10.7 C
Athens
Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου, 2024

Τα (όχι πια) δάκρυα και η έμπνευση που (ακόμη) ψάχνουμε

Ο Ραφαήλ Αλαγάς γράφει για τον αποκλεισμό της Εθνικής από το Παγκόσμιο Κύπελλο, που από τη μία πλευρά δεν πρέπει να προκαλεί απογοήτευση, αν πατάμε στην πραγματικότητα, από την άλλη όμως ακριβώς αυτό το συναίσθημα είναι, που πρέπει στο μέλλον να αποβάλουμε για να μπορέσει αυτή η ομάδα να γίνει ξανά εκείνη, που όλοι θυμούνται και ονειρεύονται.

Τα είχαμε πει από το ξεκίνημα με αρκετή σαφήνεια. Η Εθνική αυτή είχε συγκεκριμένο ταβάνι και αυτό αποδείχθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2023. Το αποτέλεσμα, φυσικά, ήταν ακόμη μια χρονιά χωρίς να έρθει η μεγάλη διάκριση, από αυτές που λείπουν εδώ και 14 χρόνια για τη «γαλανόλευκη». Και θα ήταν τόσο σημαντικό, για πολλούς λόγους, να έρθει μία τέτοια.

Η έκδοση αυτή της αγαπημένης ομάδας όλων των Ελλήνων δε μας αφήνει, βέβαια, παραπονεμένους για όποιον είναι προσγειωμένος στην πραγματικότητα. Υστερούσε σημαντικά σε σύγκριση με τους μεγάλους αντιπάλους της σε αυτό το Μουντομπάσκετ, άρα και οι απαιτήσεις ήταν συγκεκριμένες. Η Εθνική, λοιπόν, πάλεψε, το έφτασε μέχρι εκεί που μπορούσε και, εν τέλει, αποκλείστηκε από έναν ποιοτικότερο και ανώτερο σε κάθε επίπεδο αντίπαλο, που συνέχισε την αήττητη πορεία του και θα βρεθεί στην οκτάδα του κόσμου. Στο κάτω κάτω, εκείνοι είχαν δύο πολύ ποιοτικούς σέντερ, χωρίς να φαίνεται διαφορά στην αλλαγή του Βαλαντσιούνας, κι εμείς ως δεύτερο τον ηρωικό, ειδικά για αυτή τη θέση, Θανάση Αντετοκούνμπο.

Θα αναρωτηθεί κανείς, αν το -25 με τους Λιθουανούς εμπεριέχει κάπου λόγους να μην προβληματιζόμαστε και να μη στενοχωριόμαστε. Σε ένα βαθμό όχι, καθώς με βάση την εικόνα του αγώνα, η τελική (πλασματική) διαφορά μάλλον διαμορφώθηκε περισσότερο, επειδή η Εθνική ξέμεινε από δυνάμεις και, επακόλουθα, αποδέχθηκε τη μοίρα της στο τέλος. Στα προηγούμενα 30 λεπτά είχε δώσει αφορμή να πιστεύουμε και, για αυτό το λόγο, δεν χρειάζεται για το συγκεκριμένο σύνολο, που παρουσίασαν ο Δημήτρης Ιτούδης και οι συνεργάτες του, να δακρύζουμε.

Στην τελευταία αυτή πρόταση, όμως, εμπεριέχεται ένα πρόβλημα, που ταλανίζει αυτή την Εθνική από τότε, που στο Ευρωμπάσκετ του 2009 στο Κατοβίτσε κατακτήσαμε το χάλκινο μετάλλιο με έναν ηρωικό τρόπο. Από εκείνη τη μέρα, αγνοείται η οποιαδήποτε υπέρβαση, η οποιαδήποτε μεγάλη εμφάνιση, ένα μικρό «θαύμα» που θα μας οδηγούσε σε μια επιτυχία, η οποία θα διαμόρφωνε τη μοίρα του ελληνικού μπάσκετ και θα... ανάγκαζε περισσότερο κόσμο να προσέλθει ως νέος, ή ως ήδη υπάρχων πιστός με περισσότερη θέρμη.

Μην παίρνετε αυτή τη διατύπωση, ως μια κατηγορία εναντίον της Εθνικής. Αλλά ας τα πάρουμε ένα προς ένα, πριν φτάσουμε στο φετινό πρόωρο φινάλε. Το 2010 αποκλειστήκαμε στην οκτάδα από τους Ισπανούς, μετά από ένα «φλεγόμενο» για πολλούς λόγους Παγκόσμιο Κύπελλο για τους διεθνείς μας. Το 2011 πήραμε την 6η θέση με ένα ελλιπές ρόστερ στο Ευρωμπάσκετ και, έτσι, τη θέση μας στο προολυμπιακό τουρνουά. Μετά τις παταγώδεις αποτυχίες του 2012 και του 2013 σε προολυμπιακό τουρνουά και Ευρωμπάσκετ αντίστοιχα, το 2014 αποκλειστήκαμε από τους μετέπειτα δευτεραθλητές Σέρβους στο Μουντομπάσκετ της Ισπανίας, το 2015 βρεθήκαμε εκτός νυμφώνος από τους μετέπειτα πρωταθλητές Ευρώπης Ισπανούς, ενώ το 2016 μας άφησαν μακριά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες οι μετέπειτα νικητές έναντι των οικοδεσποτών Ιταλών, Κροάτες. Στα πιο πρόσφατα χρόνια, το 2017 ίσως χάσαμε μια «χρυσή» ευκαιρία τετράδας στο Ευρωμπάσκετ απέναντι στους Ρώσους, παρά τις δυσκολίες εκείνης της ομάδας, αλλά τα... αγωνιστικά κουκιά ήταν μετρημένα. Το 2019 η ήττα από τη Βραζιλία μας κόστισε ακριβά για μια Εθνική, που ξεκινούσε με επιδιώξεις, ενώ πέρυσι οι Γερμανοί κυριάρχησαν.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σε αυτά τα 14 χρόνια, στις περισσότερες περιπτώσεις οι αποκλεισμοί ήταν λογικοί και δεν μπορούμε να ψέξουμε κάποιον. Είναι, όμως, και ενδεικτικό, ότι κατά κάποιο τρόπο... συμβιβαστήκαμε με αυτό το γεγονός. Πότε, άλλωστε, πραγματοποιήθηκαν οι μεγάλες επιτυχίες της Εθνικής και προκάλεσαν «κύμα» ενθουσιασμού, φέρνοντας επομένως κόσμο να συρρεύσει προς το μπάσκετ; Το 1987, όταν κανείς δεν περίμενε ότι θα τα βάζαμε με Γιουγκοσλάβους και Σοβιετικούς, το 2005 όταν όλοι είχαν για χαμένο το ματς με τους Γάλλους. Δύο περιπτώσεις, δηλαδή, όπου πραγματοποιήθηκε μια υπέρβαση.

Και οι υπερβάσεις αυτές ενέπνευσαν τους Έλληνες, ώστε να λατρέψουν αυτό το άθλημα. Δε λέμε, ότι και τώρα δεν αγαπούν παθιασμένα την Εθνική. Το δείχνει, άλλωστε, η εικόνα τους σε κάθε εντός έδρας αγώνα σε οποιοδήποτε γήπεδο, είτε για τα προκριματικά μιας διοργάνωσης είτε για τα φιλικά προετοιμασίας. Όσο δεν έρχεται, όμως, κάτι σπουδαίο ως επίτευγμα, τότε δε θα έρχεται και η έμπνευση, για την «κοσμογονία» που έχει ανάγκη το ελληνικό μπάσκετ, αλλάζοντας οριστικά πορεία και ακολουθώντας το σχετικό σύνθημα των τελευταίων ετών.

Φανταστείτε, δηλαδή, η Εθνική να μπορούσε να φτάσει με την φετινή της σύνθεση στην οκτάδα, ή και πιο ψηλά, κάτι που σίγουρα ήθελαν οι αθλητές και οι προπονητές της, για να αποδείξουν πράγματα. Δεν είναι, φυσικά, κάτι που απαιτούμε, και δη κατόπιν εορτής, ούτε αποτελεί από εμάς πεδίο κριτικής. Το θέτουμε ως ένα υποθετικό σενάριο, για να τονίσουμε τον ισχυρισμό μας περί έμπνευσης.

Για να φτάσουμε ξανά σε τέτοιες υπερβάσεις, βέβαια, πρέπει και να τις «χτίσουμε» σε ένα βαθμό και δε γίνεται να ζητάμε μόνο από την Εθνική Ανδρών το καλοκαίρι να καλύπτει με μια ενδεχόμενη επιτυχία της, όσα οφείλουν να διορθωθούν, ώστε να πρωταγωνιστήσουμε ξανά στα υψηλά πατώματα. Εκείνη είναι, όμως, η βιτρίνα και από εκείνη θα λάβουμε το «ερέθισμα» για κάτι σπουδαιότερο στο μέλλον.

Δεν πρέπει, λοιπόν, να δακρύζουμε για αυτή την Εθνική και την προσπάθεια, που έκανε, φτάνοντας μέχρι εκεί που έφταναν οι δυνάμεις της. Οφείλουμε, όμως, να κοιτάζουμε πάντα προς την κατεύθυνση ενός στόχου, που μπορεί αυτή τη στιγμή να μη μοιάζει τόσο εφικτός, καθώς έτσι θα έρθει και η έμπνευση, που αναζητούμε...



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ