Ο σπουδαίος Αΐτο Ρενέσες ξεκινά άλλη μια περιπέτεια στην Χιρόνα του Μαρκ Γκασόλ στα 75 του και το Basketa.gr θυμάται την πορεία ενός «μύθου» του ευρωπαϊκού μπάσκετ, που συνεχίζει... ακάματος προς τη δική του αθανασία, προσφέροντας αδιάκοπα, εξηγώντας επίσης το συμβολισμό της επιλογής του μεγάλου Ισπανού σέντερ, σαν μια αναγνώριση του αθλήματος στο πρόσωπό του.
Το σπουδαιότερο, όταν ασχολείσαι με ένα άθλημα, δεν είναι άλλο από το να ζεις για αυτό. Να αναπνέεις και σε κάθε ανάσα, κάθε σκέψη να το βλέπεις μπροστά σου, να μη θέλεις ποτέ να σταματήσεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ακόμη κι αν γνωρίζεις, ότι ο πανδαμάτωρ χρόνος κάποια στιγμή θα σε αναγκάσει.
Ο Αΐτο Ρενέσες θα είναι προπονητής μέχρι εκείνη τη στιγμή. Για την ακρίβεια, θα είναι δάσκαλος και θα αποτελεί έναν ιδιαίτερο εργάτη του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Έφτιαξε, άλλωστε, μια δική του σχολή, η οποία μετά από ορισμένα χρόνια έκανε τους Ισπανούς παγκόσμιους πρωταθλητές, κυρίαρχους της Γηραιάς Ηπείρου και την χώρα, που μέχρι σήμερα εδώ και ορισμένες δεκαετίες προσφέρει… καραβιές από κορυφαίους παίκτες, που γράφουν μοναδική ιστορία.
Αυτή τη δουλειά κάνει από το 1973, όταν και ξεκίνησε από τη Θίρκουλο Κατόλικο, ομάδα της Μπανταλόνα στην Καταλονία, προσφέροντας αδιάκοπα, εδώ και 50 ολόκληρα χρόνια, τις υπηρεσίες του. Μετά την Άλμπα Βερολίνου, θα μπορούσε να απορεί κανείς, αν θα υπάρξει επόμενος σταθμός. Για τον Αΐτο, η σωστή ερώτηση θα ήταν το «ποιος» και όχι το «αν». Και σε μια αναγνώριση του ισπανικού μπάσκετ προς το πρόσωπό του, ο Μαρκ Γκασόλ τον διάλεξε ως τεχνικό της Χιρόνα, στην επιστροφή της στα σαλόνια. Το Basketa.gr θυμάται, με αφορμή αυτή την νέα περιπέτεια, την πορεία του Αΐτο Ρενέσες στο να μετατραπεί σε ένα «μύθο» του ευρωπαϊκού μπάσκετ και την απόλυτη φιγούρα μιας χώρας, που στο πέρασμα του χρόνου χάρη στη δική του ευεργεσία, κατέκτησε τα πάντα.
Το μονοπάτι ενός ευεργέτη
Έναν προπονητή δεν τον κάνουν μονάχα οι τίτλοι. Με αυτή τη λογική, ο Ρενέσες την τελευταία 20ετία θα ήταν ένας αποτυχημένος προπονητής. Και μιλάμε για την 20ετία, καθώς έχει ήδη στην κατοχή του εννέα πρωταθλήματα και πέντε Κύπελλα Ισπανίας, δύο πρωταθλήματα κι ένα Κύπελλο Γερμανίας, ένα Eurocup, ένα Σαπόρτα, δύο Κόρατς και ένα EuroChallenge, σε μια γεμάτη τροπαιοθήκη. Ο προπονητής φαίνεται και από τη γενική του προσφορά στο άθλημα, κάτι για το οποίο έχει να υπηρηφανεύεται.
Η πορεία του Αΐτο άρχισε να εκτιμάται, μετά την πρώτη δεκαετία στη Θίρκουλο Κατόλικο, όταν και η φιλόδοξη Μπανταλόνα τον έφερε στον πάγκο της, με αποτέλεσμα το 1985 να την φέρει στη δεύτερη θέση του ισπανικού πρωταθλήματος, όπως και στο Copa Del Rey. Κάπως έτσι, η μεγάλη ομάδα της Καταλονίας, που έψαχνε τρόπο να δημιουργήσει την ιστορία της και στο μπάσκετ, τον έφερε στις τάξεις της, για να συνεχίσει να διδάσκει.
Στην Μπαρτσελόνα, όπου είχε αγωνιστεί την πενταετία μεταξύ 1968 και 1973 ως παίκτης, έκανε αυτό, που μετά από χρόνια θα αποτελούσε την απόλυτη αποθέωσή του. Δεν είναι μόνο, ότι πήρε μια ομάδα με μονάχα τρία πρωταθλήματα Ισπανίας και στα επόμενα χρόνια των συνολικά τριών θητειών του, μέχρι το 2001, θα τα είχε κάνει 11, κατακτώντας δεκάδες τίτλους εντός κι εκτός συνόρων, με την Ευρωλίγκα μονάχα να του λείπει, αλλά ότι εκεί έθεσε τις βάσεις για αυτό, που θα βλέπαμε αργότερα στην απόλυτη έκφρασή του ως ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Αυτό το μπάσκετ με την ταχύτητα σκέψης και εκτέλεσης, τον αυτοσχεδιασμό και την ελεύθερη βούληση των παικτών να εκφράσουν το ταλέντο τους σε έναν αρκετά σημαντικό μεν, επιτρεπτό όσο χρειάζεται δε για να μην χαλούν οι ισορροπίες της ομάδας, βαθμό, όσο κι αν εμείς αποτελέσαμε τους «πολέμιούς» του με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο προσέγγισης του παιχνιδιού, ήταν εκείνο που κυριάρχησε στα επόμενα χρόνια, πλησιάζοντας τα πρότυπα του ΝΒΑ, αλλά με τέλεια εφαρμογή στην Ευρώπη. Άπαντες, άλλωστε, στην Ευρώπη και όχι μόνο μπήκαν στη διαδικασία να αναπτυχθούν προς αυτά τα κομμάτια του παιχνιδιού, προσθέτοντας τη δύναμη και την αλτικότητα, κάτι που επίσης δικαίωσε το παιχνίδι, που εισήγαγε στους «Μπλαουγκράνα» ο Αΐτο.
Στα επόμενα χρόνια, πέρασε από ορισμένους σταθμούς, όπου το έργο του δε σταμάτησε. Πρώτα στην Μπανταλόνα την πενταετία 2003-2008, ύστερα στη Μάλαγα την τριετία 2008-2011, για να ακολουθήσουν η σημερινή Ρεάλ Μπέτις και άλλοτε Σεβίλλη τη διετία 2012-2014, η Γκραν Κανάρια την αμέσως επόμενη διετία και, τέλος, η Άλμπα Βερολίνου την τετραετία 2017-2021. Όπου κι αν γυρίσει κανείς, δε δει το έργο του να απλώνεται σε όλο του το μεγαλείο, καθιστώντας όλες τις ομάδες ανταγωνιστικές εντός κι εκτός συνόρων, αναδεικνύοντας ή επαναφέροντας… στη ζωή παίκτες, δημιουργώντας ακόμη και νέους προπονητές, με νεότερο τον φερέλπιδα Ισραέλ Γκονζάλες στην Άλμπα, όπου εκτός των τελευταίων έως σήμερα τίτλων, παρέδωσε μαθήματα… για πρώτη φορά στο εξωτερικό.
Όλα αυτά, με έναν ενδιάμεσο σταθμό το 2008 στην Εθνική Ισπανίας, όπου παραλίγο η «Φούρια Ρόχα» να πετύχει το θαύμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, χάνοντας από μια απίθανη Team USA στον τελικό με αντιπάλους σαν τον ΛεΜπρόν Τζέιμς, τον Κόμπι Μπράιαντ και πολλούς ακόμη. Εκεί, όμως, φανερώθηκε περισσότερο από ποτέ ο τρόπος παιχνιδιού, που εκείνος ξεκινούσε να διδάσκει πολλά χρόνια νωρίτερα. Εκείνος, που ήταν τόσο κοντά στο να νικήσει τους Αμερικανούς, τους πρωτοπόρους στο άθλημα, ίσως πιο κοντά από κάθε άλλο προπονητή.
Στα 75 του και βαδίζοντας προς τα 76 τον προσεχή Δεκέμβριο, ο Ρενέσες συνεχίζει ακάθεκτος, ακούραστος, για να συνεχίσει σε κάθε γωνιά να διδάσκει και να αναδεικνύει. Άδολα και ανιδιοτελώς, ως ένας υπηρέτης του αθλήματος. Ως ο άνθρωπος, που θα μπορούσε, με το δικό του τρόπο, να αποτελεί την προσωποποίησή του, κάτι στο οποίο ένα δημιούργημα του παιχνιδιού του, ο Μαρκ Γκασόλ, έδωσε την πιο σπουδαία αναγνώριση…