Η Ευρωλίγκα μετράει αισίως 21 σεζόν ζωής. Το κορυφαίο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ έχει αλλάξει δυναμική, πρωταγωνιστές, ακόμα και φορμάτ μέσα σε αυτές τις δύο δεκαετίες, στοιχεία που μαζί με την διαρκή αλλαγή του μπάσκετ στην δικιά μας αλλά και την... απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, επηρεάζουν πολλές παραμέτρους. Μία εξ αυτών είναι και οι γηγενείς παίκτες των ομάδων της.
Πάνω σε αυτό το ζήτημα έρχεται η έρευνα του Dimitrije Curcic στην ιστοσελίδα runrepeat.com για να εξετάσει το πως έχει μεταβληθεί η δυναμική των ντόπιων παικτών ανά χώρα από το 2000 μέχρι και σήμερα. Η έρευνα αυτή μελέτησε 2364 παίκτες σε αυτές τις 21 σεζόν ζωης της σύγχρονης μορφής της Ευρωλίγκας και κατέληξε σε κάποια πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, τα οποία μαρτυρούν μια συγκεκριμένη τάση απομάκρυνσης των ομάδων της Ευρωλίγκας από το εγχώριο προϊόν τους, ενώ την ίδια ώρα παρουσιάζει και το ελληνικό... παράδοξο.
Οι γηγενείς σε ελεύθερη πτώση, η Ελλάδα σε εξαίρεση
Το βασικό αποτέλεσμα της έρευνας αυτής, και το στατιστικό που πρέπει να σταθούμε σε μία πρώτη φάση, με βάση την κατανομή των λεπτών συμμετοχής των γηγενών όλα αυτά τα χρόνια, είναι η όλο και μικρότερη εμπιστοσύνη που δείχνουν οι ομάδες στους αθλητές που βγάζει η χώρα τους. Αν δούμε τον κεντρικό πίνακα, παρατηρούμε πως αν και στις πρώτες πέντε σεζόν της Ευρωλίγκας, το ποσοστό των εγχώριων αθλητών ήταν στο σχετικά υψηλό 44%, από το 2018 και μετά το ποσοστό αυτό προσεγγίζει ή και πέφτει ακόμα κάτω από το 30%.
Σε ό,τι έχει να τώρα με τα επί μέρους στατιστικά ανά χώρα, εκεί είναι που θα παρατηρήσουμε το ελληνικό "παράδοξο" που αναφέρθηκε παραπάνω. Βλέποντας τον πίνακα που ακολουθεί, παρατηρούμε μόλις δύο χώρες, την Γαλλία και την Ελλάδα, να παρουσιάζουν θετική μεταβολή στα λεπτά συμμετοχής γηγενών παικτών (παρά το γεγονός μάλιστα ότι ο Ολυμπιακός αυτή τη στιγμή βρίσκεται δίχως τους περιορισμούς ξένων του Ελληνικού πρωταθλήματος που πιθανώς να επηρέαζαν τον προγραμματισμό του). Η Ελλάδα βρίσκεται αντίθετα σε χώρες όπως η Σερβία, η Ιταλία, η Ρωσία, το Ισραήλ και η Τουρκία που κατά μέσο όρο μείωσαν κατά 50% τον χρόνο που δίνουν σε γηγενείς αθλητές!
Τέλος, ένα ακόμα σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι η θέση της νέας γενιάς γηγενών παικτών, η οποία θα κρίνει την μελλοντική τάση αυτού του φαινομένου. Κι εκεί τα πράγματα συνεχίζουν το ίδιο "ζοφερά". Από τη Σερβία, μία χώρα-φυτώριο νέων ταλέντων που μείωσε κατα 62% το χρόνο των νεαρών (Κ26) παικτών της μέχρι και την Τουρκία και Ιταλία που με 88% και 97% μείωσης αντίστοιχα ουσιαστικά τον εξάλειψαν, βλέπουμε πτωτική τάση σε όλες τις χώρες. Η Ελλάδα με...μόλις -34% βρίσκεται στη δεύτερη θέση, πίσω από τη Γαλλία.
(Τις πλήρεις απεικονίσεις μπορείτε να τις βρείτε ακολουθώντας τον παρακάτω σύνδεσμο.)
Μία ανάγνωση πίσω από τα αποτελέσματα
Γιατί όμως παρατηρούμε αυτά τα αποτελέσματα στην Ευρωλίγκα και φυσικά γιατί η Ελλάδα βρίσκεται σε μια διαφορετική μοίρα από τις υπόλοιπες χώρες; Ξεκινώντας από το πρώτο ερώτημα, θα μπορούσαμε να βρούμε δύο βασικούς παράγοντες, οι οποίοι μάλιστα σχετίζονται άρρηκτα ο ένας με τον άλλον και οι οποίοι μπορούν να μας δώσουν μία πρώτη απάντηση. Φυσικά αυτό έχει να κάνει με το "άνοιγμα" του NBA στα κορυφαία ταλέντα της Ευρώπης όλο και περισσότερο χρόνο με το χρόνο.
Αν εξετάσουμε την κατάσταση στις Ευρωπαϊκές ομάδες, θα δούμε ότι ελάχιστοι είναι οι κορυφαίοι Ευρωπαίοι που δεν κάνουν πλέον το "άλμα" για το ΝΒΑ. Ο Λούκα Ντόνσιντς, ο Νίκολα Γιόκιτς, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και άλλοί παίκτες - ελίτ ταλέντα, δεν κάθονται στην χώρα που τους γέννησε, κυριολεκτικά και μπασκετικά, αλλά πλέον ξέρουν πως όσο νωρίτερα κάνουν το άλμα για τις ΗΠΑ τόσο το καλύτερο. Στον αντίποδα, οι Ευρωπαϊκές ομάδες πρέπει κάπως να γεμίσουν τα ρόστερ τους με ποιοτικές λύσεις. Πως θα γίνει αυτό; Μα φυσικά φέρνοντας τους καλύτερους ξένους παίκτες.
Ειδικά από την στιγμή που "έκλεισε" το παράθυρο συμμετοχής στην Ευρωλίγκα και οι ομάδες είναι συγκεκριμένες, βλέπουμε όλους σχεδόν τους συλλόγους με υψηλότερο μπάτζετ να στρέφονται μακριά από το εγχώριο προϊόν. Οι τούρκικες ομάδες κατάφεραν να βρεθούν στην κορυφή στηριζόμενες σε παίκτες όπως ο Γιαν Βέσελι, ο Μπογκνταν Μπογκντάνοβιτς, ο Σέιν Λάρκιν, ο Βασίλιγιε Μίσιτς κλπ, η Αρμάνι Μιλάνο (και φυσικά η Σιένα στις αρχές της δεκαετίας) έδειχνε ανέκαθεν προτίμηση στους Αμερικανούς παίκτες παρά στους Ιταλούς και το ίδιο μπορούμε να πούμε αντίστοιχα για άλλες χώρες. Μην ξεχνάμε ομάδες όπως η Μακάμπι Τελ Αβίβ ή η ΤΣΣΚΑ Μόσχας που δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν ρόστερ με αρκετούς γηγενείς στα εγχώρια πρωταθλήματα, οι οποίοι φυσικά δεν προσεγγίζουν καν την αποστολή των ομάδων στα Ευρωπαϊκά παιχνίδια, αλλά χρησιμεύουν για να "υπακούει" η ομάδα στους κανονισμούς της εκάστοτε λίγκας για συγκεκριμένο αριθμό ξένων παικτών.
Και η Ελλάδα; Η Ελλάδα βρέθηκε σε μία ιδιαίτερη συγκυρία, με τον αθλητισμό της να είναι ένα μεγάλο θύμα της οικονομικής κρίσης και τους δύο αιωνίους να αναγκάζονται να κατεβάσουν τα μπάτζετ τους. Ο Παναθηναϊκός είδε την οικογένεια Γιαννακόπουλου να υιοθετεί μία πιο μετριοπαθή οικονομική πολιτική στην μετά Ομπράντοβιτς εποχή και ο Ολυμπιακός έπεσε στην ευτυχέστατη συγκυρία να του "βγει" η παρά λίγο αποχώρηση των αδερφών Αγγελόπουλων το 2011 και η συγκρότηση ενός πυρήνα νεαρών Ελλήνων παικτών, που παρέα με τον Βασίλη Σπανούλη και τον Γιώργο Πρίντεζη έφεραν χρυσές μέρες για την ομάδα του Πειραιά.
Το 2021 βρίσκει τις ομάδες της χώρας μας με τα μπάτζετ περιορισμένα και αναγκασμένες να "ανακαλύψουν" Έλληνες παίκτες που όχι μόνο θα τις ανεβάσουν αγωνιστικά αλλά θα αποτελέσουν και πολύτιμα οικονομικά assets. Όμως σε ένα Ευρωπαϊκό μπάσκετ που πλέον κυκλοφορούν Αμερικανοί για... κάθε τσέπη και διάθεση και μία διοργάνωση που δεν θέτει κάποιον περιορισμό στον αριθμό τους στο ρόστερ, πόσο μπορούν να το διατηρήσουν;