23.5 C
Athens
Παρασκευή, 5 Ιουλίου, 2024

Ο «κοτσονάτος» και… ο βαριά ασθενής

Ο Ραφαήλ Αλαγάς γράφει για τα διδάγματα που άφησαν οι τελικοί της Basket League και αναλύει την επόμενη ημέρα των δύο «αιωνίων», εξηγώντας και το γιατί η επόμενη σεζόν είναι καθοριστική ως προς την απόσταση, που θα τους χωρίζει.

Οι τελικοί της Basket League δε μας έκαναν σοφότερους ως προς τη δυναμικότητα των δύο ομάδων, άρα και τις πιθανότητες που είχαν για την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Με έναν τρόπο πιο απόλυτο ακόμη και από τη σεζόν 2014-2015, όταν ο Παναθηναϊκός κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον Ολυμπιακό με το δίδυμο Μανωλόπουλου-Λυκογιάννη στον πάγκο, με το αποτέλεσμα να είναι επίσης στο 3-0, οι «ερυθρόλευκοι» πήραν σαρωτικά τον τίτλο και δε διαπραγματεύτηκαν την ανωτερότητά τους.

Το μπάσκετ συνηθίζει να αποδίδει δικαιοσύνη. Όταν δρέπεις τους σωστούς καρπούς το καλοκαίρι, παίρνεις και την αντίστοιχη ανταμοιβή στο τέλος της σεζόν. Τα υπόλοιπα προσφέρονται για εσωτερική κατανάλωση κι επειδή, εκτός των άλλων, είναι πιο εύκολο να βρεις αλλού αόρατους «εχθρούς» που σου στέρησαν την επιτυχία, παρά να κάνεις μια σοβαρή αυτοκριτική, κάτι που συμβαίνει γενικά στην χώρα μας, με αποτέλεσμα να μη λύνουμε ποτέ ένα πρόβλημα, από τη στιγμή που δεν αναγνωρίζουμε την ευθύνη μας σε αυτό.

Σε αντίθεση με ορισμένες περιπτώσεις στο παρελθόν, όπου αυτό συνέβη για τους Πειραιώτες, με αποτέλεσμα να χάνουν σε αρκετές σεζόν τους τίτλους, παρότι φαινόταν να είναι και πιο συγκροτημένοι από τον «αιώνιο» τους αντίπαλο, στο «τριφύλλι», από το οποίο και θα ξεκινήσουμε, μιας και για το σύνολο του Γιώργου Μπαρτζώκα δεν έχουμε να παρατηρήσουμε πολλά, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μπουν σε αυτή τη διαδικασία. Η επικράτηση του Ολυμπιακού ήτα «ισοπεδωτική» και «ξεγύμνωσε» όλες τις αδυναμίες των «πρασίνων» από την κορυφή ως τα νύχια, επομένως κανείς δεν πρέπει να αναζητήσει αλλού τους υπεύθυνους μιας αποτυχημένης διετίας.

Και μιλάμε για διετία, καθώς στην πραγματικότητα η απόδοση της ομάδας είναι κάθε χρόνο και χειρότερη, ως απότοκο όσων συμβαίνουν από την κεφαλή της, φτάνοντας έως το παρκέ. Μπορεί πέρυσι το double να ήρθε, αλλά κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει «άθλο» τους τίτλους με ανταγωνιστές τον Προμηθέα και το Λαύριο, με κάθε σεβασμό στις υπέροχες πορείες τους. Ο αληθινός ανταγωνιστής έλειπε και αυτή ήταν μια καθαρή ευκαιρία να ξεφύγει ο Παναθηναϊκός ακόμη περισσότερο, ώστε να βάλει βάσεις να συνεχίσει να κερδίζει τίτλους για άλλες… 27 χρονιές, όπως συμβαίνει με το σερί, που παραμένει ζωντανό ακόμη χάρη στο Σούπερ Καπ της Πάτρας.

Αντί αυτού, όμως, η ομάδα διάλεξε να… πυροβολήσει τα πόδια της. Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος, έχοντας τους λόγους του, αποχώρησε από το προσκήνιο, ο σύλλογος μπήκε σε λογική εσόδων-εξόδων, που στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδώσει, όπως αντιλαμβανόμαστε τον επαγγελματικό αθλητισμό βασιζόμενοι πάντοτε στο πορτοφόλι ενός παράγοντα, οι άνθρωποι που ανέλαβαν να τρέξουν την επόμενη μέρα επαναπαύτηκαν ουσιαστικά σε αυτή την απουσία ενός πραγματικού αφεντικού και το αποτέλεσμα ήταν ο Παναθηναϊκός να «βαλτώσει» αντί να «εκτοξευτεί». Όλη αυτή η «γύμνια» αποτυπώθηκε τις δύο τελευταίες σεζόν, απλά φέτος επέστρεψε κι ένας Ολυμπιακός έτοιμος και με πλάνο, ενώ πέρυσι τα προβλήματα φάνηκαν μόνο στην Ευρωλίγκα.

Ο Παναθηναϊκός, με λίγα λόγια, αντί να φύγει… έτη φωτός από όλους, κατέληξε με τον τρόπο, που έχει αναλύσει δεκάδες φορές και ο Δημήτρης Ρήγας από αυτή τη γωνία του διαδικτύου, όπως και αυτή η στήλη, να είναι «βαριά ασθενής». Είναι εντελώς ανώφελο να συζητάμε το ποιος θα είναι ο επόμενος προπονητής και το ποιοι παίκτες θα στελεχώσουν την ομάδα, όταν ακόμη επικρατεί μια τουλάχιστον νεφελώδης κατάσταση στα διοικητικά. Για να προχωρήσει ο σύλλογος, χρειάζεται είτε μια πραγματική επάνοδος του Δημήτρη Γιαννακόπουλου είτε να πραγματοποιηθεί η πώληση, για την οποία ο ίδιος μίλησε προ διετίας. Άλλη λύση δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει, γιατί ο Παναθηναϊκός θα καταλήξει σε μια… ποδοσφαιροποίησή του, όντας απλά σε ένα κώμα, από τον οποίο δε θα είναι εύκολο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα να βγει, είτε μιλάμε για αγωνιστικό είτε για εξωαγωνιστικό επίπεδο.

Σε αυτά τα δύο επίπεδα, αντιθέτως, έχει πετύχει απόλυτα ο «αιώνιος» του αντίπαλος. Μπορεί το «μέχρι τέλους», για να είμαστε σοβαροί, να αποτελεί πάντα μια απόφαση που απλώς έριξε για δύο χρόνια τον Ολυμπιακό στην Α2 και τίποτα άλλο, αλλά τουλάχιστον αυτή η απόφαση κατάφερε να ανασυγκροτήσει την ομάδα. Οι αδελφοί Αγγελόπουλοι είχαν πολύ χρόνο, που έδωσε και η πανδημία με τις διακοπές στις δύο επόμενες σεζόν, μαζί με την παράλληλη αλλαγή σκυτάλης στα υψηλά κλιμάκια του ελληνικού μπάσκετ που επιθυμούσαν, να σκεφτούν πώς θα πορεύονταν, ώστε να είναι έτοιμη η ομάδα στην επιστροφή της, και βήμα προς βήμα έγιναν ακριβώς όλα, όπως θα ήθελαν.

Στην πραγματικότητα, εντός του οργανισμού επέστρεψαν όσοι τον «πονούσαν» και μπορούσαν να τον επαναφέρουν σε μονοπάτια κορυφής, απλά πιο ώριμοι. Ο Ολυμπιακός απέκτησε ξανά τον προπονητή, που ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή του και συνδύασε το όνομά του με σπουδαίες επιτυχίες, ενώ επέστρεψαν λίγο λίγο όσοι είχαν δείξει, ότι θα αποτελούσαν το μέλλον, όταν έπαιζαν στον Βασίλη Σπανούλη, αποτελώντας πλέον το παρόν. Μαζί με συγκεκριμένες προσθήκες παικτών, που μπορεί σε μια πρώτη ματιά να μη μοιάζουν να μπαίνουν δίπλα στους λαμπερούς «αστέρες» των άλλων ομάδων, αλλά «κολλούσαν» πλήρως στον τρόπο παιχνιδιού, που ήθελε να παίξει η ομάδα τους, άπαντες στο σύλλογο έδειξαν πώς «χτίζεται» σωστά ένα σύνολο με αρχές, ταυτότητα και πλάνο.

Αυτά που χρειάζεται ο Ολυμπιακός στην επόμενη μέρα του, είναι συγκεκριμένα και αφορούν ορισμένες κινήσεις, που θα τον ανεβάσουν στο επόμενο επίπεδο, σε έναν ήδη υπάρχοντα μεγάλο «κορμό» παικτών καλά «δεμένων» μεταξύ τους. Σε αυτό το σημείο θα φανεί κι αν καταφέρει να ξεφύγει από τον Παναθηναϊκό, ή οι «πράσινοι» θα καταφέρουν να κάνουν μια ρελάνς σε όλους τους τομείς, ώστε του χρόνου να αποκτήσει ένα διαφορετικό ενδιαφέρον η κόντρα τους, ή απλώς θα παρακολουθούν τους «ερυθρολεύκους» να κυριαρχούν…



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ