Ο γκαρντ/φόργουορντ του Κεραυνού Στροβόλου, Νίκος Στυλιανού, «φιλοξενήθηκε» στο EOK Web Radio και μίλησε για τις εμπειρίες του απ’ την Κύπρο και τη Λιθουανία (Τζουκίγια).
Αναλυτικά είπε:
Για τη φετινή πορεία του Κεραυνού: «Για ‘μας μέχρι τώρα είναι επιτυχημένη η χρονιά. Έχουμε «κλειδώσει» την 1η θέση τουλάχιστον 3-4 αγωνιστικές πριν το τέλος, στην Ευρώπη φτάσαμε μέχρι τους «16», όπου βρεθήκαμε σε έναν όμιλο με πολύ καλές ομάδες, τη Μπάμπεργκ, την Άνβιλ και άμα ήμασταν λίγο πιο συγκεντρωμένοι στην έδρα μας θα μπορούσαμε να φτάναμε και στους «8». Σίγουρα είναι πετυχημένη η ευρωπαϊκή μας πορεία φέτος, απέναντι σε ομάδες που είχαν αρχικό στόχο το BCL και το μπάτζετ τους είναι τουλάχιστον τριπλάσιο-τετραπλάσιο απ’ το δικό μας, πιθανόν και περισσότερο. Στο πρωτάθλημα έχουμε μόνο μία ήττα απ’ τον 1ο γύρο, αλλά έχουμε και τα play-off. Βλέπουμε κάθε χρόνο ότι σχεδόν ποτέ δεν παίρνει το πρωτάθλημα η ομάδα που τελείωσε στην 1η θέση στην κανονική διάρκεια».
Για το ότι εκπροσωπούν την Κύπρο στην Ευρώπη: «Τα τελευταία χρόνια είμαστε η μοναδική ομάδα στην Κύπρο που αγωνίζεται σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις στο μπάσκετ και προσπαθούμε να το κάνουμε όσο καλύτερα μπορούμε και για το κυπριακό μπάσκετ, όχι μόνο για το σύλλογο».
Για τον κόουτς Μιχάλη Κακιούζη: «Η συνεργασία με τον κόουτς είναι πολύ καλή από πέρυσι που είχε έρθει προς το τέλος της σεζόν. Είχαμε μια κενή περίοδο από όταν έφυγε ο κόουτς Λειβαδιώτης που τον είχαμε 5-6 χρόνια στην ομάδα και τον γνωρίζαμε, μας γνώριζε, είχαμε πολύ καλή σχέση, η ομάδα έμαθε να λειτουργεί με τους δικούς του κανόνες, οπότε ήταν μια δύσκολη περίοδος. Επειδή δεν είχαμε καλά αποτελέσματα όταν έφυγε, δεν ήμασταν σε καλή κατάσταση και όταν ήρθε ο κόουτς Κακιούζης ο πρώτος του στόχος ήταν η ψυχολογία της ομάδας. Το πέτυχε και γι’ αυτό καταφέραμε να πάρουμε το νταμπλ πέρυσι. Η σχέση μας συνεχίζει να ‘ναι πάρα πολύ καλή. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν παίκτης, έχει παίξει σε πολύ ψηλό επίπεδο, έχει κερδίσει τίτλους κι επειδή κι εμάς οι στόχοι είναι να κερδίζουμε τίτλους κάθε χρόνο υπάρχει μια πολύ καλή σχέση, μπορεί να μας καταλάβει, να μας περάσει τις δικές του εμπειρίες πολύ πιο εύκολα».
Για το μπάσκετ στην Κύπρο: «Τα τελευταία 3 χρόνια έχει γίνει μια προσπάθεια να μειωθούν οι ξένοι, πριν είχαμε κι εμείς εδώ 5-6 και πιο παλιά 10. Φέτος επιτρέπονται 4 ξένοι, αλλά τρεις δικαιούνται να είναι στην πεντάδα. Αυτό σίγουρα βοηθάει τον Κύπριο παίκτη τουλάχιστον να προσπαθήσει να πάρει λεπτά συμμετοχής, αλλά είναι και στο χέρι του παίκτη να βελτιωθεί και μετά. Απ’ τη μία είναι καλό ότι μειώνονται οι ξένοι, απ’ την άλλη, επειδή υπήρχε ένα πολύ μεγάλο κενό διάστημα στο κυπριακό μπάσκετ με τους πολλούς ξένους, θέλει χρόνια να φανεί η διαφορά. Αυτήν τη στιγμή, υπάρχουν ομάδες που δε μπορούν να συμπληρώσουν ρόστερ με τους 3-4 ξένους, γιατί δεν υπάρχουν κύπριοι παίκτες. Υπάρχουν αρκετά χρόνια κενά, όπου δεν ασχολούταν ο κόσμος να παίξει μπάσκετ στην Κύπρο. Πλέον γίνεται προσπάθεια και στις ακαδημίες, το αναπτυξιακό πρόγραμμα έχει βελτιωθεί αρκετά, έχει παιδιά που έχουν βάλει το μπάσκετ στη ζωή τους και γενικά στην Κύπρο έχει αρχίσει να έρχεται πάλι ο κόσμος στα γήπεδα. Έχουμε και το Ευρωμπάσκετ του 2025 που θα γίνει εδώ, οπότε γίνεται μια γενική προσπάθεια απ’ την Ομοσπονδία ν’ αναπτυχθεί το μπάσκετ στη χώρα».
Για την ανάληψη ομίλου του Ευρωμπάσκετ 2025 απ’ την Κύπρο: «Σίγουρα είναι κάτι που θα βοηθήσει το κυπριακό μπάσκετ γενικότερα, απλά μετά το Ευρωμπάσκετ είναι τότε που θα πρέπει να γίνει περισσότερη δουλειά, ώστε να βοηθήσει όλα τα παιδιά που θέλουν ν’ ασχοληθούν με το άθλημα, να φέρει κόσμο στο γήπεδο και να “χτίσουμε” πάνω σ’ αυτό, να μην είναι ο τελικός μας στόχος».
Για το πώς βρέθηκε στη Λιθουανία και την Τζουκίγα: «Ήταν τότε που είχα ξεκινήσει στη Λάρισα, που ήταν μια άσχημη κατάσταση γενικότερα και οικονομικά. Δεν είχα και το χρόνο συμμετοχής που ήθελα, οπότε έψαχνα κάτι το διαφορετικό. Μίλησα με τον μάνατζέρ μου, του είπα ότι ήθελα να φύγω απ’ τη Λάρισα, δεν ήθελα να γυρίσω στην Κύπρο τότε και βρέθηκε αυτή η πρόταση. Μέσα σε μία μέρα μίλησα με την ομάδα, πακέταρα τα πράγματά μου κι έφυγα».
Για το λιθουανικό πρωτάθλημα: «Είναι ένα πάρα πολύ καλό πρωτάθλημα, έχει πάρα πολλούς Λιθουανούς παίκτες. Οι ξένοι έρχονται κάποιοι για να κάνουν τη διαφορά, αλλά έχει και πάρα πολλούς ρολίστες, απλά για να συμπληρώνουν την ομάδα, να δίνουν κάτι διαφορετικό που δεν έχουν οι Λιθουανοί παίκτες. Γενικότερα είναι ένα πρωτάθλημα πάρα πολύ ανταγωνιστικό. Αν εξαιρέσουμε την Ζαλγκίρις και τη Ρίτας που είναι συνήθως στις δύο πρώτες θέσεις, οι υπόλοιπες είναι πάρα πολύ κοντά μεταξύ τους και ακόμη και τις δύο αυτές μπορούν να τις κερδίσουν. Είναι γρήγορο το μπάσκετ και πολύ ομαδικό, δε βλέπουμε παίκτες που έρχονται απλά για να «γράψουν» νούμερα και να φύγουν, παίζουν για την ομάδα. Ήταν ωραία εμπειρία, γιατί ήταν ωραίο πρωτάθλημα».
Για την αγάπη του κόσμου για το μπάσκετ στη Λιθουανία: «Είναι κάτι απίστευτο. Οι Λιθουανοί γενικά «ζουν και αναπνέουν» για το μπάσκετ και τη χρονιά που ήμουν εγώ εκεί το είχα ζήσει πολύ. Όλα τα γήπεδα ήταν γεμάτα, ο κόσμος στους δρόμους σε αναγνωρίζει ακόμη κι αν παίζεις σε μια μικρή ομάδα, ξέρουν τι γίνεται στο πρωτάθλημα. Είναι μπασκετική χώρα και «ζουν κι αναπνέουν» για το μπάσκετ. Η Ζαλγκίρις ειδικά είναι σαν την Εθνική ομάδα, νιώθουν ότι εκπροσωπεί τη χώρα, όταν παίζει στην Ευρώπη είναι σαν να παίζει η Εθνική ομάδα. Ειδικά φέτος που θα γίνει και το Final-4 στη Λιθουανία προσπαθούν να εξαντλήσουν τις όποιες πιθανότητες έχουν να περάσουν στους «8» αρχικά και μετά άμα καταφέρουν να περάσουν στο Final-4 θα είναι τεράστια επιτυχία γι’ αυτούς, αν και δύσκολο. Το γήπεδο θα ‘ναι σίγουρα γεμάτο στο Final-4, είναι γιορτή το μπάσκετ στη Λιθουανία».
Για τα αδέρφια Μπολ (ΛαΜέλο-ΛιΆντζελο) που έπαιζαν τότε: «Ο σταρ ήταν ο μπαμπάς τους τότε. Ο ΛαΜέλο ήταν πιτσιρικάς τότε, 16 χρονών. Εγώ όταν πήγα το Γενάρη, έπαιξα ένα παιχνίδι πρωταθλήματος και το επόμενο ήταν στο τουρνουά που έκαναν. Στο πρωτάθλημα δεν είχαν τον ίδιο χρόνο συμμετοχής και έτσι έκαναν ένα δικό τους τουρνουά όπου ήταν η δική τους ομάδα, η Βιτάουτας, μαζί με 6-7 ομάδες ακόμα και έπαιζαν μεσοβδόμαδα. Σ’ αυτά τα παιχνίδια έκανε τον προπονητή ο μπαμπάς, έπαιζαν τα παιδιά 40’ και έκαναν ό,τι ήθελαν, γινόταν σαν ένα μικρό All-Star Game ουσιαστικά».