Ο Ραφαήλ Αλαγάς θεωρεί ορθά σε γενικές γραμμές τα νέα περιοριστικά μέτρα, αλλά με βάση προσωπική του εμπειρία μπαίνει και στη θέση του απλού φιλάθλου, ο οποίος βλέπει τον εαυτό του να στερείται τη μεγαλύτερη δευτερεύουσα απόλαυση της ζωής του, επειδή ορισμένοι σκέφτονται μονάχα με γνώμονα τον εγωισμό τους, δημιουργώντας για τα γήπεδα εντυπώσεις, που δεν ανταποκρίνονται με ακρίβεια στην πραγματικότητα.
Προτού αναφέρουμε το οτιδήποτε, το άρθρο αυτό δεν έχει πρόθεση να εναντιωθεί στα νέα περιοριστικά μέτρα, που πήρε η κυβέρνηση, κυρίως ως προς την αναγκαιότητά τους. Από τη στιγμή, που ορισμένοι συμπολίτες μας επιμένουν να παριστάνουν τους επαναστατημένους και να μη βοηθούν την υπόλοιπη κοινωνία να αντιμετωπίσει την πανδημία και να προχωρήσει στην επόμενη μέρα της, αρνούμενοι τον εμβολιασμό, είναι βέβαιο πως κάθε μετάλλαξη, που θα παρουσιάζει έναν παραπάνω κίνδυνο να ξεφύγει η κατάσταση, θα φέρνει και μέτρα.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, καλώς έπραξε που πήρε περιοριστικά μέτρα, μετά την επέλαση της μετάλλαξης Όμικρον. Τα κρούσματα βρίσκονται… παντού γύρω μας και ο κίνδυνος νόσησης φαντάζει μεγαλύτερος από ποτέ, όπως δείχνουν άλλωστε και τα νούμερα, έστω κι αν για τους εμβολιασμένους σε δύο ή τρεις δόσεις η πιθανότητα «βαριάς» νόσησης ή θανάτου είναι αισθητά μειωμένη.
Τα μέτρα αυτά, επομένως, δεν μπορούσαν να μη συμπεριλάβουν και τα γήπεδα. Μόνο που η κυβέρνηση τα συμπεριέλαβε, στέλνοντας ορισμένα λανθασμένα, ή έστω συγχυσμένα μηνύματα ως προς την εφαρμογή τους, με την εξαρχής απόφαση για την πληρότητα στο 10%, που ακολούθησαν τις στοχευμένες δηλώσεις του υπουργού Υγείας, Θάνου Πλεύρη, αναφορικά με τα γεμάτα γήπεδα χωρίς μέτρα, με αφορμή τις εικόνες που προέκυψαν από το ΟΑΚΑ στο ντέρμπι «αιωνίων».
Σχετικά με το τελευταίο θα επανέλθουμε, αλλά πρωτίστως οφείλουμε, χωρίς να πούμε πολλά, να τονίσουμε το γεγονός, ότι η ευθύνη του αθλητισμού στη μετάδοση του ιού υπερτονίζεται σε σχέση με το τι συμβαίνει σε άλλους τομείς. Γνωρίζουμε όλοι για περιπτώσεις ανεμβολίαστων, που μπαίνουν… στη ζούλα ή χρησιμοποιώντας άλλα πιστοποιητικά εμβολιασμού στα μπουζούκια. Γνωρίζουμε όλοι για τη δυσκολία να ελεγχθεί το φαινόμενο του συγχρωτισμού στα ΜΜΜ, παρότι η παρούσα κυβέρνηση πράγματι αύξησε οχήματα και δρομολόγια, χωρίς όμως αυτό να φτάνει προς το παρόν. Γνωρίζουμε όλοι για άλλα μέρη, όπως οι εκκλησίες και όχι μόνο, που κάνουν «τζιζ» και δεν μπλέκεις εύκολα.
Όλα αυτά, συνηγορούν στο να στοχοποιείται πρώτος ο αθλητισμός, που δεν είναι ο πρώτος υπαίτιος για κάθε έξαρση. Η στήριξή του δεν έχει υπάρξει σπουδαία, ειδικά στον ερασιτεχνικό αθλητισμό και τις ακαδημίες, δημιουργώντας άλλου είδους προβλήματα. Αναγνωρίζουμε, ότι ανεπηρέαστος δεν μπορούσε να μείνει, αλλά ο τρόπος που επιβάλλονται σε αυτόν τα μέτρα και οι δηλώσεις γύρω από το πώς υποτίθεται πως ευθύνεται για τη διάδοση του ιού, δημιουργούν μια εσφαλμένη εντύπωση.
Και η εντύπωση, που μένει, είναι πως τα γεμάτα γήπεδα ευθύνονται για την «έκρηξη» των κρουσμάτων. Κάπου εκεί ξαναβάζουμε στην κουβέντα τις δηλώσεις Πλεύρη, πριν από την επιβολή των μέτρων. Ο υπουργός εν μέρει είχε δίκιο, αλλά εδώ παρατηρούμε και το φαινόμενο της… τσουβαλοποίησης, το οποίο και έφερε τα μέτρα περιορισμού στα γήπεδα με την πληρότητα στο 10%.
Τα προβλήματα, που δημιουργεί η συγκεκριμένη πληρότητα, αλλά και η πρόσθεση της άρνησης του πολιτικού κόστους στην «εξίσωση», αν υπήρχε καθολική απαγόρευση εισόδου στα γήπεδα, είναι ευνόητα. Ο αντιπρόεδρος της ΠΑΕ Ολυμπιακός, Κώστας Καραπαπάς, είχε άλλωστε τοποθετηθεί πολύ σωστά στην εκπομπή του Νίκου Ευαγγελάτου, ρωτώντας τον πώς θα γίνει να επιλεγούν 1.000 φίλαθλοι, όταν τα διαρκείας στο γήπεδο μπορεί να είναι 15.000. Στο δε μπάσκετ, το παράδειγμα του Πανερυθραϊκού είναι πολύ πιο ορθολογικό, με την ομάδα των Βορείων προαστίων να δείχνει για ακόμη μια φορά προσωπικότητα και άποψη για όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Θα ήθελα να εστιάσω, όμως, αλλού και, συγκεκριμένα, στην «τσουβαλοποίηση» που ανέφερα, χρησιμοποιώντας προσωπική εμπειρία πριν από μόλις μερικές εβδομάδες, όταν και παρακολούθησα ως φίλαθλος μεγάλη αναμέτρηση της Ευρωλίγκα. Κάθισα σε μια θέση όχι κοντινή στους οργανωμένους οπαδούς, αλλά έχοντας και σαφή οπτική επαφή με το πέταλό τους. Αυτό που είδα, ήταν στις θέσεις όπου καθόμουν, αλλά και στις πιο μακρινές πλην του πετάλου, ανθρώπους που απλά ήθελαν να βιώσουν την ίσως μοναδική διασκέδαση της ζωής τους, έχοντας κατά πάσα πιθανότητα εμβολιαστεί και φορώντας τις μάσκες τους, ακολουθώντας όλα τα μέτρα προστασίας. Και ναι, μπορεί σε καλάθια να πανηγύριζαν, ή σε άλλες περιπτώσεις να φώναζαν συνθήματα ή για κάποιον άλλο λόγο, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν προσεκτικοί. Λίγα μέτρα πιο μακριά, οι οργανωμένοι έμπαιναν στην αρχή του αγώνα, με τη μορφή «ντου», ως ανεμβολίαστοι και χωρίς μάσκα, και ασφαλώς δίχως να υπάρχει ο παραμικρός έλεγχος.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα; Αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός, ότι η εικόνα των οργανωμένων, που δικαιολογημένα προκαλεί οργή λόγω παντελούς και εκούσιας μη τήρησης των μέτρων, να την… πληρώνουν επί της ουσίας οι πολύ περισσότεροι απλοί φίλαθλοι, που μεταξύ άλλων έκαναν το εμβόλιο και ακολούθησαν κάθε άλλο μέτρο, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν ξανά τη ζωή τους και να απολαύσουν ξανά επιτέλους λίγο από το δευτερεύον πράγμα, που γεμίζει τη ζωή τους. «Έκανα το εμβόλιο για να βλέπω την ομάδα μου», άκουγα αρκετούς να λένε σε μια αναμέτρηση ποδοσφαίρου, όπου επίσης παρευρέθηκα πρόσφατα ως φίλαθλος.
Όλα αυτά δε σημαίνουν, ότι τα νέα περιοριστικά μέτρα είναι άδικα. Δημιουργούν, όμως, το αίσθημα της εξίσου δικαιολογημένης οργής για χιλιάδες συμπολίτες μας, που έκαναν το χρέος προς τον εαυτό τους και την κοινωνία, να βλέπουν ορισμένα εκατοντάδες άτομα, που έχουν ως νοοτροπία τους να παριστάνουν επίσης τους επαναστατημένους και να κάνουν ό,τι θέλουν δίχως συνέπεις, να τους καταστρέφουν επί της ουσίας αυτό που λατρεύουν, καθώς σίγουρα και στην υπόλοιπη κοινωνική τους ζωή θα φέρονται με τον ίδιο ανεύθυνο τρόπο. Δημιουργούν και την ίδια οργή, που οι ομάδες και οι Αρχές κώφευαν απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, που μας έφερε, μαζί με άλλους παράγοντες, σε αυτό το σημείο.
Τα μέτρα, λοιπόν, όπως θα διευκρινίσω για ακόμη μια φορά, είναι ορθά σε σημαντικό βαθμό. Δεν μπορεί κανείς να αφαιρέσει κανείς, όμως, από όσους ήταν νομοταγείς το δικαίωμα να νιώθουν κατά κάποιο τρόπο αδικημένοι, που ορισμένοι δίχως καμία ενσυναίσθηση και που έχουν ως «όπλο» στη ζωή μονάχα τον εγωισμό τους, φροντίζουν να τους στερούν το δικαίωμα στο να χαρούν. Και, μαζί, τους παίρνουν… στο λαιμό τους, δημιουργώντας εντυπώσεις που δεν ισχύουν. Όλα αυτά, φυσικά, χωρίς να λογοδοτήσουν ποτέ, πουθενά και σε κανέναν…