Το Basketa.gr επιχειρεί να εξηγήσει, ότι η αθέατη πλευρά του Μάικλ Τζόρνταν, με τον ίδιο να σχολιάζει τα πάντα από τη δική του πλευρά, είναι που έχει φέρει την επιτυχία στο «The Last Dance» και τον κάνει απόλυτο είδωλο.
Αποκαλυπτικά. Μόνο ως τέτοια μπορούν να λογιστούν τα επεισόδια 7 και 8 του «The Last Dance» για τον Μάικλ Τζόρνταν, ο οποίος ανατρίχιασε για την ομολογία του, ότι έγινε... μαλάκας για να νικήσει, κάτι που παραδέχθηκε έμμεσα εκείνος και λίγο πιο… φωναχτά οι συμπαίκτες του.
Τόσα χρόνια θεωρείτο ο κορυφαίος χωρίς κανένα ψεγάδι. Και ξαφνικά, βγήκαν όλα στην φόρα, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την επιτυχία αυτής της σειράς και θα το αναλύσουμε σε άλλη περίπτωση.
Ο άνθρωπος που δεν έχει καμία σχέση με τα ΜΜΕ στην εποχή των social media
Το σημαντικό είναι, πάντως, ότι σε αντίθεση με άλλους αθλητές, ο «MJ» τόλμησε να το κάνει, ενώ δεν έχει καμία στενή επαφή με τα Μέσα Ενημέρωσης ή τα social media, όπως κάνουν άλλοι μύθοι, σαν τον ΛεΜπρόν Τζέιμς, τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ, τον Κόμπι Μπράιαντ και τον Μάτζικ Τζόνσον.
Ο Τζόρνταν δεν έχει Twitter, Instagram, δε βγαίνει να μιλήσει εύκολα σε ΜΜΕ, δεν έχει… ιδέα για εφαρμογές σαν το TikTok. Δεν έχει βγει ποτέ σε ένα ντοκιμαντέρ 10 ωρών, που αφορά εκείνον και τους μεγάλους Μπουλς, όπου πραγματικά θα μιλούσε και θα αποκάλυπτε πράγματα, όπως και οι συμπαίκτες του. Και όχι μόνο να αποκαλύπτει πράγματα, αλλά να τα κάνει αναπαυτικά στο σπίτι του στην Φλόριντα.
Έχουν γραφτεί τόσα βιβλία για τον ίδιο από διάφορες πλευρές, αν και εκείνος έχει αφήσει ελάχιστους δημοσιογράφους να γνωρίζουν ποιος είναι. Κάπως έτσι, το «The Last Dance» έγινε η μοναδική ευκαιρία να σχολιάσει τα πάντα από τη δική του οπτική γωνία, αφήνοντάς μας να διαλέξουμε ποιος έχει δίκιο. Ο «Air», ή οι συμπαίκτες του, που τον βρίζουν πια δημόσια και, μάλιστα, στο ντοκιμαντέρ όπου είναι κεντρικός πρωταγωνιστής;
Σε όλα αυτά τα επεισόδια, δηλαδή, τον ακούμε να μιλάει δημόσια και αναλυτικά για όλα τα μεγάλα γεγονότα, όπως εκείνος τα έζησε, κάτι που δεν είχε συμβεί εδώ και δεκαετίες. Για τους Μπουλς, τα «κακά παιδιά» του Ντιτρόιτ, το 6/6 σε τελικούς, την Dream Team του 1992 και πολλά άλλα, προσκηνιακά ή παρασκηνιακά.
Ο λόγος που όλο αυτό που συμβαίνει έχει σημασία
Γιατί, όμως, αυτό έχει τόση σημασία στα 22 χρόνια μετά την αποσύρσή του; Ο λόγος είναι απλός και εξηγείται στο ότι, μέσω της σειράς αυτής, άτομα με ηλικία νεότερη των 40 τουλάχιστον, έχουν την ευκαιρία επιτέλους να ακούσουν αυτή την οπτική γωνία, μιας και τόσα χρόνια δεν ακούν τους παλιούς να μιλούν για τον Τζόρνταν, ενώ εκείνοι ως νεότεροι θέλουν να προβάλουν τα είδωλα της δικής τους εποχής, έχοντας δει μόλις μερικά σπουδαία στιγμιότυπα του «MJ».
Ο Στιβ Κερ το είχε παρατηρήσει πολύ καλά σε συνέντευξή του, προτού αρχίσει η πρώτη προβολή. «Μπορούν να δουν τα highlights, αλλά όχι το πόσο κυρίαρχος ήταν», είχε εξηγήσει. Και αυτό αποτυπώνει πολύ καλά και αυτά που βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ, δηλαδή το πόσο ανταγωνιστικός ήταν… μέχρι αηδίας, το πόσο «σκύλιαζε» στο παρκέ, το πόσο προσβλητικός μπορούσε να γίνει σε συμπαίκτες και αντιπάλους, το πόσο σπουδαίος ήταν στις κρίσιμες στιγμές, το πόσο μεγάλος ηγέτης έγινε.
Και αυτή η σειρά ήρθε ίσως στο καλύτερο σημείο, καθώς λόγω της καραντίνας μπορεί να υπολογιστεί και σαν… το καλύτερο δώρο. Μάλλον το χρονικό σημείο ήταν αρκετά σωστό, ώστε να την παρακολουθήσουμε, ανακαλύπτοντας διαρκώς πράγματα για το πώς έφτασε σε εκείνο το σημείο.
Από το Λύκειο στη Βόρεια Καρολάινα, όπου… δεν τον παρακολουθούσε κανείς, τα τρία χρόνια δίπλα στον Ντιν Σμιθ στο κολλέγιο και όλη την πορεία στους Μπουλς με τον… γάτο, αλλά εγωιστή Τζέρι Κράουζ, τον Φιλ Τζάκσον που επιθυμούσε αποκλειστικά και τα… άλλα παιδιά, που τον βοήθησαν, δεχόμενοι την πίεσή του, να φτάσει μέχρι τον ουρανό, όλα είναι ιστορίες που μέσες-άκρες μαθαίναμε, αλλά ποτέ δε γνωρίζαμε την πραγματική άποψη του Τζόρνταν.
Αυτός είναι, μάλλον, και ο λόγος που το «The Last Dance» πραγματοποεί αυτή την επιτυχία. Βλέπουμε την αθέατη πλευρά του Μάικλ Τζόρνταν και, παραδόξως, στα μάτια μας γίνεται μεγαλύτερο είδωλο από ποτέ…