17.1 C
Athens
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024

Βασίλης Σπανούλης: Ο θρύλος (vids)

Ο Βασίλης Σπανούλης έβαλε τέλος σε μια μοναδική καριέρα και το Basketa.gr θυμάται, βήμα προς βήμα, πώς έφτιαξε το «μύθο» του, φεύγοντας ως ένας κορυφαίος κι ένας άνθρωπος, με κληρονομιά που κανείς δεν μπορεί ακόμη να μετρήσει στο μπάσκετ.

Και τι είναι, τελικά, το μπάσκετ και όλος ο αθλητισμός; Είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του, οι άνθρωποι που αφήνουν κάθε ικμάδα του ιδρώτα τους, κάθε σπιθαμή του πάθους τους, προκειμένου να κερδίσουν μια στιγμή αθανασίας.

Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτοί οι πρωταγωνιστές καταγράφουν πάνω από μια στιγμή αθανασίας; Γίνεται κάτι ανώτερο. Ανεβαίνουν στο Έβερεστ της απόλυτης δόξας. Μετατρέπονται, εκεί, σε «μύθους» ισάξιους, ίσως και ανώτερους όσων εκείνοι θαύμασαν και θέλησαν να μοιάσουν, καταθέτοντας κάθε στιγμή στο παρκέ την ψυχή τους, ώστε να κερδίσουν αυτή την πολυπόθητη, από τα αρχαία χρόνια, υστεροφημία.

Ο Βασίλης Σπανούλης κατάφερε να φτάσει σε αυτό το επίπεδο. Και ως ένας «θρύλος» αποχωρεί. Αφήνει, τουλάχιστον αγωνιστικά, το άθλημα που τόσο αγάπησε και εκείνο τον έφερε στο απόλυτο «πάνθεον». Το Basketa.gr θυμάται αυτή τη διαδρομή του προς την καταξίωση, αφήνοντας μια σπουδαία, «βαριά» κληρονομιά.

https://www.youtube.com/watch?v=u624fMvqL4g&ab_channel=SEBHL

Ένα παιδί από τη Λάρισα που αγαπούσε το μπάσκετ

Η οικογένειά του, τον θυμάται από νέο παιδί να παίρνει μια μπάλα μπάσκετ και να σουτάρει. Έτσι έλεγε η μητέρα του και, βλέποντας το ζήλο που επεδείκνυε για το άθλημα μαζί με τον πατέρα του, αποφάσισαν να στηρίξουν το πεπρωμένο του. Όπως βλέπετε, από το σπίτι ξεκινούν όλα και, από τη στιγμή που είχε την ευλογία των γονιών του, είχε και την ευχή να προχωρήσει σε αυτό που λάτρευε.

Με τη στήριξή τους, λοιπόν, σε ηλικία μόλις 10 ετών εγγράφεται στον Κεραυνό Λάρισας, όπου βρισκόταν ήδη ο αδελφός του, Δημήτρης, που επίσης έκανε μια σημαντική καριέρα στις εθνικές κατηγορίες. Για επτά περίπου χρόνια δούλευε, ξανά και ξανά, ώστε να αναπτύξει το ταλέντο του και να κάνει… δήλωση μεγάλης πορείας μέσα από την ιδιαίτερη πατρίδα του στη Θεσσαλία. Με τον Δημήτρη να τον προστατεύει, υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο στα 17 του χρόνια με την φανέλα του ΓΣ Λάρισας.

Μέσα σε μόλις δύο χρόνια έχει καταφέρει να γίνει… βασικός και αναντικατάστατος, κάτι που φανερώνει, για όσους γνώριζαν, τα πρώτα σημάδια για το τι θα ακολουθούσε. Την ίδια στιγμή, διακρίνεται με την Εθνική στις μικρότερες ηλικίες, παίρνοντας χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ U18 της Κροατίας και αργυρό στους Μεσογειακούς Αγώνες της Τυνησίας. Η πορεία του για τα «αστέρια» έχει ξεκινήσει…

Το παιδί του «Δράκου»

Η πρώτη ομάδα υψηλότερου επιπέδου, που έχει εντοπίσει τις δυνατότητές του, δεν είναι κάποια από τις μεγάλες, τουλάχιστον σε βαθμό να τον «κυνηγήσει» από τότε. Το φιλόδοξο Μαρούσι του Άρη Βωβού θα τον φέρει στις τάξεις του το 2001, έχοντας αυτό το χαρακτηριστικό ως κοινό παρονομαστή.

Μπορεί για πρώτη φορά να βρίσκεται μακριά από το σπίτι του, αλλά έχει ακριβώς ό,τι χρειάζεται, για να δουλέψει ακόμη περισσότερο και να εξελίξει το παιχνίδι του. Η συνύπαρξή του με τον Παναγιώτη Γιαννάκη, δε, αρχίζει να τον μετατρέπει σε έναν ολοκληρωμένο παίκτη. Ο «Δράκος» τον έχει υπό την προστασία του, τον γαλουχεί με όλα τα σπουδαία, που γνώριζε και είχε αφουγκραστεί ο ίδιος από την εποχή της δικής του δόξας και, παράλληλα, από ένας θρασύτατος μπουκαδόρος, γίνεται σιγά σιγά ένας απρόβλεπτος και «γεμάτος» γκαρντ, ικανός να απειλήσει με κάθε τρόπο.

https://www.youtube.com/watch?v=j1j-PIQtk8M&ab_channel=Basketforum.gr

Πιστεύει τόσο πολύ, δε, στις δυνατότητές του, που τον εμπιστεύεται ακόμη και όταν ξαναπαίρνει στα χέρια του, τις τύχες της Εθνικής. Τον καλεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, δίπλα σε αρκετούς παίκτες, που θα συνέθεταν τη «μαγιά» για την κατάκτηση του κόσμου την επόμενη διετία, καθώς και στο Ευρωμπάσκετ του 2005, όταν αυτό πιστοποιήθηκε στον απόλυτο βαθμό, με την κούπα στο Βελιγράδι, που σηματοδοτούσε με τον πλέον επίσημο τρόπο μια «χρυσή» τετραετία, στην οποία ο Σπανούλης θα γινόταν πρωταγωνιστής, ενώ σε ατομικό επίπεδο επίσης θα «εκτοξευόταν».

https://www.youtube.com/watch?v=2wUHUDfvBEE&t=3s&ab_channel=JohnMike

Ο Παύλος κράτησε το «πυρ» τη «ρουκέτα»

Εκείνη την εποχή, φυσικά, υπήρχε μια ομάδα που, λόγω συνθηκών, αποκτούσε όποιον παίκτη επιθυμούσε. Ο Ολυμπιακός προσπάθησε να αποσπάσει την υπογραφή του Σπανούλη, όπως είχε κάνει με τον Διαμαντίδη, αλλά ήταν ακόμη πολύ πιο πίσω από τον Παναθηναϊκό, σε μια μεταβατική εποχή προτού γίνει ξανά πρωταγωνιστής. Οι «πράσινοι», και δη ο Παύλος Γιαννακόπουλος, είχαν πάντοτε τον τρόπο τους για τους μεγάλους παίκτες, όπως είχαν διαβλέψει το 2005 πως θα γινόταν ο «Kill Bill», όπως ονομάστηκε από τη θητεία του στο Μαρούσι.

Η επόμενη διετία, όμως, θα είχε τέτοιες διακυμάνσεις, που θα μπορούσαν να είχαν καταστεί επικίνδυνες για την καριέρα του. Ο «μαγικός κόσμος» του ΝΒΑ «θάμπωσε» τον… V-Span, όπως ήταν το επόμενο ψευδώνυμό του, οι Αμερικανοί υποκλίθηκαν στην προσωπικότητά του στη Σαϊτάμα κι εκείνος μάζεψε τις βαλίτσες του για το Χιούστον, όπου για πρώτη φορά, όμως, ελέω Τζεφ Βαν Γκάντι, έφτασε κοντά σε σημείο για πρώτη φορά να… μισήσει το άθλημα, που τόσο αγαπούσε.

Το καλοκαίρι του 2007 ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τον Σπανούλη. Μπορεί να προερχόταν από μια «καταστροφική» χρονιά, αλλά αίφνης αρκετές ομάδες ενδιαφέρθηκαν να του δώσουν τη δυνατότητα της επανόδου. Εκείνος που πήρε το μεγαλύτερο ρίσκο, ξανά, ήταν ο Παύλος Γιαννακόπουλος, που του έδωσε τα περισσότερα χρήματα που έβλεπε ετησίως στην καρέρα του, δείχνοντας το πόσο τον εμπιστεύεται και δίνοντάς του τον τρόπο να ορθοποδήσει αγωνιστικά.

Τρία χρόνια αργότερα, τα σημάδια ήταν ορατά. Ισάριθμα ευρωπαϊκά, δύο Κύπελλα, ένα ευρωπαϊκό και, μαζί, ένα Triple Crown με τον τίτλο του MVP του Final Four του Βερολίνου, σε μια ομάδα που είχε την πολυτέλεια να είναι… αλλαγή του ο Διαμαντίδης. Το «τρένο» είχε μπει επίσημα στις «ράγες», αν και πολλοί ακόμη και σήμερα αναρωτιούνται το τι θα γινόταν, αν δεχόταν την πρόταση του εφηβικού του φίλου, Τόνι Πάρκερ, να τον ακολουθήσει στους Σπερς και να γίνει ο «Έτερος Εγώ» του.

Η εποχή της βασιλείας

Ο Βασίλης Σπανούλης, όμως, δεν είναι ένας οποιοσδήποτε αθλητής. Δε θα επαναπαυόταν στις «δάφνες» της επιτυχίας του, χωρίς να έχει την απόλυτη δική του ευτυχία. Και ποια ήταν αυτή; Ήταν εκείνη, που του πρόσφερε ο Ολυμπιακός. Βλέπετε, στον Παναθηναϊκό όσα κι έκανε, το γήπεδο πρώτα θα φώναζε το όνομα του Διαμαντίδη, ενώ όταν πήγε στο «τριφύλλι», ήταν ήδη στην κορυφή.

Όσοι βλέπουν οικονομικό κίνητρο μόνο στην απόφασή του, το κρίσιμο καλοκαίρι του 2010, να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να γίνει Πειραιώτες, μάλλον τα βλέπουν από μια ανεξήγητη και νοσηρή οπαδική σκοπιά. Ο Σπανούλης ήταν απλά ένας φιλόδοξος άνθρωπος, όπως πολλοί που κυκλοφορούν στον κόσμο, που δεν νοιάζονται μόνο για το οικονομικό κίνητρο. Τους νοιάζει και η ισχύς, να είναι οι «βασιλιάδες» στο περιβάλλον, όπου βρίσκονται.

Οι «ερυθρόλευκοι», εκτός της καλύτερης οικονομικής προσφοράς από τον Παναθηναϊκό, του έδωσαν ακριβώς αυτό το ρόλο και, μαζί, τη δυνατότητα από δεύτερους να τους κάνει πρώτους. Αυτά δεν είναι δικά μας συμπεράσματα, αλλά δικές του δηλώσεις, που έδειχναν το τι σκόπευε να κάνει στην καριέρα του. Ήθελε να γίνει ο απόλυτος «βασιλιάς» στην ολική επαναφορά μιας σπουδαίας ομάδας στην κορυφή.

Χρειάστηκε, μάλιστα, αυτό να γίνει με έναν ταπεινό τρόπο. Στην πρώτη του σεζόν έπρεπε να αντιμετωπίσει τους «δαίμονές» του και, μαζί, εκείνους του Ολυμπιακού, που έβλεπε δεκάδες εκατομμύρια κάθε χρόνο να πηγαίνουν στράφι, αναφορικά με τους τίτλους που έπαιρνε σε αντίκρυσμα. Μια «ακριβή» ομάδα υπό τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, που δεν τα κατάφερε επί της ουσίας το 2011, έδωσε τη θέση της σε ένα σύνολο ελπιδοφόρων Ελλήνων παικτών, που είχαν ως καθοδηγητή έναν, ο οποίος θα αποδεικνυόταν ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Με αυτό τον τρόπο, όντας το απόλυτο αουτσάιντερ, έζησε τον πιο «μαγική» χρονιά το 2012. Κόντρα σε κάθε προγνωστικό και ξεκινώντας μια σεζόν, όπου με το ζόρι ήρθε η πρόκριση στον πρώτο γύρο, ο Ολυμπιακός γύρισε στο «θρόνο» του κι έκατσε δύο χρονιές συνεχόμενες, με τη μία κατάκτηση καλύτερη από την άλλη και τον Σπανούλη, όπως έδειξε με εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ το σχετικό trailer της Ευρωλίγκα, να δέχεται το… προσκύνημα από συμπαίκτες και αντιπάλους.

Κάπως έτσι, ο Kill Bill και ο V-Span έδωσαν τη θέση τους στον King Bill για 11 ολόκληρα χρόνια. Από εκείνο το καλοκαίρι του 2010 έως σήμερα, μια «χρυσή» εποχή για τον Ολυμπιακό είχε τη δική του «σφραγίδα», με άλλους δύο τελικούς Ευρωλίγκα, ένα Διηπειρωτικό, τρία πρωταθλήματα Ελλάδας κι ένα Κύπελλο το 2011, μαζί με άλλους δύο τίτλους MVP σε Final Four κι έναν το 2013 για την κανονική περίοδο. Έστω κι αν το τέλος δεν ήταν το καλύτερο δυνατό, ήταν το όνειρο που ήθελε να ζήσει ο Σπανούλης.

Καλύτερα ένα άθλιο τέλος, παρά μια αθλιότητα δίχως τέλος

Ναι, είναι αλήθεια. Το φινάλε δεν ήταν αυτό που θα επιθυμούσε ένας αθλητής του διαμετρήματος του Βασίλη Σπανούλη. Η ομάδα του, αναφορικά με τις εγχώριες υποχρεώσεις, δε βρισκόταν στη μεγάλη κατηγορία, στην Ευρωλίγκα οι στόχοι δεν ήταν οι ίδιοι με το παρελθόν και ο ίδιος, παρότι σε φυσική κατάσταση ήταν… πρώτος και καλύτερος, δεν έπαιρνε την ευκαιρία να στηρίξει τον αγαπημένο του Ολυμπιακό, στο βαθμό που ήθελε για την ανασυγκρότησή του.

Το ποιος είχε δίκιο σε αυτή την υπόθεση, βέβαια, θα το δείξει η ιστορία πολύ σύντομα, μετά το σύνθημα που έδωσε ο Γιώργος Μπαρτζώκας, έστω έμμεσα, για την επόμενη μέρα. Αντί αυτού, ωστόσο, υπήρχε ο Ρικ Πιτίνο, που με το δικό του τρόπο, τον «πολιόρκησε», τον έκανε να αισθανθεί όμορφα και ακμαίος, σαν να του κάνει… φλερτ, με αποτέλεσμα να θελήσει μια τελευταία παράσταση με την Εθνική.

Κι αυτή, όμως, δυστυχώς δεν ήρθε. Το πρόβλημα στη γάμπα δεν τον άφησε να ταξιδέψει στον Καναδά μαζί με την υπόλοιπη αποστολή. Το σκέφτηκε μέσα του πολύ καλά, το ζύγισε και, όπως αναφέρουν, την περασμένη Τρίτη (23/6) αποφάσισε να πει το «αντίο». Θέλησε καλύτερα να δώσει ένα… άθλιο τέλος, παρά να συνεχίσει σε μια αθλιότητα δίχως τέλος.

Και για ποια αθλιότητα μιλάμε, εδώ που τα λέμε; Η αντίδραση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης είναι έκδηλη, του τι αφήνει πίσω του ο Βασίλης Σπανούλης. Άρα κάθε άλλο παρά για αθλιότητα μιλάμε. Απεναντίας, μιλάμε για ένα σωρό από… άθλους, που έφεραν αυτή την αναγνώριση της κληρονομιάς του στο άθλημα, που τόσο αγαπούσε από μικρό παιδί και ήθελε απλά να παίζει, όπως όταν ήταν πιτσιρικάς στη Λάρισα και λάτρευε να… τρελαίνει τη μητέρα του, η οποία σήμερα περήφανη βρίσκεται στο πλευρό του, τόσο αγωνιστικά όσο και στην προσωπική του ζωή, μεγαλώνοντας έξι παιδιά σε έναν υπέροχο γάμο με την Ολυμπία Χοψονίδου, που προ ημερών έκλεισε 10 χρόνια.

Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε και τελείωσε ο «θρύλος». Ένας από τους τελευταίους εμπνευσμένους «θρύλους», που ο ίδιος δημιούργησε για τον εαυτό του βήμα προς βήμα, αλλά και θα εμπνέει τόσες γενιές. Την αθανασία του την πέτυχε. Με το παραπάνω…



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ