Οι νεότεροι μπορεί να μην τον γνωρίζουν καν. Δυστυχώς δεν θα τον μάθουν και ποτέ, όχι όπως θα έπρεπε, αφού σε αντίθεση με το ΝΒΑ το αρχείο αγώνων στην Ευρώπη είναι κάτι λιγότερο από πλήρες. Ο Γιώργος Κολοκυθάς ήταν από τους πρώτους πραγματικά μεγάλους του ελληνικού μπάσκετ και ένας τύπος πραγματικά διαφορετικός από το μέσο όρο. Σαν σήμερα αγωνίστηκε για τελευταία φορά με την Εθνική Ομάδα, την οποία τίμησε δεόντως γράφοντας ιστορία όχι στο ελληνικό, αλλά στο ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Οι περισσότεροι μνημονεύουν τον Νίκο Γκάλη ως πρώτος σκόρερ Ευρωμπάσκετ, αλλά ο «μύτος» όπως τον αποκαλούσαν για... ευνόητους λόγους είχε δει το όνομά του στην κορυφή της λίστας πολύ νωρίτερα και όχι μόνο μια φορά. Ήταν πρώτος σκόρερ τόσο στο Ευρωμπάσκετ 1967 στο Ελσίνκι με 22.9 πόντους μέσο όρο και επανέλαβε το ίδιο επίτευγμα δύο χρόνια αργότερα, το 1969 στην Καζέρτα με περίπου ίδιο μέσο όρο: 22.7 πόντους.
Δύο χρόνια αργότερα θα φορούσε τη γαλανόλευκη για τελευταία φορά. Σαν σήμερα στις 4 Μαϊου 1971 σημείωσε 36 πόντους στον αγώνα εναντίον της Σκωτίας, με την Ελλάδα να επικρατεί 111-72 στην ημιτελική φάση του Eυρωπαϊκού Πρωταθλήματος στη γαλλική ΛεΜαν. Συνολικά είχε προλάβει με 90 συμμετοχές στην Εθνική Ομάδα να σημειώσει 1807 πόντους. Και 492 πόντους στις 25 συμμετοχές του σε Ευρωμπάσκετ. Αν αυτό δεν σας φαίνεται εντυπωσιακό, τότε σημειώστε πως μετραφράζεται σε 19.7 πόντους ανά αγώνα.
Ο Κολοκυθάς είδε το όνομά του να συμπεριλαμβάνεται στους 50 κορυφαίους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών της FIBA, όπως αυτοί παρουσιάστηκαν στο Ιωβηλαίο του μπάσκετ το 1991. Ήταν όμως κάτι περισσότερο από έναν πραγματικά εντυπωσιακό μπασκετμπολίστα, αφού ξεχώριζε πάντα για τον έξω καρδιά χαρακτήρα του, την έννοια για τους άλλους. Λάτρευε τη ζωή και να βοηθά τους άλλους και ήταν κάτι που πολλοί κατάλαβαν όταν έφυγε από τη ζωή, στις 2 Μαρτίου 2013 και αποκαλύψθηκε πόσους βοηθούσε εν ζωή χωρίς καν να το πει σε κανέναν. Ήταν σίγουρα πιο σημαντικό από τους τίτλους των σκόρερ, τους τίτλους που κατέκτησε στο παρκέ και το πνεύμα που διατήρησε ανέπαφο και ως παράγοντας πολλά χρόνια αργότερα, μένοντας πάντα δίπλα στην Εθνική Ομάδα και τους παίκτες.