Η κανονική περίοδος ολοκληρώθηκε το Σάββατο και μαζί της συμπληρώθηκε το «κάδρο» των πλέι οφ και μάθαμε την ομάδα που θα πάρει τον δρόμο προς την Α2. Παράλληλα αναδείχτηκαν οι κορυφαίοι της στατιστικής και μέσα από αυτή τη διαδικασία προέκυψαν κάποια ενδιαφέροντα δεδομένα.
Ο Ολυμπιακός και ο Άρης είχαν τις περισσότερες πρωτιές, στις βασικές στατιστικές κατηγορίες, από τρεις με μία διαφορά. Ο Ολυμπιακός τις είχε μοιρασμένες σε τρεις παίκτες (δίποντα, τρίποντα, ranking) ενώ εκείνες του Άρη (πόντοι, κερδισμένα φάουλ, εύστοχες βολές) προήλθαν από έναν παίκτη, του Άντονι Κάουαν. Δύο πρωτιές είχε ο Παναθηναϊκός (κλεψίματα, κοψίματα) και από μία το Λαύριο, η Λάρισα, ο Προμηθέας, ο Κολοσσός και ο ΠΑΟΚ.
Σάσα εσύ ΜVP
Δεν υπάρχει αμφιβολία για τον πολυτιμότερο, βάσει των αριθμών, στην κανονική περίοδο της 30ής Basket League. Ο Σάσα Βεζένκοφ είχε με διαφορά τον μεγαλύτερο αριθμό ranking σε απόλυτους αριθμούς μετρώντας 427 βαθμούς έναντι 378 του Κίνο Κολόμ και του Ουσμάν Κρουμπάλι και παρότι μάλιστα ο φόργουορντ του Ολυμπιακού έπαιξε δύο αγώνες λιγότερους από τον Ισπανό της ΑΕΚ και δύο από τον Αμερικανό της Λάρισας.
Ο Βεζένκοφ έγινε ο τρίτος παίκτης του Ολυμπιακού στην ιστορία του επαγγελματικού Πρωταθλήματος (από το 1992-93) που είχε τον μεγαλύτερο αριθμό στο σύστημα αξιολόγησης της κανονικής περιόδου. Αυτήν την πρωτιά είχαν κατακτήσει μόνον ο Ντίνο Ράτζα στη σεζόν 2000-01 και ο Τζος Τσίλντρες το 2009-10.
Ο Κάουαν συνέχισε την παράδοση του Άρη
Η πρωτιά των σκόρερ της κανονικής περιόδου κρίθηκε στο τελευταίο ματς και σας είχαμε προετοιμάσει γι’ αυτήν. Ο Άντονι Κάουαν «έκλεψε» πάνω στο νήμα τον τίτλο του πρώτου σκόρερ από τον Γιώργο Τσαλμπούρη σημειώνοντας 15 πόντους έναντι των 11 που είχε ο διεθνής φόργουορντ στο παιχνίδι του Απόλλωνα με τον Άρη.
Έτσι ο Κάουαν έδωσε συνέχεια στην παράδοση που έχει ο Άρης στο να αναδεικνύει πρώτους σκόρερ. Αυτή ήταν η 16η σεζόν από καταβολής Α’ Εθνικής (από το 1963-64) στην οποία ο πρώτος σκόρερ ήταν παίκτης των «κιτρινόμαυρων». Είναι μια παράδοση βέβαια που χτίστηκε πάνω στο ανεπανάληπτο σερί των 11 σεζόν του Νίκου Γκάλη, από το 1980 ως το 1991.
Τη λίστα αυτή άρχισε να γράφει ο Χάρης Παπαγεωργίου στην περίοδο 1978-79 και τη συνέχισαν μετά τον «γκάνγκστερ» ο Νέστορας Κόμματος (2003-04), ο Σάσα Βεζένκοφ (2014-15), ο Ουίλ Κάμινγκς (2016-17) και φέτος ο Άντονι Κάουαν τζούνιορ (2021-22).
Ο Κάουαν σημείωσε 359 πόντους, έναν παραπάνω από τον Γιώργο Τσαλμπούρη (358) και αυτή είναι η μικρή επίδοση πρώτου σκόρερ –σε απόλυτους αριθμούς- στα χρόνια του επαγγελματικού Πρωταθλήματος. Το προηγούμενο ήταν αυτό του τελευταίου παίκτη του Άρη που αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ, του Ουίλ Κάμινγκς με 367 πόντους στην κανονική περίοδο της σεζόν 2016-17.
Ζερμέιν Λοβ σαν να λέμε Τζον Κόρφας
Στην περσινή σεζόν ο Ζερμέιν Λοβ σημείωσε την καλύτερη επίδοση στην ιστορία του Πρωταθλήματος τελειώνοντας την κανονική περίοδο με 94,17%. Στη φετινή σεζόν ο Αμερικανός έριξε την επίδοση του, εκτελώντας με 89,66% όμως ήταν και πάλι ο κορυφαίος της Basket League από τη γραμμή του φάουλ. Έτσι κατάφερε κάτι μοναδικό στα χρονικά του επαγγελματικού Πρωταθλήματος, να αναδειχτεί πρώτος σε ευστοχία στις βολές δύο απανωτές σεζόν.
Θα πρέπει να γυρίσουμε σε προ Basket League εποχές και στα χρόνια που, στη συγκεκριμένη κατηγορία, κυριαρχούσε ο Τζον Κόρφας. Ο «τεν-τεν» είχε μετρήσει τρεις σερί πρωτιές στις σεζόν 1988-89, 1989-90 και 1990-91. Ο Λοβ έδωσε στον ΠΑΟΚ για έκτη φορά την πρωτιά στις βολές στα χρόνια του επαγγελματικού Πρωταθλήματος (από το 1992-93) αφού πριν το δικό του back to back, είχαν αναδειχτεί πρώτοι ο Κεν Μπάρλοου το 1992-93 (86,95%), ο Τζον Κόρφας το 1993-94 (87,77%), ο Πέτζα Στογιάκοβιτς το 1997-98 (89,11%) και ο Φράνκι Κινγκ το 1998-99 (86,2%).
Χασάν Μάρτιν ο πρώτος του Ολυμπιακού με 70%+
Είναι ίσως το βασικό χαρακτηριστικό του, τα καλά τελειώματα κοντά στο καλάθι και αυτό έδωσε στον Χασάν Μάρτιν την πρωτιά στα δίποντα. Ο Αμερικανός είχε 60/82 και αυτό το 73,17% με το οποίο σούταρε από μέση και κοντινή απόσταση αποτελεί ρεκόρ οχταετίας για την κανονική περίοδο. Θα πρέπει να γυρίσουμε στη σεζόν 2013-14 για να βρούμε μεγαλύτερο ποσοστό, εκείνο του Τέιλορ Σμιθ που είχε 110/147 δίποντα με τον Κολοσσό (74,83%).
Ο Χασάν Μάρτιν έγινε ο τέταρτος παίκτης του Ολυμπιακού που αναδείχτηκε ο πιο εύστοχος παίκτης της κανονικής περιόδου στα δίποντα. Είχαν προηγηθεί ο Ντράγκαν Τάρλατς το 1994-95 (64,23%) και το 1998-99 (67,12%), ο Μπράιντ Ντάνστον το 2014-15 (69,53%) και ο Νίκολα Μιλουτίνοφ το 2018-19 (67,53%). Ο Μάρτιν λοιπόν έγινε ο πρώτος στην ιστορία του Ολυμπιακού που τελείωσε την κανονική περίοδο με ποσοστό άνω το 70% στα δίποντα.
Λαρεντζάκης στη μικρή, «κόκκινη» λίστα
Ο Ολυμπιακός έκανε για πρώτη φορά στην ιστορία του «double» με τις πρωτιές σε ευστοχία σε δίποντα και τρίποντα αφού εκτός της πρωτιάς του Μάρτιν, την κορυφή της λίστας τριπόντων κατέκτησε ο Γιαννούλης Λαρεντζάκης μετρώντας 48/102 σουτ από την περίμετρο (47,06%).
Με αυτόν τον τρόπο ο Λαρεντζάκης μπήκε σε μία μικρή, «κόκκινη» λίστα αφού έγινε ο τέταρτος παίκτης στην ιστορία του Ολυμπιακού που αναδείχτηκε ο πιο εύστοχος στα τρίποντα στην κανονική περίοδο. Είχαν προηγηθεί ο Ντούσαν Βούκσεβιτς το 2000-01 (48,42%), ο Μίλαν Τόμιτς το 2002-03 (43,61%) και ο Ματ Λοτζέσκι το 2016-17 (44,44%).
Μία κατηγορία μόνος του ο Κρουμπάλι
Σε αντίθεση με τις περισσότερες στατιστικές κατηγορίες της κανονικής περιόδου, τα ριμπάουντ εξελίχθηκαν σε παράσταση για έναν. Ο Ουσμάν Κρουμπάλι ήταν ο μόνος που έφτασε τα 200 και κατέκτησε την πρωτιά έχοντας 27 περισσότερα από τον δεύτερο Σακούρ Τζούστον του Άρη. Ο Αμερικανός της Λάρισας είχε 203 ριμπάουντ και μέσο όρο 8,82.
Παράλληλα συνεχίστηκε το απόλυτο των ξένων παικτών αφού από το 1988 όταν και μπήκαν στο Πρωτάθλημα, δεν υπήρξε Έλληνας που να αναδείχτηκε κορυφαίος ριμπάουντερ του Πρωταθλήματος. Πάντως φέτος στην πρώτη πεντάδα των απόλυτων αριθμών, είχαν θέση δύο Έλληνες. Ήταν ο Γιώργος Παπαγιάννης που ήταν 4ος με 165 και ο Γιάννης Κουζέλογλου που ήταν 5ος με 145 ριμπάουντ.
Ο Μουράτος και η λίστα της ελληνικής κυριαρχίας
Σε αντίθεση με τα ριμπάουντ, οι ασίστ έχουν εξελιχθεί την τελευταία 10ετία σε ελληνική υπόθεση με τον Βασίλη Μουράτο να διευρύνει το σερί κατακτώντας την πρωτιά. Ο αρχηγός του Λαυρίου που το Σάββατο στο Περιστέρι ισοφάρισε την κορυφαία επίδοση ασίστ στην ιστορία της Basket League με 16, κατάφερε να ξεπεράσει μέσα από την τελευταία αγωνιστική τον Κίνο Κολόμ που έμεινε στις πέντε στο τελευταίο ματς της ΑΕΚ κόντρα στον ΠΑΟΚ. Έτσι ο Μουράτος έφτασε τις 152 ενώ ο Κολόμ είχε 148.
Ήταν η όγδοη συνεχόμενη σεζόν στην οποία Έλληνας παίκτης αναδείχτηκε ο κορυφαίος πασέρ του Πρωταθλήματος μετά τη διετία 2011-13 με τον Σπανούλη που αναδείχτηκε πρώτος και στη σεζόν 2014-15, για να ακολουθήσουν το σερί πέντε σεζόν του Νικ Καλάθη και η περσινή πρωτιά του Βασίλη Ξανθόπουλου. Σε αυτό το διάστημα την ελληνική κυριαρχία «έσπασε» ο Ντι Τζέι Κούπερ στη σεζόν 2013-14.
Στα 30 χρόνια του επαγγελματικού Πρωταθλήματος, συνολικά 20 φορές κορυφαίος πασέρ ήταν Έλληνας παίκτης. Την πρωτιά κατέκτησαν έστω μία φορά οι Νίκος Γκάλης, Σταύρος Ελληνιάδης, Λευτέρης Κακιούσης, Νίκος Βετούλας, Θόδωρος Παπαλουκάς, Δημήτρης Διαμαντίδης, Βασίλης Σπανούλης, Νικ Καλάθης, Βασίλης Ξανθόπουλος και Βασίλης Μουράτος.
Ο Σαντ-Ρος είχε το πλεονέκτημα έναντι του Χάμερ
Σχετικά χαμηλά θα πρέπει να πάμε για να βρούμε τον πρώτο Έλληνα στη λίστα των κλεψιμάτων με τον Αλέξανδρο Νικολαίδη να βρίσκεται στην 7η θέση της με 29. Στην κορυφή ήταν ο Χάουαρντ Σαντ-Ρος με 40 έναντι 36 του Ίαν Χάμερ, με το πλεονέκτημα όμως των τριών περισσότερων αγώνων (23 έναντι 20).
Ο Κουβανός έγινε ο έκτος παίκτης που αναδείχτηκε κορυφαίος «κλέφτης» με δύο διαφορετικές ομάδες –το έκανε και το 2019-20 με την ΑΕΚ- μετά τους Ντέρεκ Χάμιλτον (Σπόρτιγκ, ΑΕΚ), Χάρολντ Έλις (Άρης, Απόλλων Π.), Άλβιν Σιμς (Πανιώνιος, Μακεδονικός), Νίκος Βετούλας (Απόλλων Πάτρας, Νήαρ Ηστ) και Δημήτρης Διαμαντίδης (Ηρακλής, Παναθηναϊκός).
Την πρωτιά των κλεψιμάτων κατέκτησαν στο παρελθόν ως παίκτες του Παναθηναϊκού ο Δημήτρης Διαμαντίδης το 2004-05 (1,9) και ο Νικ Καλάθης το 2015-16 (1,92).
Ο Παπαγιάννης και το… αν του Λιντς
Ο Γιώργος Παπαγιάννης έπαιξε τελικά χωρίς αντίπαλο στη λίστα των κορυφαίων μπλοκέρ. Έκανε 35 και έγινε ο πρώτος παίκτης του Παναθηναϊκού που αναδείχτηκε πρώτος, μετά από 16 χρόνια αφού η τελευταία φορά ήταν εκείνη του Στόγιαν Βράνκοβιτς στην περίοδο 1995-96. Πριν τη φετινή σεζόν μάλιστα ο Κροάτης ήταν ο μόνος παίκτης του Παναθηναϊκού με αυτήν την πρωτιά, την οποία κατέκτησε στις τρεις από τις τέσσερις σεζόν του με τους «πράσινους» (1992-93, 1994-95, 1995-96).
Ο Παπαγιάννης αναδείχτηκε κορυφαίος μπλοκέρ έχοντας πάντως τον μικρότερο μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας μεταξύ των πρώτων αυτής της κατηγορίας. Είχε 1,59 τάπες ανά αγώνα και θα πρέπει να γυρίσουμε στο 2016-17 για να βρούμε μικρότερο, αφού τότε ο Κιθ Κλάντον αναδείχτηκε πρώτος με 1,1 τάπες ανά αγώνα.
Στη φετινή σεζόν και ως προς αυτήν τη στατιστική κατηγορία υπάρχει ένα μεγάλο «αν». Αν συνέχισε ο Ρέτζι Λιντς στον Ηρακλή, που θα έφτανε τον πήχη; Ο Αμερικανός πρόλαβε σε μόλις έξι ματς να κάνει 21 τάπες (3,5 ανά αγώνα). Αν λοιπόν ο Λιντς έμενε ως το τέλος της σεζόν στο Ιβανώφειο και συνέχιζε να κόβει με αυτούς τους ρυθμούς τα αντίπαλα σουτ, θα έπρεπε να γυρίσουμε στην περίοδο 1993-94 για να βρούμε μεγαλύτερο μέσο όρο. Τότε ο Παναγιώτης Φασούλας είχε 3,9 τάπες με τον Ολυμπιακό.
Ιστορική πρωτιά του Κάουαν στα κερδισμένα φάουλ
Είναι η στατιστική κατηγορία που αποτελεί φυσικό επακόλουθο εκείνης των σκόρερ. Οι πιο παραγωγικοί παίκτες στην επίθεση, κερδίζουν και τα περισσότερα φάουλ. Ο Άντονι Κάουαν εκτός της πρωτιάς των πόντων αναδείχτηκε πρώτος και στα κερδισμένα φάουλ της κανονικής περιόδου και αυτό είχε ξεχωριστή σημασία.
Αν στην πρωτιά των σκόρερ ο Άρης έχει παράδοση, αυτή των κερδισμένων φάουλ είναι ξεχωριστή αφού ουδέποτε παίκτης της ομάδας της Θεσσαλονίκης αναδείχτηκε πρώτος σε αυτήν την κατηγορία. Μέχρι φέτος δηλαδή, που ο Κάουαν είχε 155 κερδισμένα φάουλ με μέσο όρο στα 6,45. Αρκετά πιο πίσω ήταν ο δεύτερος Νίκος Δίπλαρος με 118 κερδισμένα φάουλ.
Ο Κάουαν είχε ωστόσο και μία αρνητική πρωτιά στο Πρωτάθλημα, εκείνη των λαθών. Ο Αμερικανός μοιράστηκε την κορυφή της λίστας με τον Βασίλη Μουράτο κάνοντας αμφότεροι από 85, αριθμός αρκετά μεγαλύτερος από εκείνον που είχαν οι επόμενοι της λίστας αφού ο τρίτος Κίνο Κολόμ είχε 70.
Photo Credits: Eurokinissi