Η Ρεάλ Μαδρίτης κάνει Ισπανία και Ευρώπη να... τρέμουν με 27 νίκες σε 29 αγώνες στην κανονική περίοδο του πρωταθλήματος και της Ευρωλίγκα, και το Basketa.gr εξηγεί το πώς η «Βασίλισσα» εξελίχθηκε σε μια φαινομενικά ανίκητη μηχανή, που δύσκολα θα βρει κάποιος πραγματική ευκαιρία, πλην συγκεκριμένων συνθηκών, να «πληγώσει».
Είναι η πρωταθλήτρια Ευρώπης, με τον τρόπο που κάθε φίλος του Ολυμπιακού ασφαλώς θα ήθελε να ξεχάσει. Μετρά, αυτή τη στιγμή, 15 νίκες σε 16 αγώνες στην Ευρωλίγκα και 14 σε 15 ματς στο ισπανικό πρωτάθλημα, έχοντας μετατραπεί σε μια αγωνιστική «μηχανή», που κανείς σχεδόν δεν μπόρεσε καν να προσεγγίσει τον τρόπο να σταματήσει. Οι μόνοι, που έχουν αυτά τα «γαλόνια» έως τώρα, είναι η Φενέρμπαχτσε, που τότε είχε ακόμη τον Δημήτρη Ιτούδη στον πάγκο, και η Μάλαγα με ένα «μάγκικο διπλό» που είχε πάρει στη Μαδρίτη για την ACB με 99-93.
Η Ρεάλ, λοιπόν, μοιάζει πολύ δύσκολο να βρει «στοπ» στην φετινή της πορεία. Αν, μάλιστα, η Ευρωλίγκα κρινόταν σε σειρές και όχι στο συναρπαστικό ετήσιο Final Four, ίσως δε θα είχε καμία αξία να μιλάμε για τη διοργάνωση πια, γνωρίζοντας πως οι «Μπλάνκος» θα ήταν οι back-to-back πρωταθλητές Ευρώπης. Για αυτό, όμως, και υπάρχει το Final Four, για να μπορέσουμε να δούμε το ακλόνητο φαβορί να κινδυνεύει μπροστά στην πιθανότητα να χάσει, όσα «έχτιζε» μέσα σε έναν χρόνο, εξαιτίας μονάχα μιας κακής δικής του μέρας, μιας τρομερής μέρας του αντιπάλου, ή ίσως ενός συνδυασμού των δύο.
Από το 2013, πάντως, που βρέθηκε ξανά στο ευρωπαϊκό προσκήνιο δυναμικά υπό τις οδηγίες του Πάμπλο Λάσο, έως και σήμερα, η Ρεάλ έχει καταφέρει σταθερά να «πολιορκεί» την κορυφή, μένοντας «αχόρταγη» μπροστά στα ήδη 11 ευρωπαϊκά, που κοσμούν την τροπαιοθήκη της δίπλα στα 14 Πρωταθλητριών στο ποδόσφαιρο. Και μπορεί ήδη το περσινό ρόστερ να είναι ικανό για το 12ο στο μπάσκετ, όμως χρειάστηκαν μερικές διαφοροποιήσεις, εκ των οποίων μία πολύ βασική, ώστε η «Βασίλισσα» να δηλώνει εμφατικά, ότι το «στέμμα» δε θα φύγει από την ισπανική πρωτεύουσα. Το Basketa.gr εξηγεί.
🐺🐺 ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΑΛΥΧΤΟΥΝ ΞΑΝΑ! 💪 Το Basketagr εξηγεί πώς οι Minnesota Timberwolves είναι στην κορυφή του NBA και πώς μέσα από ένα πλάνο τριετίας με συγκεκριμένη στόχευση, διεκδικούν να γίνουν κάτι παραπάνω από την ομάδα, που απλώς ανέδειξε τον σπουδαίο Κέβιν Γκαρνέ
Το «τάνγκο» της διαφοράς, τα «θηρία», οι παλιοσειρές, οι «χαμάληδες» και ο ευέλικτος Σούπερ Μάριο
Η Ρεάλ έχει καταφέρει, στην εποχή του Τσους Ματέο, να δημιουργήσει ένα σύνολο, που εξυπηρετεί ένα διαφορετικό στυλ μπάσκετ, ώστε να καταφέρνει να κερδίζει. Με τον Λάσο στον πάγκο, υπήρχε μια πιο... αλέγκρα έκδοση της ομάδας, όμως ο άλλοτε βοηθός του, που «άρπαξε από τα μαλλιά» την ευκαιρία, που παρουσιάστηκε μπροστά του, μετά την απομάκρυνση του για καιρό προϊσταμένου του, έβαλε πολύ περισσότερη σκληράδα στο παιχνίδι της.
Μπορεί να βλέπουμε τη Ρεάλ να σημειώνει 88.1 πόντους ανά αγώνα στην Ευρωλίγκα και να έχει τη δυνατότητα να σκοράρει με κάθε τρόπο, αλλά από την άλλη πλευρά, επίσης, δέχεται μόλις 74.4 πόντους στην άμυνά της. Μιλάμε για μια πολύ σημαντική διαφορά 14 πόντων, ουσιαστικά, που φανερώνει σπουδαίο ταλέντο επιθετικά, μα και αυταπάρνηση ανασταλτικά. Οι μόνες φορές, δε, που η Ρεάλ έχει δεχθεί από 80 πόντους και πάνω, είναι στην Πόλη από την Εφές, όπου δέχθηκε 80 και σκόραρε 103, και ξανά στην Τουρκία από την Φενέρ (100-99), όπου, για να είμαστε ακριβείς, είχε υποστεί 87 πόντου στην κανονική διάρκεια, καθώς η τότε ομάδα του Ιτούδη επικράτησε στο τελευταίο σουτ στην παράταση.
Όλα αυτά, φυσικά, βρίσκουν την εξήγησή τους από πέρυσι. Στο Final Four, άλλωστε, είχε περιορίσει την Μπαρτσελόνα του «υπερόπλου» Μίροτιτς και άλλων σπουδαίων παικτών στους 66 πόντους, ενώ στον τελικό με τον Ολυμπιακό κατάφερε να περιορίσει, πλην των 30 πόντων του τρομερού Βεζένκοφ, τους υπόλοιπους παίκτες των «ερυθρολεύκων» στους 48 πόντους, προτού ο Γιουλ πετύχει το νικητήριο σουτ. Η Ρεάλ, με λίγα λόγια, οφείλει σε μεγάλο βαθμό στην... καμικάζι, ανά στιγμές, στάση της το περσινό της ευρωπαϊκό.
Αυτή η τάση συνεχίζεται με γεωμετρική πρόοδο την φετινή σεζόν, όπου οι «Μερένχες» παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερη συνέπεια στην άμυνα, δεχόμενοι περί τους 75 πόντους στα περισσότερα παιχνίδια τους, με λίγους αντιπάλους να τους έχουν ξεπεράσει, την ίδια στιγμή, βέβαια, που το επιθετικό τους ταλέντο είναι αναμφισβήτητο και μπορεί, ούτως ή άλλως, σε πλείστες περιπτώσεις να αρκεί, για να νικούν.
Η αμυντική αυτή συνέπεια ξεκινά, φυσικά, τόσο από την πίεση που ασκούν εξαρχής στην επίθεση του αντιπάλου παίκτες, όπως ο Φακούντο Καμπάτσο, όσο και από το μέγεθος των υπολοίπων, όσο προχωράμε προς τη ρακέτα, με αποκορύφωμα την επιβλητική παρουσία του Έντι Ταβάρες. Μέχρι τότε, βέβαια, μεσολαβούν παίκτες, είτε εκ φύσεως «χαμάληδες» για τη «βρώμικη» αυτή δουλειά είτε που δέχθηκαν στην πορεία να γίνουν τέτοιοι. Για κάθε Γκάμπριελ Ντεκ, για παράδειγμα, υπάρχει και ο Μάριο Χεζόνια που πέρυσι είχε υψώσει «μπλόκο» στον Μίροτιτς, στον ημιτελικό με την Μπαρτσελόνα, συνεχίζοντας και φέτος σε παρόμοιο ρόλο. Για κάθε δημιουργία του Καμπάτσο και εκτελεστικές πρωτοβουλίες του Μούσα, θα υπάρχει ο σταθερός εργάτης Κοζέρ, που θα βρει και καλάθια στα δύσκολα, όπως έκανε στον τελικό με τον Ολυμπιακό, ή και οι πολύ πιο σκληροί Γιαμπουσέλε και Πουαριέ, με τον Γάλλο να συμπληρώνει εξαιρετικά τον Ταβάρες, έστω κι αν φέτος ψάχνει ακόμη σε ορισμένα ματς τα «πατήματά» του. Κι όλα αυτά, χωρίς να αναφέρουμε τις παλιοσειρές, όπως ο Γιουλ, ο Σέρχι και ο Ρούντι, που χρειάζονται σε συγκεκριμένες στιγμές, γνωρίζοντας πολύ καλή το τι παραπάνω χρειάζεται να κάνεις, όταν η μπάλα «καίει».
Αναφέραμε δύο φορές το όνομα του Φακούντο Καμπάτσο και όχι άδικα. Κι αυτό, επειδή ο κορμός έχει μείνει σχεδόν ίδιος με τον περσινό στη Ρεάλ και, με την προσθήκη του Αργεντίνου, έχοντας ήδη τα «εργαλεία», που χρειαζόταν ο Ματέο, υπήρξε αναβάθμιση έναντι της περσινής παρουσίας του Νάιτζελ Ουίλιαμς-Γκος. Όχι πως δεν είχε συνεισφορά πέρυσι ο νυν γκαρντ του Ολυμπιακού, αλλά ο Καμπάτσο αποτελεί έναν ελίτ αθλητή, πια, της Ευρωλίγκα, κάνοντας όσα χρειάζεται με 12 πόντους, 2.9 ριμπάουντ, 7.2 ασίστ και 1.4 κλεψίματα φέτος στη διοργάνωση, έναντι των περσινών 7.4 πόντων με 1.3 ριμπάουντ και 1.8 ασίστ του Γκος.
Με την περιφέρεια, ουσιαστικά, να έχει μείνει ίδια για τη Ρεάλ και τον Καμπάτσο να έρχεται έναντι του Αμερικανού, η ποιοτική αναβάθμιση φάνηκε ακόμη περισσότερο, όταν την ίδια ώρα ο βραχύσωμος Αργεντίνος γκαρντ καλύπτεται ως προς το έλλειμμα ύψους τους απέναντι σε άλλα γκαρντ της Ευρωλίγκα, ενώ και ο ίδιος είναι αποτελεσματικός στην πρώτη πίεση στην μπάλα, όταν μεταβιβάζεται ο αντίπαλος από τη μία άκρη του παρκέ στην άλλη. Η μόνη αποχώρηση, που δεν κάλυψε η Ρεάλ, αλλά είχε ήδη φροντίσει για αυτή με την απόκτηση του Πουαριέ, ώστε να είναι πλήρως αυτάρκης, είναι αυτή του Πετρ Κορνελί, που πλέον είναι κάτοικος Πριρκιπάτου.
Με αυτό τον τρόπο, η Ρεάλ έχει καταφέρει σήμερα να μοιάζει με μια ανίκητη «μηχανή», που δύσκολα μπορείς να βρεις τρόπο να σταματήσεις, καθώς μπορεί με την εξαιρετική απόδοση στη μία εκ των δύο πλευρών του παρκέ να παίρνει αυτό, που θέλει. Το ζήτημα είναι το αν και το πότε θα εμφανιστεί κακή και στις δύο, όπως και το αν θα αξιοποιηθεί αυτό από τον αντίπαλο, που θα βρει αυτή την ευκαιρία...