Η ΑΕΚ έφτασε στο φάιναλ φορ του Basketball Champions League παίζοντας 18 παιχνίδια και χρησιμοποιώντας συνολικά 16 παίκτες. Το basketa.gr σκάναρε τις στατιστικές επιδόσεις τους και επιχειρεί να αξιολογήσει την συνεισφορά ενός εκάστου στην πορεία ως το... ΟΑΚΑ.
Μάικ Γκριν: Δεν έλειψε από κανένα παιχνίδι και οι αριθμοί του είναι πολύ καλοί. Σκόραρε 11,3 πόντους με 38% στο τρίποντο και 81% στις βολές, μοίραζε 5,2 ασίστ, ενώ μάζευε και 2,7 ριμπάουντ σε 27,5 λεπτά συμμετοχής. Ήταν άστοχος στα δίποντα (41%) κι έκανε τα περισσότερα λάθη (1,6) από κάθε άλλον παίκτη της ΑΕΚ (πλην Χάρις). Συνολικά, πάντως, η παρουσία του δεν ήταν τόσο καλή, καθώς είχε μεγάλα νεκρά διαστήματα μέσα στα παιχνίδια και δεν ήταν ιδιαίτερα σταθερός, αν και έδωσε κρίσιμες λύσεις στα τελευταία δεκάλεπτα αρκετών αγώνων. Μεγαλύτερες στιγμές του οι δύο αγώνες με τη Βενέτσια. Στην Ιταλία σκόραρε 23 πόντους και στο ΟΑΚΑ σημείωσε double double (19 πόντοι, 10 ασίστ).
Ντελρόι Τζέιμς: Παρών και αυτός σε όλα τα παιχνίδια, σκόραρε 8,7 πόντους με 45% στα σουτ εντός παιδιάς, μάζευε 4,6 ριμπάουντ και μοίραζε 1,6 ασίστ σε 22,5 λεπτά συμμετοχής, ήταν όμως άστοχος στις βολές (68%). Οι αριθμοί του δεν αποτυπώνουν τη συνολική προσφορά του, καθώς έκανε πολλή "βρώμικη" δουλειά, η οποία δεν απεικονίζεται πουθενά. Ήταν παίκτης-κλειδί στο χαμηλό σχήμα με τους δύο φόργουορντ, που χρησιμοποίησαν κατά κόρον τόσο ο Μανωλόπουλος όσο και ο Σάκοτα, και η αμυντική συνεισφορά του ήταν μεγάλη. Καλύτερες στιγμές του από άποψης παραγωγικότητας ήταν το παιχνίδι της πρεμιέρας με την Εστουντιάντες (21π., 10ρ.) και ο αγώνας της κανονικής περιόδου με τη Στρασμπούρ στο ΟΑΚΑ (21π.), αλλά κανείς δεν θα ξεχάσει το buzzer-beater κάρφωμά του στα... μούτρα του Μπράμος, με το οποίο η ΑΕΚ νίκησε στη Βενετία.
Βασίλης Ξανθόπουλος: Έπαιξε και στα 18 παιχνίδια σκοράροντας 2,8 πόντους, μοιράζοντας 2,3 ασίστ και κλέβοντας 1,2 φορές την μπάλα σε 17,5 λεπτά συμμετοχής, αλλά κάνοντας και 1,1 λάθος. Έμπαινε για να αλλάξει το ρυθμό και σχεδόν πάντα τα κατάφερνε, βγάζοντας μεγάλη ενέργεια και πιέζοντας πολύ στην άμυνα, πράγματα που δεν αποτυπώνονται στα στατιστικά. Είχε ενεργό συμμετοχή και στη δημιουργία φάσεων και το μόνο πρόβλημά του είναι ότι δεν απειλεί με το σουτ του. Στον αγώνα της πρεμιέρας με την Εστουντιάντες σημείωσε season-high με 13 πόντους, όμως καταλυτική παρουσία κυρίως με την άμυνά του είχε στον πρώτο αγώνα των προημιτελικών με τη Στρασμπούρ στο ΟΑΚΑ (έκανε 3 κλεψίματα), αλλά και στον αξέχαστο επαναληπτικό με τη Νίμπουρκ στην Τσεχία.
Δημήτρης Μαυροειδής: Ήταν παρών σε όλα τα παιχνίδια σκοράροντας 8,3 πόντους με 65% στα σουτ εντός παιδιάς, αλλά και 65% στις βολές, και μαζεύοντας 4,2 ριμπάουντ σε 16 λεπτά συμμετοχής. Βοήθησε πολύ επιθετικά, ειδικά στο 5 εναντίον 5 αποτελώντας ένα αξιόπιστο σημείο αναφοράς στο λόου ποστ παιχνίδι, αλλά είχε σημαντικές αδυναμίες και ο αντίπαλος συχνά σημάδευε τα αργά πόδια του και προκαλούσε προβλήματα. Ήταν εξαιρετικός στα δύο παιχνίδια με τη Βενέτσια (18π. και 9ρ. στην Ιταλία, 19π. και 9ρ. στο ΟΑΚΑ), ενώ στην Αθήνα κόντρα στην Ολίμπια Λ. σημείωσε το μοναδικό του double double (15π., 11ρ.).
Ντούσαν Σάκοτα: Έχασε μόνον ένα παιχνίδι και ήταν ο τρίτος σκόρερ της ομάδας με 13,8 πόντους, ενώ μάζευε και 4,4 ριμπάουντ σε 26 λεπτά συμμετοχής. Ήταν ο πιο αξιόπιστος σουτέρ τριών πόντων της ομάδας (38%), ενώ είχε επίσης πολύ καλά ποσοστά τόσο στα δίποντα (60%) όσο και στις βολές (79%). Πέρα από το κλασικό παιχνίδι του με το μακρινό σουτ, φέτος έδειξε σημάδια βελτίωσης και στο λόου ποστ, ενώ πάλεψε αρκετά και στην άμυνα. Βγήκε μπροστά ως αρχηγός σε πολλές περιπτώσεις και το φετινό highlight του είναι πέραν πάσης αμφιβολίας το buzzer beater τρίποντο που πέτυχε στον αγώνα με την Μπαϊρόιτ βάζοντας την ΑΕΚ στα πλέι οφ της διοργάνωσης. Σε αυτό το παιχνίδι ισοφάρισε το φετινό ρεκόρ σκοραρίσματος (20π.), που είχε σημειώσει στον αγώνα της Μαδρίτης με την Εστουντιάντες, ενώ σκόραρε διψήφιο αριθμό πόντων στα 15 από τα 17 παιχνίδια που έπαιξε.
Γιαννούλης Λαρεντζάκης: Έπαιξε σε 17 παιχνίδια σκοράροντας 7,3 πόντους, μαζεύοντας 2,4 ριμπάουντ και κλέβοντας 1,2 φορές την μπάλα σε 22,5 λεπτά συμμετοχής. Σούταρε με άσχημα ποσοστά εντός παιδιάς (35%), αλλά ήταν πολύ καλός στις βολές (82%). Εξελίχθηκε σε άνθρωπο ειδικών αμυντικών αποστολών φέτος αναλαμβάνοντας με επιτυχία τις περισσότερες φορές το μαρκάρισμα επικίνδυνων αντιπάλων, ωστόσο ήταν ασταθής και όχι πάντα συνετός επιθετικά. Σε κάποιες περιπτώσεις, πάντως, αδικήθηκε από τον προπονητή του, που τον ξέχασε για αρκετή ώρα στον πάγκο παρά το πολύ καλό ξεκίνημά του, ενώ μετά την άφιξη του Πάντερ περιορίστηκε κάπως ο ρόλος του. Στη Βενετία πέτυχε το φετινό του ρεκόρ στο σκοράρισμα (14π.), ενώ σημαντική συμβολή είχε και στον επαναληπτικό αγώνα με τη Νίμπουρκ στην Τσεχία. Όλοι, ωστόσο, θα θυμόμαστε για πολύ καιρό το κλέψιμο που έκανε στον αγώνα με τη Στρασμπούρ στο ΟΑΚΑ θυμίζοντας... τερματοφύλακα! Ένα κλέψιμο που αποθέωσε ακόμα κι ο Λουίτζι Μπουφόν!
Μάνι Χάρις: Στα 16 παιχνίδια που έπαιξε είχε το μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής από κάθε άλλον συμπαίκτη του (31 λεπτά) και ήταν ο πρώτος σκόρερ (17,4π.), ο πρώτος ριμπάουντερ (5,2ρ.) και ο πρώτος "κλέφτης" (1,9κλ.) της ΑΕΚ, ενώ μοίραζε και 2,4 ασίστ. Σούταρε με καλά ποσοστά (46% εντός παιδιάς και 80% στις βολές) και ήταν ο αδιαμφισβήτητος MVP της ομάδας, αν και δεν διακρίθηκε για το ιδιαίτερα ομαδικό παιχνίδι του. Ήταν ωστόσο εγγύηση στην επίθεση και βοήθησε πάρα πολύ στο κομμάτι των ριμπάουντ. Σκόραρε 11 φορές διψήφιο αριθμό πόντων, 6 φορές πάνω από 20, ενώ αξέχαστη θα μείνει η εμφάνισή του στον επαναληπτικό με τη Νίμπουρκ στην Τσεχία, όπου πέτυχε ρεκόρ στην ιστορία των πλέι οφ του BCL σκοράροντας 36 πόντους.
Βασίλης Καββαδάς: Πήγε στην ΑΕΚ στις αρχές του Δεκέμβρη και έχοντας θέση πέμπτου ψηλού στο ρόστερ, δεν θα μπορούσε παρά να διαδραματίσει δευτερεύοντα ρόλο, καθώς είναι αλήθεια ότι ο προπονητής του δεν τον εμπιετεύτηκε ιδιαίτερα. Έπαιξε σε 10 παιχνίδια έχοντας 1,8 πόντους και 1,3 ριμπάουντ σε 5,6 λεπτά συμμετοχής. Πέτυχε ατομικό ρεκόρ στη διοργάνωση με 5 πόντους στο παιχνίδι με τη Βενέτσια στο ΟΑΚΑ.
Παναγιώτης Βασιλόπουλος: Προερχόμενος από τον Άρη, έπαιξε μόνο στο τέλος της κανονικής περιόδου και στα πλέι οφ, αλλά κατάφερε να βάλει τη σφραγίδα του και να βγάλει τα λεφτά της μεταγραφής του. Έπαιξε σε 7 παιχνίδια σκοράροντας 3,7 πόντους με 42% στα σουτ εντός παιδιάς και 83% στις βολές και μαζεύοντας 3,1 ριμπάουντ σε 12,5 λεπτά συμμετοχής. Ήταν η συγκολλητική ουσία που σε πολλές περιπτώσεις εξασφάλιζε την αμυντική συνοχή της ΑΕΚ, ενώ πέτυχε και ορισμένα μεγάλα σουτ, δύο εκ των οποίων ήταν καθοριστικά. Αν δεν ευστοχούσε στα τρίποντα που επιχείρησε στο τελευταίο λεπτό των αγώνων με την Μπαϊρόιτ (πριν από τον Σάκοτα) και με τη Νίμπουρκ (πριν από τον Πάντερ), η ΑΕΚ δεν θα είχε φτάσει ποτέ στο φάιναλ φορ. Στον πρώτο αγώνα των προημιτελικών με τη Στρασμπούρ έκανε το καλύτερο παιχνίδι του με τη φανέλα της ΑΕΚ βάσει των αριθμών (9π., 7ρ.).
Έντιν Άτιτς: Ήταν παρών σε μόλις 7 παιχνίδια με 3 πόντους και 1,9 ριμπάουντ σε 9 λεπτά συμμετοχής. Ο ρόλος του ήταν συμπληρωματικός και αν δεν υπήρχαν κατά καιρούς κάποια προβλήματα τραυματισμών, δεν θα έπαιζε καθόλου, αφού ούτε ο Μανωλόπουλος ούτε ο Σάκοτα τον εμπιστεύτηκαν. Στον αγώνα της πρεμιέρας με την Εστουντιάντες έκανε το καλύτερο παιχνίδι του με 8 πόντους και 5 ριμπάουντ.
Βινς Χάντερ: Αντικατέστησε τον Ελόνου και έπαιξε σε 6 παιχνίδια σκοράροντας 10,2 πόντους με 65% εντός παιδιάς, μαζεύοντας 4,2 ριμπάουντ και ρίχνοντας 1,2 τάπες σε 17 λεπτά συμμετοχής. Ήταν όμως κακός στις βολές σουτάροντας με ποσοστό μόλις 59%. Έδωσε ενέργεια στην ομάδα, αλλά από κάποιο σημείο και μετά φάνηκε να χάνεται στη... μεταφράση. Το δυνατό του σημείο στην επίθεση είναι το πικ εν ρολ, αλλά η ΑΕΚ δεν παίζει πικ εν ρολ, οπότε αναγκάστηκε να παίζει ρόλους στους οποίους δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Την ίδια στιγμή εμφάνιζε αμυντικές αδυναμίες, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σταδιακά ο χρόνος συμμετοχής του. Ξεκίνησε φουριόζος σκοράροντας 20 πόντους και μαζεύοντας 8 ριμπάουντ στο ντεμπούτο του με τη φανέλα της Ένωσης στη Λουμπλιάνα, αλλά έκτοτε δεν επανέλαβε αυτή την εμφάνιση.
Κέβιν Πάντερ: Ήρθε για να αντικαταστήσει τον Κέλσι Μπάρλοου και αποδείχθηκε λίρα εκατό. Στα 4 παιχνίδια που έπαιξε είχε 15 πόντους με 58% στα δίποντα, 33% στα τρίποντα και 86% στις βολές, ενώ μάζευε και 2,5 ριμπάουντ. "Έδεσε" άμεσα με την ομάδα, απέδωσε καλά ακόμα και σε σχήματα μαζί με τον Μάνι Χάρις, παρόλο που ουσιαστικά είναι ίδιοι παίκτες, έχει ομαδικό πνεύμα και προσπαθεί και στην άμυνα. Πολύτιμο εργαλείο. Στον πρώτο αγώνα με τη Νίμπουρκ και στον επαναληπτικό με τη Στρασμπούρ σημείωσε ατομικό ρεκόρ στο BCL με τη φανέλα της ΑΕΚ (18π.), αλλά όλοι θα τον θυμόμαστε για το buzzer beater τρίποντο που πέτυχε στην Τσεχία εις βάρος της Νίμπουρκ στέλνοντας την Ένωση στα προημιτελικά της διοργάνωσης.
Δημήτρης Μωραΐτης: Πάτησε το παρκέ σε μόλις 4 παιχνίδια, με μέση συμμετοχή 1,7 λεπτά χωρίς να κάνει τίποτα. Δεν τον εμπιστεύτηκαν ούτε ο Μανωλόπουλος ούτε ο Σάκοτα.
Αυτοί που έφυγαν νωρίς
Τσινέμελου Ελόνου: Έπαιξε στα πρώτα 11 παιχνίδια της σεζόν σκοράροντας 5,6 πόντους και μαζεύοντας 3,3 ριμπάουντ σε 12,5 λεπτά συμμετοχής. Ήταν απογοητευτικός, αφού δεν μπόρεσε να μπει ποτέ στο κλίμα της ομάδας και να την βοήθησε είτε στην άμυνα είτε στην επίθεση. Η μόνη αναλαμπή του ήταν στον αγώνα με τη Βενέτσια στην Ιταλία, όπου είχε 12 πόντους με 6/7 σουτ και 6 ριμπάουντ.
Κέλσι Μπάρλοου: Έπαιξε σε 14 παιχνίδια σκοράροντας 2,7 πόντους με ποσοστό 20% εντός παιδιάς και μαζεύοντας 2,1 ριμπάουντ σε 17,5 λεπτά συμμετοχής. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν πήρε ευκαιρίες, όμως δεν ήταν ικανός να τις αξιοποιήσει, αφού κι αυτός, όπως και ο Ελόνου, δεν μπήκε ποτέ στο κλίμα της ομάδας. Στη Βενετία έκανε το καλύτερο παιχνίδι του με 13 πόντους (αλλά και 5/17 σουτ), ωστόσο θα μείνει αξέχαστος για το... άκυρο πήδημα που έκανε στον αγώνα της κανονικής περιόδου με τη Στρασμπούρ στο ΟΑΚΑ. Με τη διαφορά στον πόντο και την ΑΕΚ να έχει την τελευταία επίθεση, σηκώθηκε να σουτάρει για τρίποντο, αλλά δεν σούταρε ποτέ, γιατί προτίμησε να κρατήσει την μπάλα και να κάνει βήματα!
Μπάντζα Σι: Είχε συμμετοχή σε μόλις 5 αγώνες με 1,2 πόντους και 1,2 ριμπάουντ σε 7,6 λεπτά συμμετοχής. Δεν κατάφερε να προσαρμοστεί και πέρασε απαρατήρητος.