Η Εθνική θα αγωνιστεί με χιλιάδες Έλληνες στο πλευρό της στο Βερολίνο και... μια χώρα μαζί της απέναντι στη Γερμανία (13/9, 21:30), θέλοντας επιτέλους να πάρει αυτό, που της αξίζει, και να περάσει στη ζώνη των μεταλλίων.
Η ώρα της αλήθειας για την ελληνική ομάδα έχει φτάσει. Είναι η τέταρτη φορά τα τελευταία 13 χρόνια, που βρισκόμαστε σε έναν προημιτελικό, ωστόσο από το 2009 και το χάλκινο μετάλλιο του Κατοβίτσε παλεύουμε… με τα φαντάσματα που μας κυνηγούν. Μια στη Σλοβενία, μια στη Γαλλία, μια στην Πόλη, αν βάλουμε και τις υπόλοιπες διοργανώσεις όλα αυτά τα χρόνια, μπορεί να ξεπεράσαμε ένα «δαίμονα» στον αγώνα με την Τσεχία, αλλά έχουμε μερικούς ακόμη να «ξορκίσουμε».
Κι αυτό, κόντρα σε έναν αντίπαλο, που τουλάχιστον εδώ και 21 χρόνια έχουμε εξελιχθεί σε ένα δικό τους «κακό δαίμονα», αφού αγνοούν την χαρά της νίκης εναντίον μας. Είτε σε επίσημα είτε σε φιλικά παιχνίδια, μετράμε κόντρα στους Γερμανούς 13 σερί νίκες, αλλά αυτή η δοκιμασία είναι ίσως και η πιο κρίσιμη, καθώς έχουμε να βρούμε μια ομάδα ισχυρή, ανανεωμένη μετά την απόσυρση του Νοβίτσκι, σύγχρονη και εξίσου ορμητική, παίζοντας μπροστά στο κοινό της στην επιβλητική «Mercedes-Benz Arena», αν και βέβαια εκεί θα βρίσκονται και τουλάχιστον 5.000 Έλληνες.
Τα «Πάντσερ» ακολούθησαν το δικό τους δρόμο και η απόσυρση του ίσως κορυφαίου Ευρωπαίου παίκτη όλων των εποχών, διόλου τους επηρέασε, έχοντας το δικό τους, ίδιον της ιδιοσυγκρασίας τους, πλάνο, με το οποίο συνεχίζουν να αναπτύσσονται με όνειρο την καταξίωση και την κατοίκηση της ευρωπαϊκής κορυφής μια μέρα.
Ομάδα με την ιστορία που θέλει να ζήσει ένα… νέο 1993
Οι Γερμανοί μπορεί εδώ και αρκετά χρόνια να μην έχουν μετρήσει κάποια μεγάλη επιτυχία, ωστόσο αυτό δε σημαίνει πως δεν έχουν τη δική τους ιστορία. Ίσα ίσα, μάλιστα, είναι μια ομάδα που διαχρονικά κάνει τις δικές της πορείες, κατά καιρούς υποχωρεί και μετά… ξανά προς τη δόξα τραβά, έχοντας στο σύνολο τρία μετάλλια και σε όλες τις αποχρώσεις.
Η πρώτη τους παρουσία σε μεγάλη διοργάνωση ήταν το 1936 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Χίτλερ, όπου η ομάδα μπάσκετ δεν τα κατάφερε και πήρε τη 15η θέση. Από τη δεκαετία του 1950 κι έπειτα, όμως, άρχισαν να έχουν περισσότερες συμμετοχές, ξεκινώντας από το 1951, ως Δυτική Γερμανία φυσικά, στη Γαλλία και τη 12η θέση. Από τότε, άρχισε να παίρνει πιο «ζεστά» την εγχώρια ενασχόληση με το μπάσκετ, κάτι που φάνηκε ήδη στις διοργανώσεις του 1971 και του 1985, λαμβάνοντας στη δεύτερη διοργάνωση την 5η θέση, ως την κορυφαία της επίδοση έως τότε.
Οκτώ χρόνια αργότερα, ως ενωμένη Γερμανία πια, αποφάσισε να πάρει ξανά επ’ ώμου τη διοργάνωση ενός Ευρωμπάσκετ. Και θα ήταν η πιο «χρυσή» σελίδα στην ιστορία της, με την «υπογραφή» του Σβέτισλαβ Πέσιτς, ενός Σέρβου που αγαπήθηκε… σαν κανονικός Γερμανός σε αυτή την χώρα, αφού την επισκέφθηκε ξανά και ξανά στη ζωή του, είτε σε σύλλογο είτε για την Εθνική. Εκείνη την χρονιά, η «Νασιοναλμαντσάφτ» πέτυχε την απόλυτη υπέρβαση, ξεπερνώντας το «εμπόδιο» των Ισπανών στην παράταση στα προημιτελικά, για να ακολουθήσει η δική μας Εθνική, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά από χρόνια χωρίς τον Νίκο Γκάλη και είδε τον αργότερα MVP Κρίστιαν Βελπ να την «πληγώνει», παρά τους 23 πόντους του Φάνη Χριστοδούλου.
Η επόμενη δεκαετία θα ήταν εξίσου σπουδαία, ως η εποχή των καλύτερων χρόνων του Ντιρκ Νοβίτσκι με την φανέλα της. Το 2002 πανηγύρισε την κατάκτηση του χάλκινου μεταλλίου στην Ινδιανάπολη και τρία αργότερα, η Εθνική του Παναγιώτη Γιαννάκη θα σήκωνε μπροστά της το βαρύτιμο τρόπαιο, έχοντας στερηθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα στην Αττάλεια τη δυνατότητα να περάσει στα προημιτελικά του Ευρωμπάσκετ εξαιτίας του «κρεσέντο» του μεγάλου Ντιρκ, με τη Γερμανία μάλιστα να καταλήγει 4η τότε.
Από το 2005 και ύστερα μπορεί να συμμετείχε σε σχεδόν όλες τις μεγάλες διοργανώσεις, ωστόσο τα τελευταία χρόνια του Νοβίτσκι έδειχναν, ότι χρειάζεται μια αλλαγή φρουράς. Χρειάστηκαν 12 χρόνια από εκείνη την επιτυχία, μάλιστα, ώστε να καταφέρουν κάτι αξιοσημείωτο, με τη γενιά του Ντένις Σρέντερ και του Ντάνιελ Τάις να δημιουργούν μια ομάδα, που κυρίως εκφράζεται ως σύνολο, φτάνοντας στην 6η θέση του Ευρωμπάσκετ του 2017, αφού κόντρα στην Ισπανία δεν μπορούσαν να πετύχουν την υπέρβαση στα προημιτελικά. Μια υπέρβαση, που ελπίζουν να πετύχουν τώρα.
Το άρωμα ΝΒΑ στο σπίτι που… μπορεί να τους πνίξει
Οι Γερμανοί, όπως αναφέραμε, είναι μια ομάδα σύγχρονη στον τρόπο παιχνιδιού της και αυτό επιδιώκει τα τελευταία χρόνια, βάζοντας στοιχεία, που ταιριάζουν στους ουκ ολίγους παίκτες, που παίζουν στο ΝΒΑ, με πιο χαρακτηριστικούς τον Ντένις Σρέντερ, τον Ντάνιελ Τάις και τον Φραντς Βάγκνερ, οι οποίοι έχουν αφήσει και το στίγμα τους για την χώρα σε αυτή τη διοργάνωση, έστω κι αν ο δεύτερος αντιμετώπιζε πρόβλημα τραυματισμού και χρειάστηκε να βρει τα «πατήματά» του, ενώ δεν είναι σίγουρο αν θα αγωνιστεί ο τρίτος απέναντί μας.
Ο άλλοτε γνωστός μας από τη θητεία του στον Άρη, Γκόρντον Χέρμπερτ, αφήνει αρκετά να περνούν από τα χέρια του Σρέντερ, κάτι που εξηγεί τους 19 πόντους του ανά αγώνα, μαζί με 2.6 ριμπάουντ και επτά ασίστ, βάζοντας σε σημαντικό βαθμό το στοιχείο… του απρόβλεπτου, που προσφέρει, μαζί με την ικανότητα στο σκορ. Αυτήν έχουν, πέραν του Βάγκνερ των 15.8 πόντων με 46.2% στα τρίποντα, καθώς και 4.2 ριμπάουντ ανά παιχνίδι, κι αρκετοί παίκτες που, σε εξαιρετική ομοιότητα της ομάδας αυτής με την Τσεχία, γνωρίζονται πολύ καλά από το εγχώριο πρωτάθλημα.
Παίκτες σαν τον Μαόντο Λο των 14.3 πόντων ανά αγώνα με 51.4% στα τρίποντα, τον Αντρέας Ομπστ των 10.2 πόντων με 42.2% στα τρίποντα, τον Νικ Βάιλερ-Μπαμπ που θα μπορούσε να είχε προσφέρει και περισσότερα, χωρίς να είναι και σίγουρος για το αποψινό παιχνίδι, ακόμη και τον Νιλς Γκιφάι των 8 πόντων με 43.8% στα τρίποντα. Στο σύνολο, μιλάμε για μια περιφέρεια που σουτάρει με 38% στα τρίποντα και πολλούς εκτελεστές, δημιουργώντας και αρκετά καλά για τα δεδομένα των πρωτοκλασάτων παικτών της με 18.5 ασίστ για 10.7 λάθη έναντι 19.7 δικών μας ασίστ αντί 10.3 λαθών, που όμως σε αντίθεση με τους Τσέχους, δε θα έλεγε κανείς πως έχουν μια… γερμανική πειθαρχία στην άμυνα, κάτι που ανέδειξε ειδικά ο Κέντρικ Πέρι στο παιχνίδι για τους «16» με το Μαυροβούνιο, με τη διαφορά στα κλεψίματα με 9.7 δικά μας έναντι μόλις 4.8 δικών τους να είναι αξιοσημείωτη.
Στην φροντ λάιν επίσης δε λείπουν οι λύσεις, με τον Τάις να πλαισιώνεται από τον, επίσης αμφίβολο για τον αγώνα λόγω κρυολογήματος, Γιοχάνες Βόιτμαν με τη σπουδαία εμπειρία στο κορυφαίο επίπεδο με ΤΣΣΚΑ Μόσχας και Μπασκόνια, που έχει 4.7 πόντους με 7.3 ριμπάουντ και, αναμφίβολα, οι «μάχες» των δύο με τον Παπαγιάννη θα έχουν ενδιαφέρον, όπως και το πώς θα αγωνιστεί ο πρώτος, αφού την τελευταία χρονιά στους Σέλτικς η αμυντική του προσήλωση δεν ήταν ίδια με τα προηγούμενα χρόνια για αυτά, που ζητά το ΝΒΑ, και ίσως αυτό έρθει προς όφελός μας.
Τα στοιχεία που έχει αυτή η Γερμανία, φυσικά, θα προσπαθήσει να τα ενισχύσει με τον ενθουσιασμό της στήριξης του κοινού τους. Αν, όμως, αναδειχθούν πρωτίστως οι «χτυπητές» αδυναμίες τους και το ματς τους «στραβώσει» από νωρίς, ίσως το στυλ τους το ίδιο τους φανεί «αποπνικτικό».
Τραβάμε… 13+1 και συνεχίζουμε
Η Εθνική μας μπορεί να μη βρίσκει έναν «κακό δαίμονα» σαν τους Τσέχους, αλλά σίγουρα η Γερμανία στο παρελθόν μας έχει «πληγώσει». Για τους δύο αποκλεισμούς του 1993 και του 2001, απαντήσαμε ήδη μια φορά κατακτώντας το τρόπαιο στον τελικό του Βελιγραδίου, οπότε χρειαζόμαστε… άλλη μια επιτυχία για να «πατσίσουμε», μπαίνοντας στη ζώνη των μεταλλίων.
Η «γαλανόλευκη», βέβαια, δεν πρέπει να έχει παράπονο για την παράδοσή της έναντι των Γερμανών, αφού σε 52 παιχνίδια ανάμεσά τους έχει πανηγυρίσει 36 φορές έναντι 16 ηττών της, σε μια σαφή υπεροχή. Τελευταίο μας συναπάντημα, μάλιστα, ήταν εκείνο στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2019, όταν πήραμε δύο νίκες με… τα κομάντο του Σκουρτόπουλου τότε σε Πάτρα και Βαμβέργη, στο δρόμο για την Κίνα, συνεχίζοντας μια παράδοση 13 σερί νικηφόρων αγώνων.
Το «13άρι», λοιπόν, έχει ήδη πιαστεί και είναι μια καλή, ιστορική ευκαιρία πέραν της ίδιας της νίκης, να περάσουμε… στο 14άρι. Και, κάπως έτσι, να συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε…