18.3 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Σικάγο Μπουλς: Η «διπλή» αλήθεια για τον Κράουζε και το δίκαιο παράπονο του Τζόρνταν (vids)

Η βράβευση-φιάσκο της ομάδας των Σικάγο Μπουλς την τριετία 1996-1998, με στιγμές ντροπής ειδικά στην αναφορά του ιστορικού GM τους, Τζέρι Κράουζε, έφερε ξανά στην επιφάνεια τα απόνερα του «The Last Dance» και το Basketa.gr επιχειρεί να... αποκαταστήσει την ιστορική πραγματικότητα, που αναδεικνύει δύο διαφορετικές αλήθειες για το σπουδαίο παράγοντα κι ένα παράπονο του Μάικλ Τζόρνταν, που μπορεί να είχε ως συνέπεια όσα άσχημα έγιναν στην τελετή, αλλά κανείς δεν μπορεί να του ζητήσει το λόγο.

Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Κάθε πλευρά έχει τα δίκια και τα άδικά της. Βασικός κανόνας της ζωής σε πολλές περιπτώσεις από τη μία πλευρά, βολική δικαιολογία από την άλλη για αυτόν, που έχει στην πραγματικότητα πολύ περισσότερες ευθύνες να του αναλογούν και αναζητά κάποιο ένα δικό του καταφύγιο.

Όχι, δεν φταίνε όλοι το ίδιο, όταν έρχεται το κακό, όταν εν τέλει έρχεται το φινάλε μιας ανθρώπινης σχέσης. Ποιος θα κρίνει, όμως, ποιος ευθύνεται περισσότερο; Σίγουρα όχι οι οπαδοί των Μπουλς, που δε σεβάστηκαν τη στιγμή της αναφοράς στον ιστορικό τους παράγοντα, Τζέρι Κράουζε, αποδοκιμάζοντάς τον, μπροστά στην ίδια την χήρα του, και φέρνοντας άπαντες σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Για πολλούς, το «The Last Dance» και οι αναφορές στο ντοκιμαντέρ, που αποθέωσε κατά κύριο λόγο τον Μάικλ Τζόρνταν, υπενθύμισε το... μίσος προς τον παράγοντα, που «διέλυσε» την ομάδα των τριών σερί πρωταθλημάτων στο ΝΒΑ, ανάμεσα στο 1996 και το 1998, για να ικανοποιήσει το «εγώ» του. Δεν είναι, όμως, κάτι τόσο απλό και άπαντες θα έπρεπε να θυμούνται, ότι εκείνη η ομάδα ήταν (και) δικό του δημιούργημα, ευεργετώντας ένα σωρό ανθρώπους, που θεοποιήθηκαν στο μπασκετικό γίγνεσθαι.

Κανείς, όμως, δεν μπορεί επίσης να αδικεί τα παράπονα του Μάικλ Τζόρνταν, που διαρκούν μέχρι και σήμερα. Τελικά, ποια είναι η πραγματικότητα; Το Basketa.gr θυμίζει τις αλήθειες για την περίπτωση του ιδιαίτερου Τζέρι Κράουζε, που δε βρίσκεται πλέον εν ζωή και μάλλον αυτός είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για όσα βλέπουμε σήμερα.

Ο άνθρωπος που πίστεψε στην «αυτοκρατορία» κι έγινε... Νέρωνας

Οι περισσότερες αναφορές στον Κράουζε, όπως αναφέραμε, μόνο θετικές δεν είναι. Πολλές φορές βλέπουμε τον Τζόρνταν και τους υπόλοιπους παίκτες να τον ειρωνεύονται για το ανάστημα και τα παραπανίσια κιλά του. Ο Κράουζε είχε μεγαλώσει κάπως έτσι εμφανισιακά και, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι επιπτώσεις από τις αντίστοιχες ανασφάλειες, που προκύπτουν, φέρνουν και συμπεριφορές, που οι περισσότεροι, δικαίως σε ένα βαθμό, κρίνουν αρνητικά.

Ο Κράουζε, λοιπόν, αποφάσισε το 1998 να κάνει ανανέωση στην ομάδα, λαμβάνοντας και την έγκριση του αφεντικού των Μπουλς, Τζέρι Ράϊνστορφ, με αποτέλεσμα να «διαλυθεί» το σύνολο, που για δεύτερη φορά είχε φέρει τρεις σερί τίτλους. Ως συνέπεια των όχι και τόσο επιτυχημένων επιλογών, αφού κορυφαίες επιλογές του draft, όπως ο Μάρκους Φάιζερ και ο Έντι Κάρι, δεν απέδωσαν σε καμία περίπτωση τα προσδοκώμενα, οι Μπουλς πήραν 66 συνολικά νίκες τις επόμενες τέσσερις σεζόν, μέχρι ο σπουδαίος GM να αποχωρήσει.

Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, η επιλογή υπήρξε λανθασμένη και τα μέλη της σπουδαίας ομάδας των «Ταύρων», που ανέδειξε τον για τους περισσότερους κορυφαίο μπασκετμπολίστα όλων των εποχών, έχουν δικαίως παράπονα. Αυτοί οι άνθρωποι, όμως, δεν ευεργετήθηκαν από κάποιον άνθρωπο περισσότερο, από όσο το έκανε ο Τζέρι Κράουζε.

Ο Κράουζε, για την ακρίβεια, είναι ένας από τους ανθρώπους, στους οποίους πραγματικά χρωστά την κληρονομιά του ο Μάικλ Τζόρνταν. Ήταν ο άνθρωπος, που ανακάλυψε ανάμεσα σε ελάχιστους τον Σκότι Πίπεν, όταν βρισκόταν σε ένα άσημο Πανεπιστήμιο στο Αρκάνσας. Ήταν ο άνθρωπος, που έπεισε τον Φιλ Τζάκσον να τον βοηθήσει στο σκάουτινγκ ορισμένων παικτών και, ύστερα, να πάρει θέση στο τεχνικό επιτελείο των Μπουλς, όταν ως... ψηλός χίπης ήθελε, μετά τα σύντομα προπονητικά του περάσματα από το Πουέρτο Ρίκο, να αφιερωθεί στην νομική σχολή. Ήταν εκείνος, που κάθε φορά ένωνε τα κομμάτια για να έρθουν οι τίτλοι, φέρνοντας αθλητές, όπως ο Χόρας Γκραντ και ο Τζον Πάξον στην πρώτη τριάδα πρωταθλημάτων, ή ο Ντένις Ρόντμαν και ο Στιβ Κερ στη δεύτερη. Αθλητές, που δε θα γίνονταν απόλυτοι πρωταγωνιστές, αλλά ταίριαζαν αγωνιστικά, για να μεγαλουργήσει ο Τζόρνταν.

Ο Κράουζε, λοιπόν, με το έργο που είχε παρουσιάσει νωρίτερα, είχε κερδίσει και το δικαίωμα να γίνει όσο παρεμβατικός επιθυμούσε, με την άδεια της διοικούσας αρχής. Ακόμη κι αν αυτό σήμαινε, ότι μέχρι και ο ίδιος ο Τζόρνταν θα έφευγε από την ομάδα. Πολλοί θα μείνουν στην φράση του, ότι «οι προπονητές και οι παίκτες δεν κερδίζουν πρωταθλήματα, οι οργανισμοί τα κερδίζουν», για να τον κατηγορήσουν.

Πράγματι, από τη μία πλευρά οι ενέργειές του δείχνουν, ότι ήθελε απεγνωσμένα να αναγνωριστεί το τεράστιο έργο του, φτάνοντας σε σημείο, επί της ουσίας, να οδηγήσει ξανά το Σικάγο στην αφάνεια από μόνος του. Από την άλλη, όμως, σε ένα βαθμό άξιζε αυτή την αναγνώριση και δεν μπορεί κάποιος να του ζητήσει το λόγο, επειδή το διεκδίκησε, έστω και με αυτό τον τρόπο.

Σωστά αποθεώθηκε και πολύ καλά κάνει ο MJ που παραπονιέται ακόμη

Μια φοβερή στιγμή του «The Last Dance» αφορά τον ίδιο το μεγάλο πρωταγωνιστή, τον Μάικλ Τζόρνταν. Ο «Air», στην αναφορά του για την αποδόμηση της ομάδας, που πήρε τους τρεις τελευταίους τίτλους των Μπουλς, εν έτει 1998, δείχνει ένα παράπονο, που ακόμη και σήμερα παραμένει πολύ έντονο, από τη διοίκηση των Μπουλς, με 26 χρόνια πια να έχουν περάσει.

Αυτοί είναι, άλλωστε, οι μεγάλοι αθλητές και ο εγωισμός τους φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη. Ο Τζόρνταν, λοιπόν, στο τέλος του ντοκιμαντέρ τονίζει, ότι εκείνο το συγκρότημα είχε κερδίσει το απόλυτο δικαίωμα να διεκδικήσει τη διατήρηση των «σκήπτρων» του την επόμενη σεζόν. Μπορεί, τελικά, να μην τα κατάφερναν, αλλά σύμφωνα με τον MJ έπρεπε να τους δοθεί η ευκαιρία για άλλο ένα πρωτάθλημα. Επί της ουσίας, σχολίασε πως δεν πρέπει να αλλάζεις μια ομάδα, που κερδίζει, μέχρι που χάνει. Πόσο μάλλον, όταν είχε προσωπικότητες σαν τη δική του και του Πίπεν, και ακόμη περισσότερο από τη στιγμή, που άπαντες θα αποδέχονταν την πρόκληση για άλλον έναν χρόνο, αν τους ζητείτο.

Αυτό είναι κάτι, για το οποίο φυσικά και δε θα έπρεπε να απολογείται ο Τζόρνταν. Είναι, ίσα ίσα, αξιοζήλευτο το πώς μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες, η στιγμή εκείνη αποτελεί ακόμη ένα γεγονός, που του «καίει τα στήθια», θεωρώντας πως του στερήθηκε δίχως λόγο η δυνατότητα να «κυνηγήσει» άλλο ένα δαχτυλίδι. Μπορεί αυτό το παράπονο να έγινε η «βενζίνη» για την αποδοκιμασία του Κράουζε στη βράβευση των τότε Μπουλς, ωστόσο είναι άδικο να ζητά κανείς από τον Τζόρνταν, από τη στιγμή που γυρίστηκε αυτό το ντοκιμαντέρ, να μη μιλήσει, να μην πει τη γνώμη του, να μην τονίσει το τι τον ενοχλεί μέχρι και τώρα.

Παράλληλα, δεν είναι καθόλου λανθασμένη η προσέγγιση της ανάδειξής του στην κορυφαία μορφή, με διαφορά, εκείνης της ομάδας. Ο Μάικλ Τζόρνταν, έστω κι αν ευεργετήθηκε από τις επιλογές της διοίκησης και είχε τη στήριξη σπουδαίων συμπαικτών, ήταν και πάλι ο άνθρωπος, χωρίς τον οποίο δε θα γραφόταν όλη αυτή η ιστορία. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς, τόσο στο διάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δυναστείας, όπου έκανε... διάλειμμα για μπέιζμπολ, με τους «Ταύρους» ουσιαστικά να μην πετυχαίνουν ιδιαίτερα με ηγέτη τον Πίπεν, όσο και στο ποια ήταν η πορεία των συμπαικτών του εκτός του περιβάλλοντος, όπου ο ίδιος υπήρχε ως ηγέτης, μην καταφέρνοντας κάτι άλλο αξιοσημείωτο στις καριέρες τους.

Στο κάτω κάτω, είναι ο Μάικλ Τζόρνταν και αυτό δεν αλλάζει. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να παραχθεί αυτό το ντοκιμαντέρ, αν δεν αφορούσε κατά κύριο λόγο τον κορυφαίο όλων των εποχών; Ο ίδιος, λοιπόν, ορθώς έλαβε όλη αυτή την αναγνώριση έναντι όλων των υπολοίπων στο «The Last Dance» και, φυσικά, έπρεπε να γίνει γνωστό το τι σκεφτόταν όλα αυτά τα χρόνια, για όσα συνέβησαν τότε.

Ο Μάικλ Τζόρνταν, λοιπόν, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να αναδείξει την πλευρά της αλήθειας για τον Τζέρι Κράουζε, που ισχύει στο δικό του νου. Το μόνο λάθος, είναι ότι δεν αναδείχθηκε σωστά η πλευρά, σύμφωνα με την οποία του αξίζει η αναγνώριση για όσα έκανε στους Μπουλς, δημιουργώντας ο ίδιος την «αυτοκρατορία», που κανείς δεν έχει ξεπεράσει έως αυτές τις μέρες. Μια «διπλή» αλήθεια κι ένα δίκαιο παράπονο, λοιπόν, που ιστορικά πρέπει να αποκατασταθούν στη σωστή τους διάσταση...



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ