Η ΤΣΣΚΑ επαναλαμβάνει το στοίχημα του Μάικ Τζέιμς στο πρόσωπο του Αλεξέι Σβεντ και το Basketa.gr αναλύει την... περιπέτεια των Μοσχοβιτών στην προσπάθεια να βρουν έναν κανονικό ηγέτη για την περιφέρεια τους, παίρνοντας εκ νέου ένα τεράστιο ρίσκο.
Να έχεις ένα από τα ισχυρότερα μπάτζετ στην Ευρώπη, να έχεις πάντοτε την πρόθεση να… απλωθείς, για να δημιουργήσεις ένα πανίσχυρο ρόστερ, και να δυσκολεύεσαι να βρεις το βασικό παίκτη σου, που θα οργανώνει τα πάντα και θα βρίσκεται σε θέση ηγέτη. Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά αυτή είναι η καθημερινότητα της ΤΣΣΚΑ Μόσχας τα τελευταία δύο χρόνια, με τον ορίζοντα να δείχνει να μεγαλώνει στην τριετία.
Οι Μοσχοβίτες έχουν «εγκλωβιστεί» σε μια αδυναμία τους να φέρουν τον παίκτη στην περιφέρεια, ο οποίος μπορεί να κάνει τη διαφορά και να πείσει ως ηγέτης, κατευθύνοντάς τη προς τη δόξα, αφού το τρόπαιο σε όλες τις διοργανώσεις είναι ο αυτονόητος στόχος, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες. Κι αυτό σε μια ομάδα, που από παίκτες σε αυτές τις θέσεις έχει γνωρίσει σπουδαίες προσωπικότητες τα τελευταία 20 χρόνια, σαν τον Παπαλουκά, τον Χόλντεν, τον Ντε Κολό, τον Τεόντοσιτς, τον Ροντρίγκεθ και άλλους.
Ο Δημήτρης Ιτούδης νιώθει αυτή την ατυχία και, τα τελευταία χρόνια, αναγκάζεται να επενδύσει στο ταλέντο, χωρίς να ξέρει αν του είναι αρκετό, με τελευταίο παράδειγμα τη μεταγραφή του Αλεξέι Σβεντ. Το Basketa.gr, μετά τη μεγάλη αλήθεια που είπε για το νέο απόκτημα ο Αντρέι Βατούτιν, αναλύει τα πεπραγμένα της ΤΣΣΚΑ στην νευραλγική θέση «1» και τα αποτελέσματα, που οι επιλογές της είχαν, σε σύγκριση με την τελευταία κατάκτηση της Ευρωλίγκα.
Όταν είχε Σέρχιο-Ντε Κολό… αλλά και Χάκετ
Η ΤΣΣΚΑ είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ομάδας. Κάθε φορά που δεν κερδίζει ευρωπαϊκό τρόπαιο, η κριτική θα είναι δριμεία, ακόμη κι αν το έχει σηκώσει μόλις την προηγούμενη σεζόν. Αυτό συνέβη το 2017, όταν στην προσπάθεια να υπερασπιστεί τον τίτλο της, είδε τον Ολυμπιακό να τη ρίχνει στο «καναβάτσο» για ακόμη μια φορά, με τον προβληματισμό να είναι έκδηλος.
Το καλοκαίρι εκείνου του έτους, ο Μίλος Τεόντοσιτς που είχε εξαφανίσει τα «φαντάσματα» στο Βερολίνο, δεν αποτελούσε πια μέρος της εξίσωσης μαζί με τον Νάντο Ντε Κολό και, στη θέση του, αποφασίστηκε να γίνει η επένδυση στον Σέρχιο Ροντρίγκεθ. Ο Γάλλος βρήκε ένα ιδανικό ταίρι στο πρόσωπο του Ισπανού επιθετικά, αλλά κάτι έλειπε. Αυτό φάνηκε και στο Final Four του 2018, όταν η Ρεάλ ήταν απλώς ασταμάτητη.
https://www.youtube.com/watch?v=uRsKMfLQhsY&ab_channel=EUROLEAGUEBASKETBALL
Η λύση βρέθηκε σε έναν άνθρωπο, που λίγο νωρίτερα είχε θεωρηθεί σχεδόν… τελειωμένος. Ο Ντάνιελ Χάκετ προερχόταν μόλις από μια χρονιά ολικής επαναφοράς με την φανέλα της Μπάμπεργκ και, εξαργυρώνοντας τις εξαιρετικές του επιδόσεις στη Γερμανία, μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα τραυματισμού, που τον απομάκρυνε από τον Ολυμπιακό, ήρθε και… έδεσε τα πάντα μεταξύ τους και, κυρίως το «δίδυμο του θανάτου».
Ο Ντε Κολό και ο Σέρχιο σκόραραν, ο Χάκετ πρόσφερε την άμυνα, την αυταπάρνηση και το καθαρό μυαλό σε κρίσιμες αποφάσεις, μη σκεπτόμενος απαραίτητα την εκτέλεση και ο τίτλος ήρθε το 2019, για να βοηθήσει τον Δημήτρη Ιτούδη να παραμείνει στη θέση του και να κερδίσει νέο συμβόλαιο. Η τριάδα αυτή αποδείχθηκε ιδανικά, αλλά πολλές φορές τα καλά δεν κρατάνε για πολύ.
https://www.youtube.com/watch?v=hZpVQhJleaU&ab_channel=EUROLEAGUEBASKETBALL
Η λύση του Τζέιμς και… η επανάληψη του Σβεντ
Το ίδιο καλοκαίρι, εκείνο του 2019, Ντε Κολό και Σέρχιο πήραν άλλους δρόμους. Ο πρώτος θα απολάμβανε τη «μεθυστική» Κωνσταντινούπολη για χάρη της Φενέρ, ο δεύτερος θα πήγαινε στην πρωτεύουσα της μόδας για την Αρμάνι. Και η ΤΣΣΚΑ θα έμενε… ξεκρέμαστη. Καλός ο Χάκετ, αλλά μόνος του δε θα έφτανε να σηκώσει όλο το «βάρος» μιας ομάδας με τις δικές της επιδιώξεις.
Την ίδια στιγμή, οι διαθέσμοι κορυφαίοι γκαρντ ήταν άπαντες δεσμευμένοι σε κάποια ομάδα, ή οι ανταγωνιστές πρόλαβαν με το δικό τους «πακέτο» να τους πείσουν. Ίσως και να έφταιγε το γεγονός, ότι η ΤΣΣΚΑ ήταν ήδη πρωταθλήτρια Ευρώπης και ένας αθλητής θα ήθελε να νιώσει τη δόξα, ότι παίζει σε μια ομάδα που «κλέβει» τη δόξα από αυτόν, που βρίσκεται στην κορυφή και εκπίπτει, πέρα από το πασιφανές οικονομικό κομμάτι.
Σε κάθε περίπτωση, μετά από αρκετή υπομονή και χαμένες περιπτώσεις, μονάχα ένας με σπουδαίο ταλέντο είχε μείνει ελεύθερος στην αγορά. Ο Μάικ Τζέιμς δεν τα είχε καταφέρει στην Αρμάνι και ο Ιτούδης, που ποτέ δεν φοβήθηκε τις προκλήσεις, πήρε το ρίσκο. Σκέφτηκε τις ικανότητές του, ειδικά στους… μυριάδες τρόπους για να σκοράρει, και αποφάσισε να πορευτεί μαζί του, κάτι που έκανε σε μια διετία με «φουρτούνες», όπως ίσως αναμενόταν.
Η πρώτη χρονιά ήταν εξαιρετική, αλλά έμεινε… στη μέση λόγω του κορονοϊού. Τη δεύτερη, όμως, το γυαλί ράγισε. Τα πειθαρχικά παραπτώματα του Τζέιμς έφτασαν σε ένα σημείο, που δεν μπορούσαν να του συγχωρεθούν άλλο λόγω του ταλέντου του, έχοντας ένα μέσο όρο περίπου 20 πόντων και 5 ασίστ ανά αγώνα, με αποτέλεσμα την αποχώρηση. Ο Ιτούδης, άλλωστε, έχει τις δικές του αρχές και ορθώς δεν παρεκκλίνει, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες.
Είναι αλήθεια, όμως, ότι ρίσκαρε. Έφερε έναν παίκτη με χαρακτήρα διαφορετικό από αυτόν, που ενδεχομένως προστάζουν οι δικές του αρχές για το πώς πρέπει να άγεται και να φέρεται ένας αθλητής, έχοντας πάρει παράδειγμα από τον δάσκαλο Ομπράντοβιτς. Έναν παίκτη, που από μόνος του είναι αρκετά δεσποτικός και απαιτητικός, για να χωρέσει στις δικές του σκέψεις. Το πάλεψε, όμως, και δεν «κόλλησε» για να πάρει το στοίχημα, αν και μόνο βάσει αποτελεσμάτων και του παιχνιδιού που απέδιδε, μάλλον δεν πέτυχε.
Το φετινό καλοκαίρι, όμως, έφερε μια παρόμοια κατάσταση. Τα διαθέσιμα γκαρντ ήταν δύσκολο να βρεθούν για ακόμη μια φορά και κάποιος έπρεπε να πάρει το ρόλο… του Τζέιμς, αναγκάζοντας σε άλλο ένα στοίχημα τον Δημήτρη Ιτούδη.
Ο Αλεξέι Σβεντ είναι ένα γνώριμο στους Μοσχοβίτες παιδί, αρχίζοντας να «εκτοξεύει» από εκεί την καριέρα του, χωρίς όμως εκείνη να του προσφέρει τη δόξα, που θα επιθυμούσε. Για έξι χρόνια βρέθηκε στην Χίμκι, αποτελώντας τον ηγέτη σε μια ομάδα, που ειλικρινά δεν είχε τους ιδιαίτερους στόχους.
Ο ίδιος δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερο πρόβλημα, όντας σε ρόλο «αυτοκράτορα» επί της ουσίας, με μέσους όρους… που ζάλιζαν, όπως οι 23.3 πόντοι το 2019 ή οι 7.7 ασίστ του φέτος, δείχνοντας πως ίσως το… συζητήσει να μοιράσει παιχνίδι, αλλά τελικά έχασε τη δική του προσήλωση σε κάποιο στόχο, χώρια από το ότι η συνήθεια τον έκανε να είναι το ίδιο αρέσκων σε μια κατάσταση, όπου είναι απόλυτο αφεντικό.
Στην ΤΣΣΚΑ μπορεί αυτό το στόχο και το νόημά του, να τα ξαναβρεί. Και ο τεχνικός του ελπίζει, παίρνοντας ξανά ένα μεγάλο ρίσκο, ότι… δε θα μείνει ξανά στον «άσο».