Ο Ραφαήλ Αλαγάς γράφει για την υπέρβαση και την πρόκριση της Εθνικής στα προημιτελικά των Ολυμπιακών Αγώνων και μοιράζεται κάποιες πρώτες σκέψεις για το ματς με τη Γερμανία, ενώ στέκεται και σε όσα σπουδαία έχει ήδη πετύχει η «γαλανόλευκη» αυτό το καλοκαίρι.
Πριν πάμε στο προκείμενο, ας σκεφτούμε λίγο το τι πέτυχε η Εθνική μας, για να βρίσκεται στα προημιτελικά των Ολυμπιακών Αγώνων. Απέκλεισε με σχετική άνεση, αρχικά, στο Προολυμπιακό Τουρνουά, δύο ομάδες με σπουδαίο ταλέντο και παίκτες παγκόσμιας κλάσης, δείχνοντας σαφέστατη ανωτερότητα. Μπορεί να ήμασταν, πράγματι, φαβορί ελέω γκρουπ που παρουσιάσαμε, έδρας και... αύρας έναντι Σλοβενίας και Κροατίας, όμως οι αντίπαλοί δεν ήταν εύκολα «εμπόδια», αλλά και το να κάνεις το καθήκον σου είναι συνήθως το πιο δύσκολο.
Στη συνέχεια, για να έρθουμε στην επόμενη πίστα, έπαιξε στους Ολυμπιακούς Αγώνες αρχικά με την ομάδα που αναδείχθηκε τρίτη δύναμη στο περσινό Παγκόσμιο Κύπελλο. Αγωνίστηκε, ύστερα, με την ομάδα που αποτελεί τον «κακό δαίμονά» της και τα τελευταία 18 χρόνια είναι στην παγκόσμια κορυφογραμμή, κερδίζοντας με σχεδόν ίδιο ρόστερ προ διετίας το Ευρωμπάσκετ. Ναι, ένα ρόστερ που εύκολα σπεύδουμε να υποτιμήσουμε, χάνοντας ουσιαστικά την πρόκριση για ένα τρίποντο στην πρεμιέρα. Τέλος, βρέθηκε σε υπέρ πάντων αγώνα με την ομάδα του χάλκινου μεταλλίου στο Τόκιο, που τα τελευταία χρόνια πρωταγωνιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο και βρίσκεται μεταξύ των φαβορί για τα μετάλλια.
Κι όλα αυτά, με τις τρεις τελευταίες ομάδες να έχουν παίκτες καταξιωμένους, σπουδαίες προσωπικότητες με παγκόσμια εμβέλεια. Τα θεωρούμε λίγα όλα αυτά; Νομίζω, ότι δε θα έπρεπε. Καλό είναι κάποιες φορές να στεκόμαστε στο τι πετυχαίνουμε στο παρόν και με τα υπάρχοντα δεδομένα και να μη μένουμε σε παρελθοντολαγνείες, κρίνοντας με βάση αυτές.
Για να μην παρεξηγηθούμε, σαφώς και πρέπει να υπάρχουν υψηλές απαιτήσεις. Σαφώς και πρέπει να κοιτάμε διαρκώς πιο ψηλά, να θέλουμε τις μεγάλες επιτυχίες, τους τίτλους, τα μετάλλια. Αυτά, όμως, δεν έρχονται από τη μία μέρα στην άλλη, ούτε και βοηθά μια μεγάλη επιτυχία, αν δεν την εκμεταλλευτείς παραγωγικά στα επόμενα χρόνια, δημιουργώντας τις επόμενες μεγάλες γενιές. Και για να είμαστε ειλικρινείς, η Εθνική λείπει από την ελίτ του παγκοσμίου μπάσκετ εδώ και 15 χρόνια, από τότε δηλαδή που πήρε το χάλκινο μετάλλιο στο Κατοβίτσε. Πώς μπορούμε να απαιτήσουμε, επομένως, από τη μια μέρα στην άλλη να υλοποιηθούν όλες αυτές οι επιδιώξεις μας, αν δε δουλέψουμε προς αυτή την κατεύθυνση και γνωρίζοντας, παράλληλα, ποιοι είμαστε και πού πατάμε;
Ο ομοσπονδιακός τεχνικός, όμως, το είπε και επιβεβαιώθηκε με μερικές ώρες διαφορά, από την νίκη των Σέρβων με το +11 επί του Νοτίου Σουδάν. Η εικόνα είναι σαφής και δείχνει, ότι η «γαλανόλευκη» κυματίζει υπερήφανη ανάμεσα στους οκτώ κορυφαίους στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Υπενθυμίζουμε, δε, μια διοργάνωση όπου είχαμε να συμμετάσχουμε 16 ολόκληρα χρόνια. Για να καταλάβουμε λίγο πάλι, κατανοώντας και επικροτώντας τη «δίψα» για επιτυχία, πού ήμασταν και πού βαδίζαμε.
Το όνειρο, λοιπόν, είναι ενεργό και το ζούμε. Με μια κατάθεση ψυχής στο πρώτο ημίχρονο και απόλυτη κυριαρχία έναντι των Αυστραλών, διαχείριση των συναισθημάτων στις τελευταίες κρίσιμες κατοχές παρότι ήταν εμφανές, ότι οι διεθνείς ήταν κατάκοποι, και διορθώνοντας ορισμένα αγωνιστικά δεδομένα, όπως το ότι ξεκίνησε ο Μήτογλου αντί του Παπαγιάννη το ματς έναντι του Γιάννη, ενώ μπήκαν κι άλλοι στην «εξίσωση», όπως ο Ουόκαπ επιθετικά, ο Καλαϊτζάκης αμυντικά, ο Χαραλαμπόπουλος με ένα καθοριστικό σουτ, που μας «ξεκόλλησε» όταν άρχισαν να πλησιάζουν, δίπλα φυσικά σε σταθερές, όπως ο εκπληκτικός σε όλα τα επίπεδα Γιάννης και ο συγκλονιστικός στην άμυνα Παπανικολάου.
Αυτή η κατάθεση ψυχής ήταν εκείνη, φυσικά, που μας έδωσε πρώτη το δικαίωμα να πιστεύουμε, περιμένοντας την επιβεβαίωση από τους «Όρλοβι», κάτι που έγινε πράξη. Και, τώρα, μπροστά μας βρίσκεται η παγκόσμια πρωταθλήτρια. Ή αλλιώς, η ομάδα που προ διετίας μας είχε δώσει ένα πολύ ηχηρό «χαστούκι», όταν είχαμε επιδιώξεις στο τελευταίο Ευρωμπάσκετ με ένα αξιοζήλευτο ρόστερ.
Το θετικό είναι, σε αυτό, αν και ο Βασίλης Σπανούλης ποτέ δεν επηρεαζόταν από το αν ο ρόλος του ήταν του φαβορί ή του αουτσάιντερ και σίγουρα το περνά και στους παίκτες του, ότι η πίεση είναι στην άλλη πλευρά. Η «Μάντσαφτ» είναι αυτή, που πρέπει να αποδεικνύει την αξία της μετά τον περσινό τίτλο. Εκείνη είναι, που οφείλει να δείχνει σε κάθε αντίπαλο, ότι δικαίως έγινε πέρυσι παγκόσμια πρωταθλήτρια. Υπό αυτό το πρίσμα, το ματς δεν έχει καμία σχέση με το 2022, όταν φαινόταν να πηγαίνουμε... με φόρα για κάτι καλό, προτού μας την «κόψουν» απότομα και μας βάλουν σε σκέψεις για το τι έφταιγε.
Το αν αυτή η συνθήκη μας ευνοεί, θα φανεί στο παρκέ. Το σίγουρο είναι, ότι η Εθνική παίρνει αυτό που της αξίζει. Να νιώσει, δηλαδή, την αύρα των Παρισίων και το συναίσθημα της παρουσίας με όλη την παγκόσμια αθλητική κοινότητα, μετά την τελετή έναρξης, ζώντας κάθε στιγμή το δικό της όνειρο. Και όπου αυτό την φτάσει.
Στο κάτω κάτω, ένα ματς είναι. Μια νίκη, που σε βάζει σε ζώνη μεταλλίων. Γιατί να μην πιστεύουμε ξανά, μετά από όλα αυτά;