12.4 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Γιάννης Λιαπάκης στο Basketa: «Η Ελλάδα ήταν… το εισιτήριό μου για να κοουτσάρω στην Ιρλανδία»

Ο Γιάννης Λιαπάκης είναι ο προπονητής που... κατέκτησε την Ιρλανδία, με τον «αρχιτέκτονα» του πρωταθλήματος του UCD Marian να μιλάει στο Basketa.gr για το πώς βρέθηκε στην χώρα, την αρχή του ως βοηθός και την προαγωγή σε πρώτο, το τι τον κάνει υπερήφανο για την επιτυχία του, τη ζωή στο Δουβλίνο, την πιθανότητα επιστροφής στην χώρ μας και το... τι σκέφτονται οι Ιρλανδοί στο άκουσμα της Ελλάδας.

Το έτος 2011 ήταν καθοριστικό για τον Γιάννη Λιαπάκη. Έχοντας περάσει από αρκετούς πάγκους στις ελληνικές εθνικές κατηγορίες, είτε ως βοηθός του Μάριου Δεσποτάκη σε Απόλλωνα Σμύρνης, ΦΕΑ και ΑΕΚ Περιστερίου είτε σε γυναικείες ομάδες, όπου είχε και μεγαλύτερη εμπειρία, έπρεπε να πάρει μία απόφαση ζωής. Και αυτό που έκανε, ήταν να ακολουθήσει το δρόμο της γυναίκας του, η οποία από το 2006 κιόλας, δύο χρόνια πριν από το «ξέσπασμα» της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που θα έπληττε την χώρα μας με ανεπανόρθωτες ζημιές σε όλα τα επίπεδα ακόμη και σήμερα, είχε βρει εργασία στο Δουβλίνο. Κάποιος από τους δύο, άλλωστε, έπρεπε να κάνει αυτό το «βήμα».

Πού να ήξερε, όμως, ότι επτά χρόνια αργότερα θα κατακτούσε το πρωτάθλημα με το UCD Marian! Αναλαμβάνοντας την ομάδα το 2013, ύστερα από θητεία δύο ετών ως βοηθός στο DCU Mercy, ο κόουτς Λιαπάκης βρήκε την ευκαιρία να δείξει τις ικανότητές του και την... άρπαξε από τα μαλλιά. Η ομάδα του, επικρατώντας με 72-71 της Pyrobel Killester στον τελικό, σήκωσε την κούπα και πέτυχε το δικό της «άθλο», με τον ίδιο να γίνεται ακόμη ένας Έλληνας προπονητής, από τους ουκ ολίγους που κατακτούν και το εξωτερικό, αποδεικνύοντας πως το μπάσκετ παραμένει το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν μας.

Ο Γιάννης Λιαπάκης μίλησε στο Basketa.gr για την εμπειρία που ζει στην Ιρλανδία, ως μόνιμος κάτοικός της, και το τι σημαίνει η κατάκτηση αυτού του πρωταθλήματος με το UCD Marian, 40 χρόνια μετά το τελευταίο του, στο μακρινό 1978. Εξιστορεί το πώς ήρθε στην Ιρλανδία και το πώς κατέληξε στον εν λόγω σύλλογο, τονίζοντας πως όλες οι πόρτες άρχισαν να ανοίγουν, όταν είπε πως είναι... Έλληνας προπονητής. Αναφέρεται, επίσης, στον ιρλανδικό λαό και το τι σκέφτεται για τους Έλληνες, ενώ απαντά στο ερώτημα για ενδεχόμενη επιστροφή στην πατρίδα κάποια στιγμή, έχοντας να κάνει δύο ξεχωριστές αφιερώσεις.

Κόουτς, ας ξεκινήσουμε βασικά με το εξής: πώς προέκυψε η Ιρλανδία;

Η γυναίκα μου είχε μετακομίσει στην χώρα από το 2006, έχοντας τελειώσει το master της και έχοντας βρει μία πολύ καλή δουλειά στο Δουβλίνο. Μέχρι το 2011… πηγαινοερχόμασταν εναλλάξ, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να πάρουμε μία απόφαση, γιατί δεν μπορούσε αυτό να συνεχιστεί. Κάπως έτσι, με την κατάσταση στην Ελλάδα να είναι τραγική, πήρα εγώ την απόφαση να πάω εκεί.

Δεν είχες, όμως, «χτίσει» και τη δική σου πορεία στην Ελλάδα ταυτόχρονα, έχοντας περάσει από αρκετούς συλλόγους ήδη;

Αυτό ισχύει και είχα άλλη μία πρωινή δουλειά, σε μία εταιρεία που έκανε εισαγωγές ανταλλακτικών με τη Volkswagen. Είχα, άρα, δουλειές. Είπαμε με τη γυναίκα, όμως, ότι έπρεπε είτε να μετακομίσει ο ένας από τους δυο μας ή να χωρίσουμε. Εκείνη είχε μία πολύ καλή δουλειά, λοιπόν, οπότε αποφάσισα να κάνω εγώ αυτό το «άλμα», ενώ ούτως ή άλλως μου άρεσε ήδη το Δουβλίνο, το έβρισκα πολύ ενδιαφέρον.

Και πώς εξελίχθηκε το θέμα της προσαρμογής σε πρώτη φάση, μεταναστεύοντας σε μία χώρα εντελώς διαφορετική από την Ελλάδα;

Επειδή έχω ξαναζήσει στο εξωτερικό, αφού την περίοδο 1996-1999 βρισκόμουν στις ΗΠΑ, πάντοτε μου άρεσε η ιδέα του εξωτερικού. Στην Ελλάδα δεν άντεχα αυτή την κατάσταση αναρχίας που επικρατεί. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που θέλει να υπάρχει τάξη σε όλα και στην χώρα μας, όπως ξέρεις κι εσύ πολύ καλά, μία βόλτα στο δρόμο να βγεις ή μία γραφειοκρατική διαδικασία να κάνεις… καταλαβαίνεις πολλά για το πώς λειτουργούμε. Είναι αρκετά εκνευριστικό για μένα όλο αυτό και ήρθα σε μία χώρα, όπου όλα είναι πιο ήπια και οι άνθρωποι είναι πιο χαλαροί. Στο δρόμο, για παράδειγμα, κόρνα δεν πρόκειται να ακούσεις. Υπάρχουν και στην Ιρλανδία πράγματα αρνητικά, όπως το κλίμα, αλλά αυτό αναπληρώνεται με… διακοπές το καλοκαίρι πίσω στην χώρα. Από τη στιγμή, λοιπόν, που σαν χαρακτήρας είμαι περισσότερο του σπιτιού και όχι ο… ωχαδερφιστής Έλληνας του καφέ, δε γνώρισα κάποια σπουδαία διαφορά στη ζωή μου μεταναστεύοντας. Λείπουν, φυσικά, οι συγγενείς και οι φίλοι μου, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν εύκολη η προσαρμογή.

Γρήγορα, πάντως, έγινες βοηθός προπονητή στο DCU Mercy. Είχες κάνει κάποια προεργασία για αυτό;

Όχι, όλο αυτό έγινε τυχαία, αλλά γρήγορα, αφού με το που έφτασα έπιασα δουλειά χωρίς να έχω ψάξει. Το ίδιο Σαββατοκύριακο που είχα φτάσει, γινόταν τουρνουά της Αστυνομίας Γυναικών, με 6-7 ευρωπαϊκές χώρες να συμμετέχουν, μαζί και η ελληνική ομάδα με προπονητή τον Γιώργο Σκροπολίθα. Κάθε ομάδα έφερνε κι έναν διαιτητή δικό της, με την ελληνική να έχει φέρει τον κύριο Ζακεστίδη, τον οποίο γνωρίζω αρκετά καλά, λόγω οικογενειακών σχέσεων που μας συνδέουν. Με πήρε, λοιπόν, τηλέφωνο και βρεθήκαμε για τους αγώνες αυτούς, που έτυχε να βρίσκονται στην έδρα του DCU Mercy. Την επομένη εκείνων των αγώνων, έπαιζε η ίδια η ομάδα και πήγα για να τη δω. Με το που τελείωσε το ματς, πλησίασα τον προπονητή, Μαρκ Έινγκλ, του συστήθηκα και τον ρώτησα αν υπήρχε κενή θέση, είτε στο τεχνικό επιτελείο είτε στις ακαδημίες. Με ρώτησε «τι κάνεις αύριο;», του απάντησα πως δεν έκανα τίποτα και μου είπε να πάω στην προπόνηση, για να τα πούμε. Με το που πήγα, μου ζήτησε να κάνω εγώ την προπόνηση και στο τέλος, μου ζήτησε να μείνω ως βοηθός και, αν ήθελα ακόμη να αναλάβω πόστο στα τμήματα υποδοχής, τότε ήταν κάτι καλοδεχούμενο. Κάπως έτσι ξεκίνησε όλη η ιστορία μου, για να μείνω μέχρι το καλοκαίρι του 2013.

Έχοντας περάσει αρκετά χρόνια ως βοηθός, πώς πήρες τελικά την απόφαση να γίνεις πρώτος προπονητής και να πας στο UCD Marian;

Κατά τη θητεία των δύο ετών στο Mercy, με μάθανε… στην πιάτσα και ακούστηκε το όνομά μου. Έκανα καλή δουλειά και τους άρεσε, ενώ ο Έινγκλ που είχε πει κάποια στιγμή, ότι έχω περισσότερες γνώσεις και ήταν κρίμα να μείνω στο ρόλο του βοηθού. Πρότεινε, λοιπόν, να ψάξουμε μία δουλειά πρώτου προπονητή και το Marian έψαχνε κάποιον. Πέρασα από την καθιερωμένη συνέντευξη και ύστερα από δύο εβδομάδες πήρα τη δουλειά. Μετά από αυτό, συνεχίσαμε και έχουμε φτάσει μέχρι αυτό το σημείο.

Κοιτάζοντας πίσω σε όσα έχεις κάνει στο UCD Marian, τι σε κάνει να αισθάνεσαι χαρούμενος;

Είναι δύο κομμάτια. Το πρώτο, είναι το γεγονός ότι είχα πάει σε μία ομάδα πολύ… σοφτ, την οποία οι αντίπαλοι αντιμετώπιζαν θεωρώντας πως αν… φόρτσαραν λίγο στο τέλος, ακόμη κι αν έβρισκαν αντίσταση στη διάρκεια του ματς, στο τέλος το Marian θα τα παρατούσε κι εκείνοι θα κέρδιζαν εύκολα ή δύσκολα. Με το ίδιο σχεδόν ρόστερ, λοιπόν, φτάσαμε σε σημείο να αλλάξουμε πλήρως την νοοτροπία μας. Κάποτε τους παίκτες αυτούς, δεν τους ενδιέφερε καν να παίξουν άμυνα, και σε μία πενταετία έχουμε καταφέρει να έχουμε την καλύτερη άμυνα… παίρνοντας κεφάλια και πολεμώντας σε κάθε ματς, σαν να πολεμάμε για τη ζωή μας. Το δεύτερο, είναι ότι κερδίσαμε το σεβασμό στην Ιρλανδία. Η αντιμετώπιση από τους αντιπάλους που ανέφερα νωρίτερα, πλέον δεν υπάρχει, αφού οι παίκτες μου από εκεί που ήταν απλά χομπίστες και τίποτα άλλο, τώρα είναι πολεμιστές.

Θεωρείς πως αυτά ήταν και τα χαρακτηριστικά που σας έφεραν στην κορυφή;

Ναι, θεωρώ πως αυτά ήταν, μαζί με το γεγονός ότι δε βιαστήκαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί. Πηγαίναμε κάθε φορά βήμα-βήμα, καθώς αν δεις την πορεία μας αυτή την πενταετία, ξεκινήσαμε ως προτελευταίοι την προηγούμενη χρονιά και καταλήξαμε κατά σειρά έβδομοι, πέμπτο, τέταρτοι, τρίτοι και τελικά πρώτοι. Κάθε χρονιά, λοιπόν, πηγαίναμε και λίγο καλύτερα έχοντας το μικρότερο μπάτζετ όλης της κατηγορίας. Βλέπεις τις άλλες ομάδες να έχουν 1-2 επαγγελματίες κι εμείς έχουμε έναν Αμερικανό, που όμως επίσης έχει άλλη επαγγελματική εργασία. Με όλα όσα ανέφερα, λοιπόν, το γεγονός ότι είχαμε τρεις φορές μικρότερο μπάτζετ από τους υπόλοιπους, κάνει το επίτευγμά μας ακόμη πιο σημαντικό.

Επειδή, όμως, πρόκειται για μία ερασιτεχνική λίγκα, δε σας προβληματίζει λίγο το γεγονός, ότι δεν είναι ιδιαίτερα εφικτό να διεκδικήσετε με αξιώσεις μία ευρωπαϊκή συμμετοχή, κατακτώντας τον τίτλο;

Είναι αλήθεια, ότι αυτό είναι ένα στοιχείο που μας προβληματίζει, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Έχουν γίνει, φυσικά, πολλά βήματα προόδου και όσο περνά ο χρόνος, το μπάσκετ γίνεται καλύτερο εδώ. Είναι, όμως, μία μεγάλη πρόκληση και ειδικά για εμένα, να διαχειρίζεσαι 1-2 επαγγελματίες παίκτες που δε λαμβάνουν και σπουδαίο μισθό, μαζί με άλλους 10-11 που… πληρώνουν στην ουσία, για να παίξουν. Είναι δύσκολο, λοιπόν, να πείσεις τον παίκτη αυτόν να γίνει πρωταθλητής, σε μία χώρα όπου γίνονται 2-3 προπονήσεις την εβδομάδα για κάθε ομάδα, αν και εμείς πια κάνουμε τέσσερις. Άλλο ένα στοιχείο που δείχνει το πώς λειτουργεί το μπάσκετ εδώ, είναι ότι οι περισσότερες ομάδες σταματάνε κάθε δραστηριότητα για δύο μήνες περίπου, για να ξεκινήσουν το σχεδιασμό τους τον Αύγουστο. Από τότε που ήρθα εγώ στο Marian, πάντως, δε σταματάμε… ποτέ. Συνεχίζουμε να προπονούμαστε και να κάνουμε το σχεδιασμό μας μέχρι τέλη Ιουλίου και μετά παίρνουμε λίγες μέρες ρεπό, για να αρχίσουμε και πάλι σύντομα μέσα στον Αύγουστο. Είναι δύσκολο να πείσεις τους αθλητές εδώ να ακολουθήσουν τέτοιο πρόγραμμα και όταν ο σύλλογος αποκτά μία επαγγελματική νοοτροπία, δεν μπορεί παρά να είσαι πολύ υπερήφανος. Αυτή είναι, λοιπόν, η δυσκολία και όχι το μπάσκετ, το οποίο μεταξύ μας… όπου κι αν πας είναι το ίδιο.

Οι Ιρλανδοί, κόουτς, ασχολούνται με το μπάσκετ;

Όχι ιδιαίτερα θα έλεγα. Το μπάσκετ εδώ, πάντως, πρέπει να σου πω ότι ήταν πολύ δημοφιλές μέχρι τα τέλη του 1980, όταν οι ομάδες είχαν δικαίωμα να έχουν στο ρόστερ τους δύο Αμερικανούς, με το Κίλεστερ να φέρνει κάποτε τον μετέπειτα πρωταθλητή με τους Ρόκετς, Μάριο Έλι. Ξαφνικά, όμως, αποφασίστηκε στα τέλη του 1980 να μειωθεί ο αριθμός των Αμερικανών σε έναν, για να προωθηθούν υποτίθεται ταλαντούχοι Ιρλανδοί παίκτες. Αυτό απέτυχε και από τη σεζόν 2006-2007 προσπαθούν να βελτιώσουν την κατάσταση οι αρμόδιοι. Οι Ιρλανδοί, πάντως, ασχολούνται κυρίως με το ράγκμπι και τα GEA Sports.

Θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι μπορεί να παρακολουθούν ΝΒΑ, πάντως, έχοντας μία σύνδεση με τους Μπόστον Σέλτικς και γενικά τις ΗΠΑ…

Αυτή η σύνδεση που αναφέρεις είναι αλήθεια, αλλά είναι και το μειονέκτημά τους. Προσωπικά, επιμένω συνέχεια να βλέπουν ευρωπαϊκό μπάσκετ, εξηγώντας ότι δεν είναι ρεαλιστικό να ακολουθήσουν το μοντέλο του ΝΒΑ, αναφορικά με το πώς παίζεται το μπάσκετ. Δεν μπορεί, δηλαδή, ένα παιδί 15 ετών να βλέπει μόνο ΝΒΑ, καθώς λογικά δε θα παίξει ποτέ σε αυτή τη λίγκα. Το αναφέρω και στους προπονητές στα εκάστοτε σεμινάρια που γίνονται, ότι δηλαδή είναι πιο σωστό να παρακολουθούν πρώτα ευρωπαϊκό μπάσκετ και μετά ΝΒΑ, ώστε να γίνουν πιο σωστά βήματα για τη βελτίωση του τοπικού μπάσκετ.

Αλήθεια, όταν ακούν τις λέξεις «Έλληνας» ή «Ελλάδα», οι Ιρλανδοί πώς αντιδρούν;

Έχουμε μεγάλη εκτίμηση, πρέπει να σου πω, από τους Ιρλανδούς. Συμπαθούν ιδιαίτερα λαούς σαν εμάς, τους Ισπανούς και εκείνους της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Όταν τους μιλήσεις για την Ελλάδα σε μία μπασκετική συζήτηση, δε, αμέσως θα σου πουν για τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, τον Διαμαντίδη και τον Σπανούλη. Θεωρώ, μάλιστα, ότι αυτό ήταν το δικό μου εισιτήριο για να βρω δουλειά. Αν πήγαινε προπονητής από μία χώρα λιγότερο προηγμένη από τη δική μας, τότε, στον Μαρκ Έινγκλ, λογικά δε θα του έλεγε ποτέ να έρθει την επόμενη μέρα στην προπόνηση.

Φαντάζομαι, ότι θα μας συμπαραστέκονται σαν λαός, έχοντας περάσει παρόμοια δοκιμασία με την κρίση και την εμπλοκή του ΔΝΤ.

Ναι, ακριβώς. Οι Ιρλανδοί είναι, μάλιστα, πλήρως κατά του ΔΝΤ και ξέρουν την κατάσταση στην Ελλάδα, μην καταλαβαίνοντας γιατί τόσα χρόνια περνάμε αυτή την κατάσταση. Είναι πάντα μαζί μας και, προσωπικά, δεν έχω ακούσει ποτέ Ιρλανδό να πει μία αρνητική κουβέντα για το λαό μας.

Είναι, βέβαια, κι ένας λαός με τις δικές του διαφορές με άλλους, όντας από τους πλήρως ανεξάρτητους από την παλιά Βρετανική αυτοκρατορία.

Είναι αλήθεια, ότι τους Άγγλους δε θέλουν… ούτε να τους βλέπουν (γέλια). Αυτό, βέβαια, δεν τους κάνει λιγότερο ευγενικό λαό και σου εγγυώμαι, ότι πιο ευγενικό λαό δεν έχω συναντήσει. Μπορεί να σπρώξεις κατά λάθος έναν άνθρωπο και… να σου ζητήσει εκείνος συγγνώμη!

Είχαν άποψη, για παράδειγμα, ακόμη και για το Brexit, καθώς βρίσκονται κι αυτοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Φυσικά και είχαν, και μάλιστα εναντίον του Brexit. Κι αυτό, γιατί φοβούνται μήπως επηρεαστούν από αυτή την εξέλιξη, όπως και όλη η υπόλοιπη Ευρώπη άλλωστε. Δεν είχαν, δηλαδή, την οπτική γωνία που θα μπορούσαμε να έχουμε εμείς σε αντίστοιχη περίπτωση, ζητώντας να σηκωθούν να φύγουν και να… ησυχάσουμε. Ήταν και είναι κατά του Brexit, σκεπτόμενοι πρώτα με γνώμονα το καλό όλων μας.

Για να επανέλθουμε λίγο ακόμη στα… μπασκετικά, τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνει τώρα το UCD Marian; Ποιο είναι το επόμενο «βήμα», τώρα που κατακτήθηκε η κορυφή;

Το εύκολο είναι να πάρεις το πρωτάθλημα, αλλά το δύσκολο είναι να μείνεις στην κορυφή και αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση τώρα. Η δική μου πρόκληση, προσωπικά, είναι να πείσω τους παίκτες, ότι αυτό που έγινε ήταν μόνο η αρχή, καθώς όλοι θα θέλουν να μας κερδίσουν τώρα και να μας πάρουν τον τίτλο. Θέλουμε, επίσης, να πάρουμε το Κύπελλο, μιας και χάσαμε στον τελικό φέτος. Γενικά, στόχος μας πρέπει να είναι να καθιερωθούμε στα υψηλά πατώματα και να επαναλάβουμε την επιτυχία μας, έχοντας καταφέρει με τόσο κόπο την τελευταία πενταετία, να πάρουμε αυτό τον τίτλο.

Υπό διαφορετικές συνθήκες, θα επέστρεφες στην Ελλάδα;

Μπασκετικά πάντα θα ήθελα να γυρίσω, αλλά εκ φύσεως λόγω της κατάστασης στην προσωπική μου ζωή, όπως καταλαβαίνεις, δε θα μπορούσα. Ποιος δε θα ήθελε, άλλωστε, να γυρίσει στην Ελλάδα, εφόσον υπήρχαν καλύτερες συνθήκες;

Στο τέλος της κουβέντας μας, ο Γιάννης Λιαπάκης ήθελε να ευχαριστήσει δύο συγκεκριμένα πρόσωπα. Ο Έλληνας προπονητής, ανέφερε τα εξής: «Θα ήθελα, προσωπικά, να ευχαριστήσω δύο ανθρώπους που με βοήθησαν πάρα πολύ στην αρχή της προπονητικής μου καριέρας, τον Ρόμπερτ Σγουρό και τον Μάριο Δεσποτάκη. Ο Ρόμπερτ με έφερε… με το ζόρι στον Κυψελιακό για να αναλάβω την ομάδα, όταν ήμουν βοηθός του Μάριου, ενώ με τον Μάριο είδα πώς δουλεύει σωστά ένας επαγγελματίας. Έχω γνωρίσει πολλούς, αλλά νομίζω ότι για τα ελληνικά δεδομένα, δεν υπάρχει μεγαλύτερος επαγγελματίας από τον Μάριο. Προπονητική, λοιπόν, χρωστάω τα πάντα σε αυτούς τους δύο».



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ