Για το ότι ξεκίνησε το μπάσκετ σε ηλικία 15 ετών: «Είχα μια αγάπη για το ποδόσφαιρο από μικρός. Είμαι γεννηθείς το 2004, όταν πήρε η Εθνική μας το Euro. Το μόνο που έβλεπα ήταν ποδόσφαιρο. Όλα τα παιδάκια στο σχολείο έπαιζαν μπάλα. Νομίζω κάπως έτσι ξεκίνησε, αλλά τελείωσε κάπως άδοξα με εμένα να το έχω ψιλοβαρεθεί και να έχω βαρεθεί να παίζω ποδόσφαιρο κάθε μέρα.

Ήθελα να ξεκινήσω κάτι άλλο, αλλά δεν ήθελα να είναι μπάσκετ. Είχα μια προκατάληψη να μην ξεκινήσω μπάσκετ. Μου έλεγαν όλοι να αρχίσω μπάσκετ, αλλά ήμουν πεισματάρης μικρός και ήθελα να πάω κόντρα σε όλους. Οπότε πήγα απλά να το δοκιμάσω και να τους πω ότι δεν μου αρέσει. Να βγω από αυτή την υποχρέωση που νόμιζα ότι είχα. Βέβαια όταν πήγα στην πρώτη προπόνηση το ερωτεύτηκα».

Για το ότι τον ανακάλυψε η Σοφία Κλιγκοπούλου, νυν team manager στο Περιστέρι: «Πήγα στο γήπεδο, χτυπάω την πόρτα, ανοίγει η κόουτς, με βλέπει έτσι μακρύ, ήμουν ψηλός, πολύ πιο αδύναμος και λεπτός βέβαια, και μου κάνει ‘που παίζεις;’. Της λέω ‘Κηπούπολη’. Και την έβλεπα ότι έτρωγε το κεφάλι της να δει που είναι αυτή η ομάδα. Το καταλαβαίνω και της λέω ‘δεν παίζω μπάσκετ, ποδόσφαιρο παίζω’. Γουρλώνει τα μάτια, ακόμα το θυμάμαι αυτό, τόσο πολύ, φοβήθηκα, και μου λέει ‘μπες μέσα τώρα’. Και έτσι ξεκίνησε αυτό το ταξίδι».

Για τη συνεργασία του με τον Μίλαν Τόμιτς, που ήταν ο πρώτος του προπονητής σε επίπεδο ανδρών: «Φοβερή. Με τον κόουτς ακόμα μιλάω, ακόμα μου στέλνει μηνύματα. Πραγματικά όλα τα παιδιά τότε στο Περιστέρι μας είχε βοηθήσει σε τεράστιο βαθμό. Αυτό που λέω σε όλους είναι ότι μπασκετική μου μαμά είναι η Σοφία Κλιγκοπούλου και η κόουτς Δελή και μπασκετικός μου μπαμπάς, ανάμεσα σε πολλά πρόσωπα, είναι ο Τόμιτς.

Ψυχολογικά με είχε ανεβάσει πολύ εκείνη την περίοδο, γιατί ήμουν ένα παιδί που έπαιζε δύο χρόνια μπάσκετ και το μέλλον, όπως και τώρα απλά τότε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, φαινόταν αβέβαιο. Κι αυτός ο άνθρωπος μου μίλησε, μου είπε ‘μπορείς’ και μου έδωσε τεράστια αυτοπεποίθηση για να συνεχίσω».

Για την αντίδρασή του όταν έμαθε ότι αναλαμβάνει προπονητής στο Περιστέρι ο Βασίλης Σπανούλης: «Πολλά συναισθήματα, ανάμεικτα. Ένα δέος που θα είναι προπονητής μου αυτός ο άνθρωπος και θα έχω τη δυνατότητα να είμαι κάτω από τα φτερά του. Από την άλλη είχα ακούσει ότι είναι ένας πάρα πολύ απαιτητικός άνθρωπος, ένας πολύ μεγάλος ανταγωνιστής, που θέλει να είναι ο καλύτερος σε ό,τι κάνει, πράγματα που με φόβιζαν κάπως τότε ως μικρότερο παιδί. Αλλά τελικά πήγε όπως πήγε. Είμαι πολύ χαρούμενος και ευλογημένος που ήταν προπονητής μου.

Το θυμάμαι πάρα πολύ έντονα. Σίγουρα για 6 μήνες πήγαινα στην προπόνηση, τον έβλεπα να κάθεται εκεί στον πάγκο και έλεγα ‘ρε, ο κόουτς Σπανούλης είναι αυτός;’ Δεν γίνεται. Ήταν 6 μήνες, που πήγαινα κάθε μέρα και πραγματικά είχα κάθε μέρα ξανά το ίδιο συναίσθημα. Αυτό το δέος, ότι ουάου».

Για το πώς εξελίχθηκε η σχέση τους: «Σκέφτομαι αυτά τα δύο χρόνια, που φαίνονται λίγα, αλλά χάνεσαι σε όλα αυτά που έχουν γίνει. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Δεν ξέρω εκείνος πως το βλέπει, αλλά εγώ τον έβλεπα ως πρότυπο στην καθημερινότητά μου, στο μπάσκετ, στον τρόπο που θέλω να ζω και να υπηρετώ το άθλημα».

Για τον φετινό του ρόλο στο Περιστέρι: «Ο κόουτς Λιμνιάτης δείχνει τεράστια ποσότητα εμπιστοσύνης σε μένα, που με κάνει να νιώθω ακόμα περισσότερη αυτοπεποίθηση, με κάνει να παίζω με περισσότερη ελευθερία. Νιώθω πάρα πολύ όμορφα όταν παίζω, δεν έχω άγχος, δεν έχω πίεση. Μπορώ να κάνω αυτό που ξέρω καλά και προς το παρόν αυτό αποδίδει και βοηθάει την ομάδα.

Το ηγετικό κομμάτι, όπως έχω διαβάσει ότι γράφουν, δεν είναι κάτι που με αφορά άμεσα. Το να είσαι ηγέτης σε μία ομάδα, όπως έμαθα και από τον κόουτς Σπανούλη, είναι μια εντελώς διαφορετική διαδικασία, δεν λειτουργεί ακριβώς έτσι (σσ. με βάση τα χρόνια που έχεις σε μια ομάδα). Οφείλεις να είσαι πάντα σωστός, οφείλεις να είσαι πάντα εκεί, όταν πρέπει να είσαι εκεί. Είναι μια τεράστια διαδικασία. Δεν λέω ότι δεν μπορώ να το κάνω. Λέω ότι δεν είναι αυτός ο στόχος μου».

Για το έχει περάσει ποτέ από το μυαλό του το NBA: «Εμένα το όνειρό μου ήταν να παίξω στην Euro;eague. Αυτό είναι το όνειρό μου. Δεν ξέρω γιατί δεν έλεγα ποτέ NBA. Μου φαντάζει τόσο μακρινό και δύσκολο, που ίσως να μην έχει περάσει καν από το μυαλό μου. Ο στόχος μου είναι να παίξω στην Euroleague, να έχω ρόλο σε μία ομάδα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αδημονώ να έρθει αυτή η στιγμή, δεν κρατιέμαι, βιάζομαι».

Για το αν πιστεύει ότι γίνεται υπερβολική κριτική στα παιδιά της γενιάς του: «Δεν με ενδιαφέρει βασικά, δεν ασχολούμαι. Ο καθένας ανοίγει το κινητό του και γράφει ό,τι να ναι. Αν ο κάθε αθλητής της ηλικίας μου καθόταν και αναλωνόταν με το τι γράφει ο καθένας στον υπολογιστή του, δεν θα παίζαμε, γιατί θα ασχολούμασταν τόσες ώρες, που δεν θα έμενε χρόνος για προπόνηση. Είναι κάτι που με αφήνει αδιάφορο. Εγώ κάνω αυτό που αγαπάω και θα συνεχίσω να το κάνω ανεξαρτήτως».

Για το πώς έχει καταφέρει να μπλοκάρει αυτόν τον εξωτερικό θόρυβο: «Παθαίνεις και μαθαίνεις. Έπαθα και έμαθα. Πρώτα έκανα ένα καλό παιχνίδι, μπήκα και είδα και ενθουσιάστηκα. Μετά έπεσα. Αυτά τα σκαμπανεβάσματα στην ψυχολογία ενός αθλητή είναι τεράστιας σημασίας για την απόδοσή του και συνεπώς πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπάρχουν. Ένας τρόπος για να τα εξαλείψεις είναι απλά κλείνοντας το κινητό σου.

Ένας ακόμα τρόπος είναι με τη βοήθεια κάποιου ψυχολόγου. Εγώ προσωπικά έχω κάποιον άνθρωπο που με συμβουλεύει και μου δίνει καθοδήγηση στη ζωή μου και στο παρκέ, για το πώς θέλω να γίνω. Με βοήθησε πάρα πολύ να περιορίσω το πόσο με ενδιαφέρει το τι θα πει ο καθένας. Έτσι μετρίασα, βασικά μηδένισα, το πόσο με ενδιαφέρει η γνώμη των ανθρώπων.

Πέρα από την πίεση που υπάρχει, που είναι όντως τεράστια, δεν υπάρχει και η αντίστοιχη κατανόηση. Αν έχω ένα πρόβλημα στην καθημερινότητά μου και πάω στην μάνα μου, στον πατέρα μου, στον αδερφό μου, θα μου πουν ‘εντάξει ρε Βαγγέλη, μπάσκετ παίζεις’. Έτσι ζήτησα τη βοήθεια ενός ψυχολόγου. Δεν κατηγορώ κανέναν από την οικογένειά μου. Είναι κατανοητό να μην μπορούν να κατανοήσουν το τι περνάω εγώ».

Για το tweet που έκανε το καλοκαίρι για εκείνον ο Κάιλ Χάινς: «Ο Χάινς είναι το μπασκετικό μου είδωλο, το μπασκετικό μου πρότυπο. Τι να σου πω; Ο Πλώτας μου το έδειξε, που ήμασταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Το βλέπω και του λέω ‘ρε, είσαι σίγουρος;’.Το κοίταζα 20’ για να καταλάβω ότι δεν είναι fake. Τρομερή στιγμή. Με συγκρίνουν με τον Χάινς. Ιεροσυλία θα πω από τη μία. Από την άλλη καταλαβαίνω τον λόγο για τον οποίο μας παρομοιάζουν. Αλλά όταν το είδα έμεινα με το στόμα ανοιχτό».

Για το αν είχε φανταστεί ότι θα φτάσει να παίζει στην Εθνική Ανδρών, όταν ξεκίνησε το μπάσκετ πριν από 5 χρόνια: «Το ούτε καν είναι πάρα πολύ λίγο. Ξεκίνησα σε μια ηλικία, όπου τα υπόλοιπα παιδιά ήταν πάρα πολλά μίλια μακριά. Κοιτάζω πίσω και μου φαίνεται απίστευτο όλο αυτό. Από την άλλη έχω δουλέψει πάρα πολύ και δεν θα πω ότι απολαμβάνω τους καρπούς, γιατί ο στόχος μου ως Βαγγέλη δεν είναι να είμαι στην Εθνική στα παράθυρα. Είναι να είμαι στην Εθνική στα παράθυρα και τα καλοκαίρια.

Τώρα ήρθαν μαζί μας ο Παπανικολάου, ο Λαρεντζάκης, ο Καλαϊτζάκης από την EuroLeague και ο κόουτς Σπανούλης μας τους έφερε ως παράδειγμα. Ο ίδιος είπε "εγώ στα παράθυρα δεν έχω παίξει ποτέ, όμως αυτοί οι αθλητές άφησαν το πρόγραμμά τους και ήρθαν να βοηθήσουν την Εθνική".

Αυτός είναι ο στόχος μου, να μπορώ να είμαι κάθε φορά στην Εθνική. Πραγματικά δεν πιστεύω ότι υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για έναν αθλητή. Όταν φόρεσα τη φανέλα και άκουσα τον Εθνικό Ύμνο, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, σηκώθηκαν όλες μου οι τρίχες κάγκελο. Μακάρι να με ευλογήσει ο Θεός και να το ζήσω αυτό άπειρες φορές. Δεν είσαι τόσο στόχος, όσο όνειρο και θέληση. Θέλω να το ξαναζήσω αυτό».