch?v=roglBIH5YPA&t=17s&ab_channel=aekoseikosienas
Το καλύτερο, όμως, το φυλούσε για το τέλος ο «Σοφός» της Ελλάδας και της Σερβίας. Τρία χρόνια μετά το τέλος της παρουσίας του στη Μόσχα, ο Ολυμπιακός με το δικό του πλάνο, τον έπεισε να επιστρέψει. Ξεκίνησε με τις ντίβες και, όταν αυτές έφυγαν πλην Σπανούλη, έβαλε το... κλασικό σχέδιο μπροστά, «κόλλησαν« και οι μεταγραφές των Λο και Ντόρσεϊ, με το «θαύμα» της Πόλης να είναι γεγονός, έχοντας ως ιδανική στιγμή το σουτ του Πρίντεζη. Το ακόμη καλύτερο είναι, ότι το 2012 δημιουργήθηκε η βάση για τον Ολυμπιακό, που για έξι χρόνια πρωταγωνίστησε στην Ευρώπη, έκανε back-to-back στην Ευρωλίγκα κι έπαιξε σε τέσσερις τελικούς.
https://www.youtube.com/watch?v=vYGpH1toEJc&t=13s&ab_channel=OlympiacosPiraeusFansChannel
Η θητεία του στην χώρα μας, που ξεκινούσε επεισοδιακά στη Θεσσαλονίκη, ολοκληρωνόταν στο... δικό του λιμάνι με τις δάφνες της δόξας γύρω του, αποχωρώντας την κατάλληλη στιγμή, καθώς όπως έλεγε, «η τελευταία εντύπωση είναι αυτή που μένει πάντα στη ζωή».
Η Μόσχα που τον πόνεσε, το ταξίδι στην Πόλη
Ανάμεσα στις επιτυχημένες παρουσίες μεταξύ ΑΕΚ και Ολυμπιακού, στον αιώνα που διανύουμε, ο «Ντούντα» είχε και τα δύσκολα περάσματά του, που κατέληξαν άδοξα. Αμφότερα ήταν στη Μόσχα, αν και η δεύτερη ομάδα του πρόσφερε τη δυνατότητα να γλυκαθεί λίγο στο τέλος, μετά το «στραπάτσο» της πρώτης.
Η τρομακτική ΤΣΣΚΑ του ήταν δημιουργημένη, για να πάρει την κούπα, όπως ακριβώς έγινε στην περίπτωση, όπου της έκανε την έκπληξη με τον Ολυμπιακό το 2012. Πήγε το 2002 και, για τρία χρόνια, ένας «χορός» εκατομμυρίων και σπουδαίων παικτών πέρασε από μπροστά του. Μία από εκείνες τις χρονιές, μάλιστα, πορευόμενη με ένα σερί 52-0, πήγε στο Final Four, το οποίο έγινε στην έδρα της, για να απογοητεύσει το κοινό της, χάνοντας μέχρι και τον αγώνα της τρίτης θέσης από τον Παναθηναϊκό. Για μια διετία μετά το 2005, βρήκε ένα καταφύγιο στην Ντιναμό, που την «πότισε» με τους Έλληνες, Αντώνη Φώτση και Λάζαρο Παπαδόπουλο, για να πάρει τουλάχιστον το ULEB Cup του 2006.
Προχωράμε οκτώ χρόνια μπροστά, όταν κι έχει σκεφτεί αρκετά καλά το τι πρότζεκτ θα ακολουθήσει, μετά το τέλις της συνεργασίας του με τον Ολυμπιακό που είχε τη γνωστή ένδοξη κατάληξη. Η Εφές, που ήθελε να αντιδράσει στην πρόσληψη Ομπράντοβιτς από την Φενέρ, καταφέρνει να τον πείσει, για να πει το «ναι» τελικά. Φαίνεται, όμως, πως τα... υπεροβολικά πολλά χρήματα και τα παρεμβατικά αφεντικά δεν «κολλάνε» ιδιαίτερα με τον «Ντούντα», που έχασε... τα αβγά και τα πασχάλια αγωνιστική, έχοντας την φτωχή συγκομιδή δύο Κυπέλλων κι ένα πρωτάθλημα της Καρσίγιακα στην πλάτη του, ενώ τσακώθηκε άγρια με τον πρόεδρο της Αναντολού, Τουντσάι Οζιλχάν, με συνέπεια το 2016 να λήξει με τον χειρότερο τρόπο η κοινή τους πορεία.
Η αυλαία
«Η δουλειά του προπονητή περιλαμβάνει κάθε μέρα σημαντικές και δύσκολες αποφάσεις. Όταν όμως η δουλειά αποτελεί και μεγάλη αγάπη, τα βγάζεις πέρα παρά τις δυσκολίες. Η τελευταία μου απόφαση να αποσυρθώ είναι λογική, μελετημένη, αλλά και δύσκολη. Το μπασκετ και η προπονητική δεν ήταν μέρος της ζωής μου, αλλά ολόκληρη η ζωή μου. Ήταν μια διαρκής σχέση. Κοιτώντας πίσω, θέλω να ευχαριστήσω όλους τους συνεργάτες μου και κυρίως τους παίκτες για το σεβασμό, την εμπιστοσύνη και την έμπνευση. Πάντα έλεγα πως με ενοχλεί να ακούω ότι δημιούργησα παίκτες. Εγώ απλώς τους έδωσα μία ευκαιρία και εκείνοι την αξιοποίησαν. Φυσικά, δεν μπορώ και δεν πρόκειται να πω ποτέ αντίο στο μπάσκετ».
Αυτή ήταν η δήλωσή του στο τέλος της παραμονής του στην Πόλη. Η δήλωση, με την οποία αποχαιρέτησε το μπάσκετ, το άθλημα που τον φιλοξένησε αρχικά, αλλά εκείνος το έκανε δικό του και το δίδαξε σε ένα σωρό ανθρώπους, οι οποίοι μαζί του συναποτέλεσαν το σπορ ολόκληρο. Για τα επόμενα πέντε χρόνια τιμήθηκε, όπως του άξιζε σε κάθε περίσταση, και αποσύρθηκε στο αγαπημένο του Βελιγράδι.
Εκεί, έζησε και τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, μαζί με την αγάπη για τα περιστέρια, χάρη στην οποία μάλιστα πιτσιρικάς είχε αναδειχθεί πρωταθλητής σε σχετικούς αγώνες. Αυτή, βέβαια, τον πρόδωσε όπως μαρτυρά ο Ντούσκο Βουγιόσεβιτς, ένας από τους μαθητές, αλλά λίγη σημασία έχει.
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς είναι σημαντικό, ότι έζησε κυρίως. Και έζησε με τον τρόπο που ήθελε, δίνοντας ζωή σε ένα σωρό ανθρώπους και οργανισμούς. Δίνοντας ζωή στο ίδιο το μπάσκετ, για το οποίο ζούσε και ανέπνεε. Σε στιγμές το δάμασε και, κατά κάποιο τρόπο, έγινε ο δικός μας δάσκαλος...
https://www.youtube.com/watch?v=UJAeFfEBPTk&t=90s&ab_channel=SEBHL