Ο Μπαρτζώκας έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα σε πολλές συνθήκες στην καριέρα του για να κάθεται να… σκάει με τους αναλυτές του καφενείου. Επειδή όμως δεν είναι και άνθρωπος που αφήνει… πεσμένο το γάντι, το αντίθετο μάλιστα, φρόντισε πρόσφατα σε μια από τις συνεντεύξεις του να απαντήσει το «πολυφορεμένο» ερώτημα του καλοκαιριού, το «μα καλά μόνο αυτές τις μεταγραφές θα κάνει»;
Αφού θυμήθηκε λοιπόν τη λαχτάρα που είχε κι αυτός παλιότερα σαν οπαδός του Ολυμπιακού «όταν τρέχαμε να πάρουμε το ΦΩΣ να δούμε τι γινόταν με τις μεταγραφές», πέρασε και στο… ζουμί της απάντησής του. «Το θεωρώ και λίγο ασέβεια προς αυτούς τους παίκτες που έφεραν πέρυσι τον Ολυμπιακό εκεί που φτάσαμε, να θεωρούνται ξαφνικά… λίγοι και να αδημονεί ο κόσμος να πάρουμε άλλους».
Με τους περισσότερους από αυτούς τους παίκτες και μάλιστα χωρίς δύο μεγάλους πρωταγωνιστές εκείνης της ομάδας τον Βεζένκοφ και τον Σλούκα, λοιπόν, πήγε στο Super Cup έχοντας κάνει εκ των συνθηκών «μια από τις χειρότερες προετοιμασίας που θυμάμαι ποτέ» και εμφάνισε στον τελικό μια εκδοχή του περσινού Ολυμπιακού που σε κάποια σημεία την έλεγες και βελτιωμένη.
Το θέμα ειδικά του τελικού δεν ήταν το πόσα δεν έκανε ο Παναθηναϊκός. Διότι ο Παναθηναϊκός που έχει αλλάξει… μέχρι και τις φανέλες κυριολεκτικά, δε γίνεται τέλη Σεπτεμβρίου να έχει φτάσει έστω στο 50% αυτού που θέλει. Το θέμα του τελικού ήταν το πόσα έκανε ο Ολυμπιακός.
Η κυκλοφορία της μπάλας, οι πάσες και οι αυτοματισμοί του Ολυμπιακού ήταν από… Playstation. Ηταν πολλές οι στιγμές που γύριζαν τη μπάλα πιο γρήγορα, πιο σωστά, πιο αποτελεσματικά από πέρυσι, όταν και είχαν συζητηθεί γι’ αυτό το κομμάτι.
Η άμυνα του Ολυμπιακού, ξεπέρασε τα όρια της αποτελεσματικής και έφτασε σε αυτά της ασφυκτικής. Και ειδικά εκεί, φάνηκε το «μέγεθος» της προσθήκης του Νίκολα Μιλουτίνοφ σε μια προϋπάρχουσα ισχυρή γραμμή ψηλών. Από αυτό το τείχος αναγκάστηκε ο Παναθηναϊκός να πάει στη μονότονη επιθετική έκφραση με τα τρίποντα. Τα οποία προφανώς και δεν θα είναι ίσως και ποτέ ξανά τόσο άσχημα σε ποσοστό, αλλά το να μην σου επιτρέπει ο αντίπαλος άλλο τρόπο, είναι ένα πρόβλημα.
Ηταν φανερό από μέρες πριν από αυτόν τον αγώνα ότι και από τις δύο ομάδες υπήρχε κατεύθυνση να το «χαμηλώσουν». Αλίμονο αν άφηναν το απλοϊκά σκεπτόμενο κοινό, να ανεβάσει ή να κατεβάσει τόνους από ένα ματς τέλη Σεπτεμβρίου. Εστω κι αν αυτό έκρινε έναν τίτλο, που πέρα ότι θα προσθέσει ένα τρόπαιο σε μία προθήκη, θα δώσει και την ευκαιρία πρόσκαιρης καζούρας σε αντιπάλους φιλάθλους, κανείς δεν θεωρεί ότι… έκρινε και τη χρονιά του ή τη ζωή του.
Ο Ολυμπιακός της σεζόν 2023-24 λοιπόν, συστήθηκε με «θόρυβο». Εδειξε ότι το έπιασε από εκεί που το άφησε πέρυσι και ότι όταν «βρεθεί» και συμπληρωθεί θα είναι το ίδιο σημαντικό μέγεθος με πέρυσι.
Τα μεταξύ των δύο κατά πάσα βεβαιότητα στην πορεία της σεζόν θα είναι πολύ διαφορετικά σε επίπεδο ανταγωνισμού, πιθανότατα αρχίζοντας από την ερχόμενη Παρασκευή στο ΟΑΚΑ με την πρεμιέρα της Ευρωλίγκας. Αυτό όμως που δεν χωράει κουβέντα από νωρίς είναι η ισχύς και του φετινού Ολυμπιακού. Δεν είναι ο κανόνας μια ομάδα να χάνει δύο τόσο βασικά στελέχη και να δείχνει ότι… δεν τρέχει και τίποτα. Βγάζοντας μπροστά αυτούς που ήταν στη δεύτερη σειρά και βάζοντας τις αναγκαστικές προσθήκες στη θέση τους, σαν να υπάρχει μια ιερή αθλητική επετηρίδα σε μια άριστα σχεδιασμένη και λειτουργική μηχανή.