Ο Μανού Τζινόμπιλι πέρασε πια στην ιστορία, μετά την απόφαση να αποσυρθεί, αποτελώντας μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες στην ιστορία του παγκοσμίου μπάσκετ, γνωρίζοντας από μικρό παιδί να κάνει... αυτό ακριβώς το πράγμα και να φτάσει να μπει στη λίστα των «μύθων» των Σπερς. Ο μπαμπάς-προπονητής, το... κατά λάθος σκάουτινγκ του Μπιούφορντ, το νούμερο 57 στο draft, η Μπολόνια και η «χρυσή» 16ετία στο Σαν Αντόνιο, που συνθέτουν την καριέρα του μεγάλου Αργεντίνου.
Στην Αργεντινή και τη Βραζιλία έχουν μία δική τους... μικρή διαμάχη, αναφορικά με το ποδόσφαιρο. Κι αυτό, γιατί αμφότερες αποτελούν παραδοσιακές δυνάμεις του αθλήματος, έχοντας εξάγει τους πιο ταλαντούχους παίκτες που έχουν υπάρξει (Πελέ, Μαραντόνα, Μέσι, Ροναλντίνιο, Ρονάλντο κ.α.), ισχυρίζοντας πως τα παιδιά τους «γεννιούνται με μια μπάλα στα πόδια». Αυτή η γενίκευση, όμως, δεν ισχύει και για όλους. Υπάρχουν και παιδιά, που γεννιούνται με μια μπάλα... στα χέρια τους και κάνουν το ίδιο υπερήφανη - ή και περισσότερο - την πατρίδα τους.
Κι αν σας ζητήσουν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον τελευταίο ισχυρισμό, «δείξτε» τους τον Μανού Τζινόμπιλι. Ο γεννηθείς στις 28 Ιουλίου 1977 στην Μπαΐα Μπλάνκα, καταγόταν αντιθέτως από οικογένεια... αμιγώς μπασκετική και από πολύ μικρός ασχολήθηκε με την «πορτοκαλί θεά». Ο πατέρας του, τον έβαζε να ντριμπλάρει ανάμεσα σε καρέκλες από τα 2 του, ενώ ο ίδιος θυμάται χαρακτηριστικά, ότι «ήμουν 3 ετών και δεν ήταν απλά ο πατέρας μου, αλλά ένας προπονητής, που με δίδασκε».
Από εκείνη κιόλας την ηλικία, ο μικρός Μανού προπονείτο με την ομάδα, που είχε στην ιδιοκτησία του ο πατέρας του, κι ένας από τους πρώτους του τεχνικούς, ο Όσκαρ Σάντσες, του ζητούσε να σκάει την μπάλα κοιτώντας ψηλά και με το χέρι του να ντουμπλάρει για να προστατεύει την μπάλα. «Μου το έδειχνε αυτό μέσα στο σπίτι, στην κουζίνα», λέει ο Τζινόμπιλι, ο οποίος έβλεπε τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του, Λεάντρο και Σεμπαστιάν, να δείχνουν πολλά υποσχόμενοι.
Και το ύψος του, αρχικά, δεν τον άφηνε να αγωνιστεί με τη Μικτή της περιοχής του. Μια μέρα, όμως, έφτασε τα 198 εκατοστά, έχοντας φοβερή ανάπτυξη μετά τα 15 του. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να δείξει όλο του το ταλέντο, με κινήσεις... αρτίστα στις διεισδύσεις του, ενώ η μητέρα του, Ρακέλ, του φώναζει να σουτάρει για τρεις. Στο μέλλον έκανε και τα δύο, βέβαια, αλλά προς το παρόν αυτές οι «μαγικές» του κινήσεις ήταν αρκετές, για να εκθαμβώσουν τον Αρ Σι Μπιούφορντ.
Όχι, μην μπερδεύεστε... Ο τζένεραλ μάνατζερ των Σαν Αντόνιο Σπερς δεν είχε πάει να δει τον Τζινόμπι στο Παγκόσμιο U22 της Αυστραλίας. Από «σπόντα» τον βρήκε το 1997 και η περίπτωσή του... βόλευε για ένα draft pick δεύτερου γύρου, στο νούμερο 57, καθώς η ομάδα είχε κατακτήσει τον τίτλο το 1999 και δεν ήθελε να προσθέσει έναν παίκτη που, ως ρούκι, θα μπορούσε με μια υψηλή θέση να έχει απαιτήσεις.
Κανένα πρόβλημα για τον Μανού... Αυτός έμεινε στην Ρέτζιο Καλάμπρια, όπου βρισκόταν από το 1998 και αγωνιζόταν στη δεύτερη πατρίδα του, την Ιταλία, για να ζήσει μεγάλες στιγμές από το 2000 έως το 2002 με την Κίντερ Μπολόνια. Έστω κι αν το 2002... ο Παναθηναϊκός σήκωσε το 3ο του ευρωπαϊκό στην έδρα της ομάδας, η Ευρωλίγκα του 2001 και η δις ανάδειξή του σε MVP του πρωταθλήματος Ιταλίας, έφταναν για να κάνει ξανά το ταξίδι για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αυτή την φορά για το ΝΒΑ...
Σε μια αποστροφή του, ο Γκρεγκ Πόποβιτς είχε πει κάποτε στον Τιμ Ντάνκαν, που ήδη μετρούσε χρόνια στους Σπερς, ότι «αυτός ο παίκτης έρχεται και κανείς δεν ξέρει πόσο καλός είναι». Λογικό, ένα νούμερο 57 στο draft ήταν, όσα κι αν έκανε στην Ευρώπη, με τον Ντάνκαν απλώς να... σηκώνει ειρωνικά το φρύδι του. Έμελλε να διαπιστώσει σύντομα, ότι ο «Ποπ» είχε δίκιο.
Ο Τζινόμπιλι άρχισε να εντυπωσιάζει άπαντες με το παιχνίδι του, τις «βελούδινες» κινήσεις που τον ξεχώριζαν, τη μαχητικότητα και την ανταγωνιστικότητά του. Εντυπωσίασε μέχρι και τον Κόμπι Μπράιαντ, που σε παιχνίδι με τους Λέικερς, γύρισε στον Μπρους Μπόοεν, για να τον ρωτήσει... ποιο ήταν αυτό το λευκό αγόρι και να λάβει την εξής απάντηση: «Όχι, δεν είναι ένα λευκό αγόρι και έχει πολλά πράγματα να δείξει».
Όσο για τη μαχητικότητά του; Σε μία προπόνηση προετοιμασίας τον Σεπτέμβριο, ο Μανού πέφτει για μία μπάλα και τη σώζει, για να ρωτήσει μετά ο Πόποβιτς, γιατί έγινε όλο αυτό. Ο Τζινόμπιλι απάντησε πως οι Σπερς έπρεπε να παλεύουν καθημερινά πολύ σκληρά, για να διατηρήσουν τον τίτλο και ο προπονητής του συμφώνησε, αλλά τον προέτρεψε πως «είναι Σεπτέμβρης Μανού, ποτέ μην το ξανακάνεις αυτό Σεπτέμβρη». Αργότερα, βέβαια, θα αποσπούσε κουβέντες, όπως το «δεν νομίζω ότι μπορώ να τον προπονήσω πια» του «Ποπ» ή «όλοι είδαμε ότι ο Μανού ήταν πολύ μπροστά από τους υπόλοιπους» του συμπαίκτη του Τιμ Ντάνκαν. Εκείνου που σήκωσε το φρύδι ειρωνικά...
Και, κάπως έτσι, τα χρόνια άρχιζαν να περνούν, με τον Αργεντίνο να κερδίζει τίτλους το 2003, το 2005, το 2007 και το 2014, ενώ υπήρξε All Star το 2005 και το 2011, σε μια σπουδαία τριάδα με τους Τόνι Πάρκερ και Τιμ Ντάνκαν. Πιο χαρακτηριστικό από όλα, πάντως, ήταν η πίστη που έδειξε το 2011, όταν μετά από μια χρονιά All Star, αποδέχθηκε το ρόλο του να έρχεται από τον πάγκο, σε μια ιστορική απόφαση που θα έφερνε «βήματα» μπροστά τους Σπερς. Τέτοια πρόοδο σημείωσε η ομάδα, που το 2013 έχασε τον τίτλο του πρωταθλητή από ένα χαμένο ριμπάουντ, που οδήγησε στο ιστορικό τρίποντο του Ρέι Άλεν με τους Μαϊάμι Χιτ, ενώ το 2014 πήρε... τη ρεβάνς και το δαχτυλίδι μαζί. Του πήγαινε ο ρόλος, άλλωστε, αφού πια θεωρείται η επιτομή του 6ου παίκτη, έχοντας κερδίσει το σχετικό τίτλο το 2008.
Η κληρονομιά του Μανού, θα συνεχιζόταν μέχρι την τελευταία μέρα. «Όλοι με ρωτάνε ποιος ήταν ο πιο δύσκολος να μαρκάρω. Θα ήθελα να πω τον Κόμπι, επειδή αυτό θέλουν να ακούσουν. Αλλά για εμένα ήταν ο Μανού... δεν μπορούσα να βγάλω άκρη μαζί του», έλεγε ο Ράτζα Μπελ, για τον παίκτη που πάντοτε σημάδευε αγώνες. Θα ξεχάσει κανείς τη μεγάλη τάπα στον Τζέιμς Χάρντεν, που έκρινε επί της ουσίας την ημιτελική σειρά του 2017 με τους Ρόκετς; Μήπως τη «μαγική» του εμφάνιση στα τελευταία playoffs, που έφερε την νίκη... της τιμής με τους Ουόριορς;
Όλα τα 16 του χρόνια, ο Μανού Τζινόμπιλι πρόσφερε και κάτι ξεχωριστό, κάτι που θα μείνει για πάντα ως ανάμνηση στις τάξεις των Σπερς και θα το κρατούν σαν «κόρη οφθαλμού». Και έδειχνε, ότι μπορούσε να συνεχίσει. Έβαλε, όμως, τέλος. Στα 41 του χρόνια. Κι έχοντας προσφέρει όλα αυτά. Αυτό το λευκό αγόρι, που γεννήθηκε... με μια μπάλα στα χέρια, έγραψε τη δική του ιστορία. Και ήταν τέτοια, μαζί με την εμβληματική του προσωπικότητα, που σημάδεψε το ίδιο το άθλημα, για το οποίο ανέπνεε...