13 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024

Θ. Βασιλακόπουλος στο Basketa: «Παίζαμε κόντρα στον Ελληνιάδη για… ένα μπουκάλι γάλα»

Ο πνευμονολόγος Θεόδωρος Βασιλακόπουλος ανοίγει την καρδιά του στο Basketa.gr σε μια συνέντευξη διαφορετική από τις υπόλοιπες, εξιστορώντας τα νεανικά χρόνια του ως αθλητής στον Έσπερο Καλλιθέας, τους συμπαίκτες και τους αντιπάλους του που έγιναν μετά «αστέρες» στα παρκέ και την αναγκαστική στροφή στην ιατρική που δε σταμάτησε τη λατρεία του στην «πορτοκαλί θεά», ενώ σχολιάζει το σημερινό μπάσκετ με τις δικές του συμπάθειες, τα παιχνίδια στο ίδιο γήπεδο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τα νέα περιοριστικά μέτρα και... τον ρωτάνε για τον Γιώργο Βασιλακόπουλο.

Τον έχουμε γνωρίσει την τελευταία διετία πιο έντονα, μέσα από τις εμφανίσεις του στην τηλεόραση, μιλώντας για την πορεία της πανδημίας του κορονοϊού. Ο ίδιος έχει αποτελέσει ουκ ολίγες φορές θέμα συζήτησης για τις απόψεις, που εκφράζει στον τηλεοπτικό αέρα, αν και άπαντες οι υγειονομικοί έχουν το δικό τους μερίδιο πια στο δημόσιο διάλογο.

Η ζωή του, όμως, δεν είναι μόνο η ιατρική, η οποία τον έχει φέρει σήμερα στο σημείο να είναι Καθηγητής Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς και Επισκέπτης Καθηγητής στο McGill του Μόντρεαλ του Καναδά, με αρκετές διακρίσεις στο βιογραφικό του. Μπορεί αυτό το χρονικό διάστημα ο «δαίμονας» αυτός να κατατρέχει άπαντες, αλλά ποτέ δεν άφησε πίσω του τις ουκ ολίγες ασχολίες, που λατρεύει να εξασκεί, έστω κι αν αυτές είναι σε ύφεση εσχάτως για ευνόητους λόγους. Μία από αυτές μετρά 43 ολόκληρα χρόνια, όταν για πρώτη φορά «πάτησε» στο ανοικτό, τότε, γήπεδο του Εσπέρου στην Καλλιθέα, με τη λατρεία του για την «πορτοκαλί θεά» να τον κρατά μέχρι σήμερα, για να... τσακώνεται δύο φορές την εβδομάδα, όπως ο ίδιος παραδέχεται, με τους συμπαίκτες του στα παρκέ, βάζοντας αναγκαστικά διαιτητές στους αγώνες τους.

Ο Θεόδωρος Βασιλακόπουλος μιλά στο Basketa.gr σε μια διαφορετική συνέντευξη από τις υπόλοιπες. Περιγράφει τα παιδικά του χρόνια, που συνδυάστηκαν από το μπάσκετ, πριν από την «έκρηξη» του αθλήματος και το τι τον έκανε να κατευθυνθεί σε ένα σπορ, που τότε ήταν «έτη φωτός» μακριά σε δημοτικότητα από το ποδόσφαιρο. Εξιστορεί τις... αγνές εκείνες εποχές, τους συμπαίκτες και αντιπάλους, που στη συνέχεια διακρίθηκαν στο ελληνικό μπάσκετ, το λόγο που σταμάτησε και τις δικές του παραστάσεις. Εκφράζει άποψη για τη σημερινή εποχή, όπου αναφέρεται και στις... ενστάσεις του από την πορεία των ελληνικών ομάδων μέχρι τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και κάνει λόγο για τις μπασκετικές ικανότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον οποίο αγωνίζονται στο ίδιο γήπεδο. Στο τέλος, φυσικά, εκτός του ότι μας αποκαλύπτει το τι τον ρωτάνε για τον... συνονόματό του, Γιώργο Βασιλακόπουλο, δεν παραλείπει να προβλέψει την πορεία της πανδημίας και να τοποθετηθεί για τη διαφωνία του ως προς τα νέα μέτρα με την πληρότητα των γηπέδων, εξηγώντας το λόγο.

«Προτίμησα το μπάσκετ από το ποδόσφαιρο, λάτρευα τον Παπαγεωργίου αλλά... με 1.76 πού να πάω;»

Μιλήσατε προ ημερών για την ενασχόλησή σας με το μπάσκετ, οπότε ας ξεκινήσουμε με τα βασικά. Ποια είναι η σχέση σας με το άθλημα;

Το μπάσκετ είναι το αγαπημένο μου σπορ από μικρός. Μου άρεσε περισσότερο από το ποδόσφαιρο και, μάλιστα, σε μια εποχή όπου ελάχιστοι ασχολούνταν σε σύγκριση με τη σημερινή εποχή, στη δεκαετία του 1970. Από 12 ετών ξεκίνησα να παίζω στους Παμπαίδες και τους Παίδες του Εσπέρου Καλλιθέας, που ήταν και η ομάδα της περιοχής μου. Έπαιξα μέχρι και στη Β’ Λυκείου, αλλά τότε αποφάσισα να σταματήσω και να δώσω Πανελλαδικές εξετάσεις. Δεν προλάβαινα τα μαθήματα, τα φροντιστήρια και το μπάσκετ παράλληλα. Εκ των υστέρων, έπαιξε λίγο και στον Παντζιτζιφιακό και μετά στην ομάδα μπάσκετ της Ιατρικής στο ΕΚΠΑ και όταν γύρισα από τον Καναδά, άρχισα ξανά να παίζω με φίλους μου συναδέλφους κατά κύριο λόγο, νοικιάζοντας έναν χώρο, στον οποίο παίζουμε και, μάλιστα, συνήθως με… διαιτητή, καθώς έχουμε τη συνήθεια να τσακωνόμαστε (γέλια).

Είναι όντως ξεχωριστό πως ασχοληθήκατε με το μπάσκετ στη δεκαετία του 1970, καθώς μπορεί να ήταν και πάλι δημοφιλές άθλημα ως δεύτερο πίσω από το ποδόσφαιρο, αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η γνωστή «έκρηξη» του 1987. Ποια ήταν τα δικά σας ερεθίσματα, για να ασχοληθείτε εκείνη την περίοδο με το άθλημα; Επίσης, τι πρόσβαση είχατε στο σπορ, είτε αθλούμενος είτε στην τηλεόραση;

Όπως θα γνωρίζετε, η τηλεόραση τότε είχε μόνο δύο κρατικά κανάλια, τα οποία όμως έδειχναν μπάσκετ. Ήταν, δε, μια εποχή όπου έκαναν κάποιες πολύ καλές προσπάθειες στην Ευρώπη εναλλάξ ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι και οι δύο είχαν φτάσει μέχρι τους κορυφαίους έξι του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Παρότι έκαναν αυτές τις επιτυχίες, εγώ είχα εντυπωσιαστεί από τον Χάρη Παπαγεωργίου, το σημερινό πρόεδρο του Άρη, που τότε έπαιζε και στην ομάδα. Όταν τότε, λοιπόν, σταμάτησε ο Ανέστης Πεταλίδης ως προπονητής και ανέλαβε ο τότε νέος Γιάννης Ιωαννίδης κατάφερε και πανηγύρισε το πρωτάθλημα το 1979 με Ανανιάδη, Αλεξανδρή, Παραμανίδη, Παπαγεωργίου, Βορεάδη, Σκόνδρα και άλλους. Ήταν μια άλλη εποχή τότε, όπως καταλαβαίνετε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ότι όταν έπαιζα στον Έσπερο, το μεγάλο ταλέντο ήταν ο φοβερός σέντερ Λιβέρης Ανδρίτσος, που μετά εξελίχθηκε σε «3άρι» και είχε τη δική του συμβολή στο Ευρωμπάσκετ του 1987. Το μεγαλύτερο ταλέντο της δικής μου γενιάς θυμάμαι πως ήταν ο Δημήτρης Δημακόπουλος, που επίσης έπαιξε στον Παναθηναϊκό, αλλά δεν του άρεσε ιδιαίτερα η προπόνηση. Εγώ, αντιθέτως, προερχόμουν από το στίβο και μου άρεσε η προπόνηση, όντας και αρκετά γυμνασμένος.

Είχατε προοπτική να εξελιχθείτε σε επαγγελματία αθλητή, προτού τα παρατήσετε για τις Πανελλήνιες;

Όχι, δεν ήμουν ιδιαίτερο ταλέντο στο μπάσκετ. Ήμουν πολύ αθλητικός, έπαιζα καλή άμυνα, ήμουν και παραμένω καλό πλέι μέικερ με καλή ικανότητα στο να βλέπω γήπεδο και στην πάσα, αλλά δεν είχα το ταλέντο στην επαφή με το καλάθι, που εκείνη την εποχή ήταν χαρακτηριστική.

Σήμερα μπορεί και να μην το χρειαζόσασταν κιόλας το σουτ.

Αυτό είναι μια αλήθεια (γέλια). Με ύψος 1.76, όμως, δεν μπορείς να έχεις σοβαρή φιλοδοξία να κάνεις οτιδήποτε στο μπάσκετ. Δεν μπορούσες, τουλάχιστον, εκείνη την εποχή. Το μπάσκετ, καλώς ή κακώς, είναι ένα άθλημα φτιαγμένο για ψηλούς.

Και ο Μάγκσι Μπογκς, βέβαια, έκανε καριέρα με ύψος 1.60.

Ναι, αλλά αυτός ήταν ξεχωριστό ταλέντο και ήταν χρήσιμος στο να «πουλήσουν» στο ΝΒΑ μια αντίστοιχη εικόνα. Αυτός κάρφωνε ανάποδα κι εγώ στα καλύτερά μου, με το άλμα μου έφτανα το πολύ στεφάνι (γέλια).

«Ξεχώριζε ο Ελληνιάδης, στο Αιγάλεω μας... έβριζαν γονείς»

Θα θέλατε να μου μεταφέρετε το κλίμα της εποχής, όπου παίζατε μπάσκετ και τις συνθήκες, όπου έπρεπε να ανταποκριθείτε; Κι αυτό, γιατί μετά το 1987 αρχίσαμε να έχουμε μια μπασκέτα σε κάθε γειτονιά, ενώ λίγο νωρίτερα δεν ίσχυε το ίδιο.

Αυτό είναι μια αλήθεια. Εγώ ξεκίνησα το 1979 στην Αθήνα, επί της ουσίας, καθώς ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος και γυρνούσαμε και στην Επαρχία. Τότε, όμως, το γήπεδο στο λόφο, όπου σήμερα βρίσκεται το Κλειστό του Εσπέρου, ήταν τότε ανοικτό. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι την εποχή εκείνη οι παράγοντες του Εσπέρου μας πρόσφεραν στο τέλος κάθε προπόνησης ή αγώνα ένα γυάλινο μπουκάλι φρέσκο γάλα. Εμένα, όμως, δε μου άρεσε το γάλα και απλά την έβγαζα με νερό (γέλια).

Στην Επαρχία, φαντάζομαι, θα ήταν ίσως δύσκολο ακόμη και να βρείτε παιδιά να παίξετε μπάσκετ εκείνη την εποχή.

Ήταν, όντως, πιο δύσκολο. Ήταν μια εποχή, που έπαιζε πολύ λιγότερος κόσμος μπάσκετ, άρα μπορεί και να μην έβρισκες παρέα να παίξεις. Δεν είχαν φτιαχτεί, μάλιστα, και πολλά γήπεδα στην Επαρχία, παρά μόνο ίσως σε κάποια σχολεία, που είχαν απλά μια μπασκέτα, για να προπονούνται τα παιδιά. Ήταν πολύ διαφορετικό τότε το άθλημα. Το μεγαλύτερο γήπεδο της Επαρχίας μπορεί να χωρούσε μέχρι 1.000-1.500 φιλάθλους. Όταν χρειαζόταν, επίσης, να γίνει αγώνας με πολλούς θεατές το καλοκαιράκι, χρησιμοποιούσαν το Καλλιμάρμαρο. Έχω δει, μάλιστα, την Εθνική να παίζει σε ανοικτό γήπεδο στο Καλλιμάρμαρο, όσο παράξενο κι αν ακούγεται για εκείνη την εποχή. Είχαν περάσει, άλλωστε, αρκετά χρόνια από τον τελικό του Κυπελλούχων της ΑΕΚ, αλλά ακόμη παίζαμε σε ανοικτά γήπεδα στα μεγάλα ματς.

Ποιον είχατε προπονητή στον Έσπερο και ποιοι ξεχώριζαν;

Θυμάμαι πως προπονητής μου ήταν ο Πάνος Χοντζόπουλος, ένας αρκετά αυστηρός κόουτς. Στη γενιά μου θυμάμαι πως αυτός που έκανε καριέρα ήταν ο Αχιλλέας Δεμέναγας, που ήταν όμως λίγο μικρότερος, ενώ ο σκόρερ στην ηλικία μας ήταν ο Δέδες. Είχε εκπληκτική επαφή με το καλάθι.

(Στην φωτογραφία πρώτος από δεξιά, με άλλους σπουδαίους του Εσπέρου, ο Πάνος Χοντζόπουλος)

Στη σημερινή εποχή στο μπάσκετ στην Ελλάδα υπάρχει μια σύγχυση ως προς το πώς πρέπει να προσεγγίσουμε την αναπτυξιακή διαδικασία, από τους προπονητές και το ρόλο των γονέων, μέχρι το πλάνο της Ομοσπονδίας και την «εισβολή» των μάνατζερ για παίκτες σε πολύ νεαρές ηλικίες, σε μια κατάσταση που «πληγώνει» το ίδιο το άθλημα και ίσως ξεχνάμε την ίδια την αγάπη προς αυτό. Στη δική σας εποχή πώς προσεγγιζόταν η κατάσταση, σύμφωνα με τη δική σας εμπειρία ως τότε νέος παίκτης;

Εκείνη την εποχή θυμάμαι, ότι ο Έσπερος ήταν μια ομάδα πολύ ανταγωνιστική στα τμήματα υποδομής. Μεγάλος μας αντίπαλος ήταν ο Πειραϊκός και έναν χρόνο μεγαλύτερος από μένα ήταν ο Σταύρος Ελληνιάδης. Ήταν ένας αδιανόητος παίκτης με μεγάλο ταλέντο, που γνώριζε το ίδιο μπάσκετ στα 15 με την εποχή, όπου έπαιζε στον Ολυμπιακό. Ξεχώριζε σε τρομερό σημείο, δηλαδή, από τότε. Απαντώντας στην ερώτησή σας συγκεκριμένα με την προσέγγιση στις Ακαδημίες, υπήρχαν ομάδες που έκαναν πρωταθλητισμό και άλλες που έπαιζαν για το ίδιο το παιχνίδι. Ο Έσπερος ήταν στις ομάδες, που έκαναν πρωταθλητισμό. Στις ομάδες που έκαναν πρωταθλητισμό, δε, υπήρχε ένα παράξενο κλίμα, καθώς αρκετοί γονείς θεωρούσαν πως μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα παιδιά τους στο να περάσουν στη γυμναστική ακαδημία ή αλλού, κατακτώντας με έναν τίτλο. Είχαμε, επομένως, 6-7 παράγοντες σε εκείνες τις ομάδες, των οποίων τα παιδιά έπαιζαν κατά προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους, εκμεταλλευόμενοι τότε το προνόμιό τους. Δεν είναι, λοιπόν, τωρινό το φαινόμενο αυτό, αλλά ίσχυε και τότε.

Υπήρχε κάτι άλλο που σας εντυπωσίαζε από ομάδες ή παίκτες, με τους οποίους συναγωνιστήκατε;

Δε θυμάμαι με ακρίβεια ονόματα, αλλά μπορώ να σας περιγράψω μια συγκεκριμένη κατάσταση, που είχα ζήσει. Έχουμε πάει για φιλικό στο Κλειστό του Αιγάλεω μια Κυριακή πρωί, για να παίξουμε με μια τοπική ομάδα. Θυμάμαι τότε 500 γονείς να έρχονται να μας φωνάζουν και να μας βρίζουν. Και μιλάμε για αγώνα στο παιδικό, ήταν μια παράξενη κατάσταση.

«Είμαι Αρειανός, ο Γιάννης έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα»

Ζήσατε, φαντάζομαι, και την «έκρηξη» του μπάσκετ ως φίλαθλος και φοιτητής πια. Πώς το είδατε ως… ρομαντικός του αθλήματος, που ασχολείτο προτού αυτό γίνει εξαιρετικά δημοφιλές;

Ήταν κάτι πολύ εντυπωσιακό. Στο μπάσκετ υπήρξε ένα γεγονός-σταθμός κι αυτό δεν ήταν άλλο από την έλευση του Νίκου Γκάλη. Ο Γκάλης άλλαξε το άθλημα από τον τρόπο προπόνησης, μέχρι τον τρόπο διαπραγμάτευσης ενός συμβολαίου. Να σας υπενθυμίσω, ότι ο αθλητικός νόμος τότε δεν αναγνώριζε επαγγελματικό μπάσκετ και οι αθλητές ήταν με δελτίο και ήταν υποχρεωμένοι, αν δε συμφωνούσε ο σύλλογος σε μεταγραφή, να περιμένουν έως και 12 χρόνια, για να μείνουν ελεύθεροι. Ήταν μια εντελώς διαφορετική εποχή τη δεκαετία του 1980, για να κυριαρχήσει αμέσως μετά η Θεσσαλονίκη, όταν ο Γκάλης άλλαξε τις ισορροπίες. Ο Γκάλης, δε, έκανε και το άθλημα πολύ πιο εντυπωσιακό, άρα και πολύ θελκτικό, με αποτέλεσμα να έρθουν κι άλλοι σε αυτό. Αργότερα ήρθαν και οι επιτυχίες, ενώ νωρίτερα η Εθνική δεν πήγαινε σε μια θέση ανώτερη της 9ης σε πανευρωπαϊκά.

Μετά από αυτό, αν δεν κάνω λάθος, σπουδάσατε εκτός Ελλάδας.

Έχω πάει στη Βοστόνη, μετά ήρθα στη Σπερχειάδα για το αγροτικό μου, συνέχισα στον Ευαγγελισμό και στο τέλος της ειδικότητας βρέθηκε και έξι μήνες στη Μασσαλία. Μετά βρέθηκα και για δύο χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Μοντρεάλ του Καναδά και επέστρεψα το 2003, όταν και διορίστηκα ως λέκτορας στο ΕΚΠΑ.

Γνωρίσατε στις τρεις χώρες (ΗΠΑ, Γαλλία, Καναδάς) την ίδια λατρεία για το μπάσκετ;

Όχι, δε θα το έλεγα. Ακόμη και στις ΗΠΑ το πιο δημοφιλές είναι το ποδόσφαιρο, το… κανονικό το δικό μας, όχι το αμερικανικό. Αρέσει πιο πολύ στον απλό κόσμο, αλλά δεν έχει την απήχηση του αμερικανικού, γιατί δεν είναι ανταγωνιστικές οι ομάδες και δεν έχουν ποδόσφαιρο υψηλού επιπέδου. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι η κουλτούρα του πώς παίζουν μπάσκετ σε αυτή την χώρα είναι διαφορετική. Στον Καναδά, αντιθέτως, το μπάσκετ είναι πιο πίσω, εθνικό τους άθλημα είναι το χόκεϊ επί πάγου.

Η Βοστόνη, όμως, είναι μια πανεπιστημιούπολη και αθλητούπολη. Ποια ήταν η δική σας εμπειρία στην ενασχόληση με τον αθλητισμό;

Ασχολούνται, όντως, πολύ με τον αθλητισμό. Για όσους, όμως, ασχολούνται όπως εγώ, που είχα πάει σε ματς των Σέλτικς, όπως και των Ρόκετς σε ένα πρόσφατο συνέδριο, όπου είχα βρεθεί στο Χιούστον, καταλαβαίνει κανείς πως η ατμόσφαιρα σε σύγκριση με ένα ευρωπαϊκό, και δη ελληνικό γήπεδο, είναι εντελώς διαφορετική. Στο ΝΒΑ βλέπεις μια πολιτισμένη εορτή του μπάσκετ, ενώ στην Ελλάδα νιώθεις σε ντέρμπι, ότι πάμε να… σκοτωθούμε. Είναι διαφορετική η αντιμετώπιση του προϊόντος.

Συμφωνείτε, ότι στο ΝΒΑ υπάρχει μια αντιμετώπιση σαν να είναι ένα ολοκληρωμένο θέαμα, που δεν περιλαμβάνει μόνο όσα γίνονται την ώρα του αγώνα;

Το παιχνίδι για τους θεατές του ΝΒΑ είναι απλά μια διασκέδαση. Δεν υπάρχουν φανατισμοί, βρισιές, απειλές, καπνογόνα και άλλα παρόμοια, που συναντάμε στην Ελλάδα. Στο ΝΒΑ είναι σαν να πηγαίνεις θέατρο κατά κάποιο τρόπο, απλά επιτρέπεται να βάλεις μια φωνή, να φας τα πατατάκια σου, να πιεις το αναψυκτικό σου και να διασκεδάσεις πιο άνετα.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας παίκτες στην Ελλάδα, την Ευρώπη και το ΝΒΑ;

Θα ξεκινήσω με το ΝΒΑ, όπου θα πω πως με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο ο Ντόντσιτς. Το ΝΒΑ, όμως, θέλω να επισημάνω πως για μένα έχει τρομερές διαφορές με το ευρωπαϊκό μπάσκετ, καθώς στόχος τους είναι περισσότερο να είναι εντυπωσιακοί στην επίθεση, με αποτέλεσμα αναγκαστικά στα περισσότερα παιχνίδια να μην παίζουν την ίδια άμυνα. Για αυτό και αν βάλεις πολλούς παίκτες του ΝΒΑ σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον, τότε δε θα αποδώσουν τα ίδια. Για να μην πάμε μακριά, ο δικός μας ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, που πετυχαίνει «50άρες» στο ΝΒΑ, δεν φτάνει πάνω από 23-24 πόντους στο δικό μας μπάσκετ. Αν παίξεις, δηλαδή, μόνιμα μια ζώνη προσανατολισμένη σε εκείνον, δεν ξέρω τι θα πετύχει.

Υπάρχουν, όμως, κι άλλα θέματα γύρω από την απόδοση του Γιάννη, όπως οι διαφορετικοί κανόνες του ΝΒΑ και της FIBA. Στο ΝΒΑ, για παράδειγμα, υπάρχουν και τα αμυντικά τρία δευτερόλεπτα, ενώ στους κανόνες της FIBA δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα να μπορείς να βάλεις μόνιμα έναν ψηλό στη ρακέτα, για να τον δυσκολέψει. Όλα αυτά, βέβαια, δε θεωρώ πως αναιρούν το ταλέντο του, που τον έφερε πρωταθλητή του ΝΒΑ.

Δε μίλησα σε καμία περίπτωση για το ταλέντο του. Έχει ένα τρομακτικό ταλέντο, αλλά ένα μεγάλο βασικό έλλειμμα, γιατί για μένα ένας μπασκετμπολίστας με σουτ κάτω από το μέτριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένος. Έχει, αντιθέτως, ένα πολύ μεγάλο μειονέκτημα.

Δεν καλύπτει αυτό το έλλειμμα, όμως, όντας «τέρας της φύσης» στα υπόλοιπα;

Ναι, σε αυτό έχετε δίκιο. Ως προς την Ευρώπη, επίσης, θέλω να σημειώσω πως μεγάλωσα σε μια εποχή, όπου κάθε ομάδα ήταν και ομάδα της χώρας της, παίζοντας κυρίως με γηγενείς και το πολύ με 2-3 ξένους. Μπορούσες, έτσι, να βλέπεις τι παιχνίδι παίζει κάθε χώρα στο μπάσκετ, είτε στη Γιουγκοσλαβία, είτε στη Σερβία, ή στην Ισπανία και την Ελλάδα. Σήμερα, όμως, έχει αλλοιωθεί τόσο πολύ το άθλημα, που μπορεί να δεις πεντάδα σε ελληνική ομάδα δίχως Έλληνα. Και στο ΝΒΑ, βέβαια, έχει αλλάξει η κατάσταση, καθώς σπανίως κάποτε έπαιρναν παίκτες από την Ευρώπη ή αλλού, ενώ σήμερα παίρνουν ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί και μόνο με την προοπτική του ταλέντου.

Εννοείτε ένα παράδειγμα σαν του Γιώργου Καλαϊτζάκη, που όντως πήγε με την προοπτική του ταλέντου του και χωρίς να τον έχουμε δει πολύ να παίζει νωρίτερα;

Ναι είναι ένα καλό παράδειγμα, ενώ αντίστοιχα δεν έπαιξε ο Παναγιώτης Γιαννάκης στο ΝΒΑ. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τον Καλαϊτζάκη, που έχει μια μεγάλη προοπτική μπροστά του, αλλά καταλαβαίνετε γιατί αναφέρω τον Γιαννάκη, που είχε ένα τρομερό ταλέντο. Μπορεί να υπήρξαν πολλοί παράγοντες που δεν του επέτρεψαν να παίξει, ενώ τον ήθελαν ειδικά οι Σέλτικς, αλλά δεν παύει τελικά να μην κατάφερε να αγωνιστεί στο ΝΒΑ.

Θα ήθελα, όμως, να επανέλθω στην ερώτηση για τους αγαπημένους σας παίκτες και πριν μου ονομάσετε για την Ελλάδα και την Ευρώπη μερικούς, να μου πείτε και τι ομάδα είστε.

Έχετε δίκιο, ξεφύγαμε από την ερώτηση εκείνη αναλύοντας άλλα θέματα (γέλια). Εγώ είμαι από τους… ανώμαλους, πρέπει να σας πω για την ομάδα που υποστηρίζω.

Μη μου πείτε Εθνική Ελλάδας…

Όχι, όχι (γέλια). Είμαι Άρης, απλά για τη σημερινή εποχή νομίζω πως είναι λίγο πιο παράξενο λόγω της παρακμής της ομάδας. Θεωρώ, ωστόσο, ότι με ξεχωρίζει το γεγονός πως έγινα Άρης την εποχή του Παπαγεωργίου και του πρώτου πρωταθλήματος με Ιωαννίδη, προτού δηλαδή έρθει ο Γκάλης.

Εντάξει, μπασκετικός και Αρειανός μόνο παράδοξο δεν είναι…

Σωστά, αν και πρέπει να σας παραδεχθώ πως στο ποδόσφαιρο είμαι Ολυμπιακός κι έχω μεγάλη συμπάθεια και στον Ολυμπιακό του μπάσκετ. Σε έναν αγώνα Άρη-Ολυμπιακού στο μπάσκετ, όμως, θα είμαι με τον Άρη. Για να γυρίσω, όμως, στην ερώτηση για αγαπημένους παίκτες, θα πω για την Ελλάδα ότι μου αρέσει πολύ ο Βεζένκοφ από πιτσιρικάς, όταν και έπαιζε μάλιστα στον Άρη. Μου αρέσουν επίσης ο Παπαπέτρου και ο Παπαγιάννης, όπως έχουν εξελιχθεί, ενώ εντυπωσιακός είναι και ο Πρίντεζης, ο οποίος καθιέρωσε και δικό του σουτ. Δεν το συζητώ, επίσης, για πιο πρόσφατους τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη και τον Παπαλουκά. Ο Παπαλουκάς, δε, «κουμπώνει» σε άλλο σημείο της κουβέντας μας, που λέγαμε για παίκτες σπουδαίους χωρίς απειλητικό σουτ, εκείνος ήταν μια μεγάλη εξαίρεση. Στις άλλες ευρωπαϊκές ομάδες μου αρέσει πολύ ο Σβεντ, είναι πολύ εντυπωσιακός παίκτης. Ο Γιουλ το ίδιο, ενώ με τρελαίνει να βλέπω έναν παίκτη με χαμηλότερο ύψος, σαν τον Λάρκιν, να κάνει όλα αυτά τα «μαγικά» στο παρκέ.

Για να κλείσουμε το συγκεκριμένο θέμα, προτιμάτε ευρωπαϊκό μπάσκετ ή ΝΒΑ;

Προτιμώ σίγουρα το ευρωπαϊκό μπάσκετ και παρακολουθώ φανατικά όσα γίνονται.

«Έτσι είναι σαν... παίκτης ο Μητσοτάκης, δεν παρακολουθώ Έσπερο»

Μιας και παρακολουθείτε με τέτοιο ενδιαφέρον, έχετε κάποια άποψη για το τι φταίει που οι ελληνικές ομάδες παρουσιάζουν μια πολύ πιο «φτωχή» εικόνα, τη στιγμή που φέτος εμφανιστήκαμε στην αρχή της σεζόν με εννέα εκπροσώπους;

Θεωρώ, ότι αυτό που φταίει είναι το οικονομικό θέμα. Στις μεγάλες εποχές των ελληνικών ομάδων και όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και λιγότεροι έβγαιναν από τα σπάργανά τους. Οι περισσότεροι έρχονταν, είτε Έλληνες είτε ξένοι, με μεταγραφές και μεγάλα συμβόλαια. Για να το πετύχεις αυτό, έπρεπε να έχεις μεγάλο μπάτζετ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Παναθηναϊκός στην εποχή του Παύλο Γιαννακόπουλο, που είχε έναν κορυφαίο προπονητή και μια πανσπερμία παικτών. Ο Ολυμπιακός, επίσης, ανέβηκε και άρχισε να ξαναπαίρνει τίτλους, όταν έβαλε «βαθιά» το χέρι στην τσέπη, έστω κι αν πήρε τα ευρωπαϊκά μόλις άρχισε να μειώνει την χρηματοδότηση. Είναι αντικειμενικά δύσκολο να ανταγωνιστείς τα μεγάλα μπάτζετ. Πρέπει να κάνεις αυτό, που πραγματοποιεί τώρα ο Ολυμπιακός. Πρέπει να βρεις το σωστό προπονητή, που θα του εμπιστευτείς, τους κατάλληλους παίκτες, ένα σταθερό πλάνο, την τεχνογνωσία και πολλά ακόμη. Αυτά τα στοιχεία είναι και τα πιο σημαντικά, καθώς ομάδες με μεγάλο μπάτζετ έχουμε δει να μην πετυχαίνουν.

Αυτή η τελευταία σας φράση θα ήταν και το αντεπιχείρημά μου. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ο φετινός Παναθηναϊκός αντίστοιχα να είναι πολύ χαμηλά στην Ευρωλίγκα, ενώ ομάδες με παρόμοιες αγωνιστικές δαπάνες είναι πιο ψηλά, τον κερδίζουν άνετα και «κυνηγούν» έως και οκτάδα, όπως η Μονακό ή η Μπάγερν. Μήπως το μπάτζετ είναι μεν πολύ σημαντικό, αλλά εξαρτάται και από το πώς το διαχειρίζεσαι;

Φυσικά το μπάτζετ δεν είναι τα πάντα, αλλά έχετε δει πολλές ομάδες με χαμηλό αγωνιστικό μπάτζετ έχουν μπει στην οκτάδα ή έχουν περάσει στο Final Four;

Όχι, αλλά βλέπουμε τουλάχιστον κάποιες να είναι πιο ανταγωνιστικές και να έχουν μια στόχευση.

Για να πετύχεις στο μπάσκετ, πρέπει να έχεις λοιπόν ένα σημαντικό κεφάλαιο, που θα σου εξασφαλίσει ο χρηματοδότης. Υπάρχουν κι άλλα σημαντικά στοιχεία, αλλά το μπάτζετ είναι καθοριστικό.

Παρακολουθώντας αρκετό μπάσκετ, μήπως έχετε υπόψη σας την πορεία του Εσπέρου τα τελευταία χρόνια, κάνοντας φέτος πρωταθλητισμό στη Β’ Εθνική;

Η αλήθεια είναι πως δε γνωρίζω και δεν παρακολουθώ τι κάνει η ομάδα. Έχω φύγει και από την περιοχή από τα 19 μου, ζώντας σε άλλες περιοχές της Αθήνας, οπότε έχω «κόψει» τη σύνδεσή μου με χαμηλότερες κατηγορίες. Παρακολουθώ κυρίως τα μεγάλα ματς και παίζω δύο φορές την εβδομάδα, που κάνει καλό στην υγεία μου.

Είχατε πει πως παίζετε στον ίδιο χώρο με τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη;

Όταν τελειώνει η δική μου ομάδα στις 19:30, τότε έρχεται η επόμενη και καμιά φορά εμφανίζεται και ο πρωθυπουργός. Τον βλέπω αρκετές φορές, καθώς εμείς κάνουμε αποθεραπεία την ώρα που παίζει.

Και πώς σας φαίνεται σαν παίκτης;

(Δισταγμός) Θα έλεγα αξιοπρεπής.

Σε τι θέση θα τον βάζατε και με τι κύριο χαρακτηριστικό;

Στις θέσεις 3-4 θα έλεγα με το επίπεδο που παίζω. Για να σας δώσω να καταλάβετε, εγώ στην ομάδα μου παίζω ξεκάθαρα στο «1», έχουμε ακόμη έναν στα 2.00 για σέντερ και μερικούς ακόμη λίγο πιο κοντούς. Το επίπεδο αυτό, επομένως, είναι πολύ διαφορετικό. Στο σημερινό μπάσκετ θεωρείσαι κοντός πλέι μέικερ στο 1.90, που για εμάς μπορεί να παίξεις και σέντερ.

Αντίστοιχα, όμως, ο κορυφαίος ριμπάουντερ της Ευρωλίγκα, ο Χάινς, έχει ύψος 1.98, άρα ίσως παίζετε ένα ωραίο small ball.

Σωστό αυτό που λέτε, αλλά αν βάλετε 100 παίκτες των 2.10 μέτρων και 100 των 1.98 μέτρων νομίζω, ότι η διαφορά θα είναι συντριπτική. Πρέπει να έχεις ένα αδιανόητο ταλέντο, σαν αυτό που αναφέρατε του Χάινς, για να ξεχωρίσεις με τέτοιο χαμηλό ύψος. Τα περισσότερα στοιχεία στη ζωή είναι στατιστικά, ως προς τα φαινόμενα, και οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα εξαιτίας ενός μεγάλου ταλέντου, που μπορεί να έχει ο αθλητής. Αυτό που έχω να διαχωρίσω, επίσης, σε σχέση με το παρελθόν είναι, ότι οι προπονητές παλιά προετοίμαζαν τα παιδιά για τη θέση, όπου προορίζονταν. Ήταν σπάνιο ένα παιδί ψηλό να μάθει να χειρίζεται την μπάλα σαν πλέι μέικερ. Για αυτό και η Γιουγκοπλάστικα κάποτε ήταν σχεδόν ανίκητη, καθώς οι περισσότεροι παίκτες της, όσο ύψος κι αν είχαν, μπορούσαν να κάνουν τα πάντα και να παίξουν όλες τις θέσεις.

«Πρέπει να πάμε σε 100% πληρότητα στα γήπεδα, αυτό με ρώτησαν για τον Γιώργο Βασιλακόπουλο»

Θα ήθελα να περάσουμε και στα θέματα του κορονοϊού και των μέτρων. Όπως ενδεχομένως γνωρίζετε, από το Σαββατοκύριακο αυτό η πληρότητα ανεβαίνει από το 10% στο 50% στα γήπεδα. Συμφωνείτε καταρχάς με το μέτρο;

Συμφωνώ εν μέρει, καθώς από τη μία συντάσσομαι με την αύξηση της πληρότητας, αλλά από την άλλη πλευρά δεν κατανοώ γιατί υπάρχει ακόμη ο περιορισμός αυτός, ακόμη και στο 50%.

Πρέπει, δηλαδή, να είναι στο 100% η πληρότητα;

Βεβαίως, αυτό πιστεύω και θα σας εξηγήσω. Θεωρώ λάθος που δεν είναι στο 100% η πληρότητα και βρίσκεται πια στο 50%, καθώς στην πραγματικότητα μιλάμε για ελάχιστα ματς που περιορίζονται, όπως για παράδειγμα ο αγώνας ποδοσφαίρου του Ολυμπιακού με την Αταλάντα την εβδομάδα που έρχεται. Θέλετε να βάλουμε και κάποιο ντέρμπι ακόμη, είτε στο ποδόσφαιρο είτε στο μπάσκετ. Ο μέσος όρος εισιτηρίων της Σούπερ Λίγκας ήταν, άλλωστε, γύρω στα 1.000 εισιτήρια πριν από τον κορονοϊό, ενώ και στο μπάσκετ η επισκεψιμότητα, ειδικά στα μεγάλα γήπεδα, ήταν επίσης «φτωχή». Άρα, ουσιαστικά μιλάμε για 3-4 παιχνίδια που αποτελούν πρόβλημα συνωστισμού, ενώ την ίδια ώρα αφήνουμε ανοικτή χωρίς περιορισμούς σχεδόν τη διασκέδαση. Για ποιο λόγο αφήνουμε, λοιπόν, 2.000 άτομα σε ένα κλειστό μαγαζί να πίνουν, να αγκαλιάζονται και να κάνουν οτιδήποτε άλλο, ενώ στα γήπεδα, όπου οι περισσότεροι χώροι είναι ανοικτοί, είσαι πιο αραιά τοποθετημένος στην εξέδρα; Δε βλέπω, επομένως, πρόβλημα να έχουμε 100% πληρότητα.

Διαφωνείτε εξαρχής, δηλαδή, με την όποια ιδέα περιορισμών στα γήπεδα;

Όχι, διαφωνώ τώρα με το μέτρο, όταν την ίδια στιγμή αφήνουμε ελεύθερη τη διασκέδαση. Τα μεγάλα μπαρ, όπως γνωρίζετε, μπορούν να υποδεχθούν έως και 2.000 άτομα, έχουν 20 φορές μεγαλύτερη επικινδυνότητα νόσησης σε σύγκριση με το γήπεδο, και πάντοτε γεμίζουν. Το Καραϊσκάκη, το ΟΑΚΑ και το ΣΕΦ, αντίθετα, πόσες φορές θα γεμίσει, είτε πρόκειται για ανοικτούς είτε για κλειστούς χώρους; Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, διαφωνώ με το μέτρο αυτή τη στιγμή.

Θα θέλατε να μας εξηγήσετε το λόγο, που σε όλες τις περιπτώσεις, όπου ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα, ένας από τους πρώτους στόχους ήταν ο αθλητισμός, ενώ είναι και από τους τελευταίους όπου αίρονται;

Δεν είναι από τους τελευταίους θεωρώ…

Μα, ακόμη υπάρχουν περιορισμοί στην πληρότητα.

Για να μην τα συγχέουμε, πρέπει να προσεγγίσουμε αλλιώς το θέμα και να δούμε τις δύο μεγάλες φάσεις του κορονοϊού. Στην πρώτη φάση δεν είχαμε καν εμβόλια και διαθέταμε λιγότερη γνώση για την νόσο, στη δεύτερη είχαμε αλλά όχι σε επάρκεια για τον πληθυσμό, ενώ στη σημερινή έχουμε τα εμβόλια και αρκετή κάλυψη. Στον αθλητισμό, επίσης, έχουμε σπορ με συχνή επαφή, όπως για παράδειγμα το μπάσκετ, ενώ διεξάγεται με κόσμο σε κλειστό γήπεδο. Στο ποδόσφαιρο, αντίστοιχα, είναι λιγότερο συχνή η επαφή, ενώ στο πόλο είναι εξίσου συχνή με το μπάσκετ. Κάθε άθλημα, λοιπόν, είναι διαφορετικό, ενώ με άλλο τρόπο πρέπει να αντιμετωπίζονται οι μεταβλητές των αθλητών και των θεατών. Για τους θεατές, δε, θα ήθελα να πω για τη σημερινή εποχή πως επί της ουσίας στερείς τη διασκέδασή του και κάποια έσοδα από την ομάδα, ενώ οι αθλητές συνεχίζουν να παίζουν, άρα δεν επηρεάζεις θετικά σε σημαντικό βαθμό πια την υγεία του πληθυσμού. Στην πρώτη περίοδο της πανδημίας, όμως, έπρεπε να ληφθούν τα μέτρα για τους λόγους, που αναφέραμε. Δεν νομίζω, πάντως, ότι ο αθλητισμός χτυπήθηκε περισσότερο από τους άλλους τομείς, αλλά περίπου το ίδιο.

Την τελευταία φορά, όπου επιβλήθηκαν τα περιοριστικά μέτρα για τα γήπεδα με το 10% στην πληρότητα, θυμάμαι πως ελήφθησαν και λόγω κάποιων συγκεκριμένων εικόνων, που έκαναν άσχημη εντύπωση, με τον υπουργό Υγείας να σημειώνει ειδικά το ντέρμπι Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός στην Ευρωλίγκα. Πρόκειται, βέβαια, για μια γενικευμένη κατάσταση, όπου βλέπουμε τον περισσότερο κόσμο να ακολουθεί τα μέτρα, αλλά μια πολύ συγκεκριμένη μερίδα να μπαίνει στο γήπεδο ανεμβολίαστη και χωρίς να ακολουθεί τα μέτρα. Θεωρώ προσωπικά, λοιπόν, ότι τα τελευταία μέτρα αδικούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού, που ήταν τυπική ως προς τα μέτρα προστασίας. Συμφωνείτε με αυτό;

Έχετε απόλυτο δίκιο σε αυτό, αλλά όπως ενδεχομένως γνωρίζετε, οι περισσότεροι κανόνες μπαίνουν από τις μειοψηφίες που κάνουν θόρυβο. Κι επειδή σε αυτή την χώρα είμαστε ανίκανοι να διαχειριστούμε τις μειοψηφίες, ή δε θέλουμε λόγω ενδεχόμενου πολιτικού κόστους, συμπαρασύρουμε έτσι όσους τηρούν τους κανόνες. Το κράτος, δηλαδή, προτιμά να κάνει οριζόντια απαγόρευση, παρά με ένα συγκεκριμένο μηχανισμό να περιορίσει πραγματικά τους μειοψηφούντες. Σε ένα γήπεδο, για παράδειγμα, δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να μπει κάποιος ανεμβολίαστος. Δεν μπορούν να τους ελέγξουν, δηλαδή; Αδυνατώ να το πιστέψω.

Ποιος είναι ο τρόπος, λοιπόν, να μη συμπαρασύρονται οι μειοψηφίες; Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μια χώρα με πολλά κρούσματα ακόμη και χαμηλότερη εμβολιαστική κάλυψη από εμάς, 70.000 άτομα είδαν το Super Bowl στην Καλιφόρνια.

Να εφαρμόζεται ο νόμος. Στην Ελλάδα έχουμε νόμους, αλλά απλά δεν εφαρμόζονται. Ο κανόνας για να μπεις στο γήπεδο είναι να είσαι εμβολιασμένος και απλά πρέπει να τηρείται. Δεν υπάρχει κάτι άλλο, αν απλά τηρηθεί ο νόμος δεν υπάρξει κανένα πρόβλημα. Οι ΗΠΑ που μου αναφέρατε, μάλιστα, έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό νεκρών ανά εκατομμύριο κατοίκους. Σε εμάς, όμως, πρέπει να σας πω πως οι επιστήμονες εισηγούνται έχοντας στο μυαλό τους, ότι ο νόμος δε θα τηρηθεί ή θα υπάρξουν άλλα προβλήματα στην εφαρμογή του, ενώ εκεί δεν ισχύει το ίδιο.

Μιλάμε, επομένως, για έναν φαύλο κύκλο;

Ναι, θα μπορούσατε να το χαρακτηρίσετε κι έτσι. Γνωρίζουμε πως στην Ελλάδα δεν τηρείται ο νόμος και, κάπως έτσι, προτείνουμε μέτρα πιο σκληρά από αυτά, που θα έπρεπε κανονικά να προτείνουμε.

Αυτό πώς το αντιλαμβάνεστε ως γιατροί και συνεχίζετε να κάνετε προτάσεις;

Είναι κάτι παράλογο. Εμείς δεν είμαστε πολιτικοί. Οι γιατροί απλά προτείνουν τι μέτρο θα εφαρμοστεί. Στα γήπεδα, για παράδειγμα, προτείναμε να είναι όλοι εμβολιασμένοι, δεν είμαστε υπεύθυνοι να πάμε να τους ελέγξουμε κιόλας. Είναι ευθύνη της ομάδας και του κράτους. Εμείς, από την πλευρά μας, ακριβώς επειδή γνωρίζουμε την ψυχολογία του κόσμου συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι δε θα υπάρξει πλήρης συμμόρφωση, προτείνουμε την πιο σκληρή εκδοχή των μέτρων, ώστε να πετύχουμε όσο μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα γίνεται.

Είναι αυτός ένας λόγος που θεωρείτε, ότι σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αργούμε να άρουμε τα μέτρα;

Δεν είναι μόνο αυτό. Θα σας υπενθυμίσω, ότι σε εκείνες τις χώρες έχουν εμβολιάσει τους πολίτες άνω των 60 ετών, ενώ εδώ έχουμε 300.000 ξεροκέφαλους, που βάζουν απλά τη ζωή τους σε κίνδυνο και πεθαίνουν κάθε μέρα.

Θέλετε να κάνετε και μια εκτίμηση για την πορεία της πανδημίας στο επόμενο διάστημα;

Η πανδημία θα μπει σε φάση ύφεσης. Μέχρι τον Ιούνιο θα υπάρξουν εμβόλια αρκετά για όλο τον κόσμο, οπότε σε συνδυασμό με τα πάμπολλα κρούσματα θα υπάρξει ένας σημαντικός βαθμός ανοσίας, ώστε ακόμη κι αν κάποιος νοσεί από κορονοϊό, να μην έχει σοβαρές συνέπειες στην υγεία του. Θα πάμε, επομένως, σε καλύτερο καλοκαίρι κι έναν ακόμη καλύτερο χειμώνα, σε σύγκριση με πέρυσι τις ίδιες εποχές. Έχουμε και περισσότερα φάρμακα στην φαρέτρα μας, οπότε θεωρώ πως πάμε σε καλύτερες μέρες, συγκριτικά για κάθε εποχή.

Μέτρα στα γήπεδα θα ξαναδούμε;

Η ελπίδα μου είναι να μην ξαναδούμε, παρότι βλέπουμε ακόμη και αθλητές που θεωρούν τον εαυτό τους άτρωτο, μεταξύ των οποίων και μπασκετμπολίστες, με αποτέλεσμα να κάνουν την τρέλα να μην εμβολιαστούν. Και το θεωρώ τρελό, γιατί το θέμα του εμβολίου είναι πάρα πολύ απλό. Έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στην πιθανή επιρροή του εμβολίου και απεναντίας τις συνέπειες, αν μολυνθείς από την νόσο. Η προοπτική υπέρ του εμβολίου είναι συντριπτική. Με τη λογική που ακολουθούν οι συγκεκριμένοι αθλητές, σας προκαλώ να διαβάσετε το χαρτί της ασπιρίνης με τις πιθανές της παρενέργειες και σας διαβεβαιώ, ότι αν τις δείτε θα… αυτοκτονήσετε. Όταν, λοιπόν, οι κίνδυνοι διαφέρουν σε τόσο μεγάλο βαθμό μεταξύ της νόσου και της θεραπείας ή της πρόληψης, διαλέγεις φυσικά τη θεραπεία ή την πρόληψη. Στην περίπτωση του κορονοϊού, χωρίς κουβέντα κι αν δεν έχεις σοβαρό λόγο να μην το κάνεις, απλά εμβολιάζεσαι.

Για να τελειώσουμε διαφορετικά καταλαβαίνετε, ότι το επώνυμό σας είναι το ίδιο με του απελθόντα προέδρου της ΕΟΚ, Γιώργου Βασιλακόπουλου, σχετιζόμενο λοιπόν με μια ιστορία. Σας έχουν μιλήσει ή «πειράξει» ποτέ για αυτό;

Μόνο με έχουν ρωτήσει, η αλήθεια είναι, για το αν έχουμε κάποια συγγένεια. Σας διαβεβαιώ πως δεν έχω (γέλια).



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ