Ο Ντέγιαν Ράντονιτς αποδέχθηκε τη μεγάλη πρόκληση του Παναθηναϊκού και της επανόδου του στο προσκήνιο και το Basketa.gr παρουσιάζει τον Μαυροβούνιο τεχνικό, που πάντοτε γοητευόταν με το να φέρνει... την αναγέννηση όπου κι αν πήγαινε.
Λένε πολλοί, ότι ένα από τα σταθερά μότο σε αυτή τη ζωή είναι το να έχεις την ικανότητα να σηκώνεσαι κάθε φορά, που πέφτεις. Το σημαντικό, άλλωστε, αυτό είναι και επιβάλλεται να το κάνεις. Να βρίσκεις έναν τρόπο, για να αναγεννηθείς μέσα από τις «στάχτες» σου, ιδανικά με τη βοήθεια ανθρώπων, που μπορούν να σταθούν στο πλευρό σου, έτοιμοι είτε από ανιδιοτέλεια είτε από κίνητρο, ή και από τα δύο μαζί, να σε στηρίξουν.
Αυτό γνωρίζει να κάνει και ο Ντέγιαν Ράντονιτς στη διάρκεια της προπονητικής του καριέρας. Πολλές φορές τον εξίταρε η αποστολή μιας ομάδας, η οποία ήθελε να ξεκινήσει από την αρχή και να φτάσει, βήμα προς βήμα, στο να κερδίσει την κορυφή. Το έκανε στην αρχή για επτά συνεχόμενα χρόνια με την κυριαρχία της Μπουντούτσνοστ, το συνέχισε με την επιστροφή του δικού του Ερυθρού Αστέρα, έκανε πρωταγωνίστρια και πάλι την Μπάγερν και τώρα αναλαμβάνει μια παρόμοια δουλειά, ερχόμενος στο ΟΑΚΑ.
Ίσως αυτό να είδε ο Μαυροβούνιος τεχνικός, αποφασίζοντας να δεχθεί την πρόταση του Παναθηναϊκού και αφήνοντας για δεύτερη φορά το Βελιγράδι, όπου ήταν σαν «βασιλιάς», έχοντας κάνει ξανά «αυτοκράτορα» εντός συνόρων τον Ερυθρό Αστέρα. Με τη δική του ταυτότητα, γνωστή από τα αγωνιστικά του χρόνια έως σήμερα, επιθυμεί να αλλάξει μια ιστορική ροή των «πρασίνων», της οποίας η τελευταία διετία ταιριάζει απόλυτα… στα γούστα του για τους επόμενους προορισμούς του. Το Basketa.gr παρουσιάζει τον άνθρωπο, που ήρθε για να ανθίσει και πάλι το «τριφύλλι».
Ο άμεσος «φόνος» του παίκτη μέσα του και το Βελιγράδι που τον «αποθέωσε»
Ο Ράντονιτς ήταν ένας παίκτης, που του άρεσε να δουλεύει σε κάθε τομέα του παιχνιδιού. Ήταν ένας παίκτης, που ήξερε να βάζει την μπάλα στο καλάθι, με αρκετά καλά μάλιστα ποσοστά στα τρίποντα, αλλά με τον καιρό εργάστηκε, για να βελτιώσει την άμυνά του, καταφέροντας στην πορεία να έχει καλά νούμερα και στις αμυντικές του επιδόσεις, παρότι γκαρντ, με πάνω από ένα κλέψιμο ανά σεζόν στο τέλος της καριέρας του.
Το πρώτο του μέλημα, όπως και κάθε νέου προπονητή που… σέβεται τον εαυτό του, ήταν φυσικά να «σκοτώσει» τον παίκτη μέσα του. Και έπρεπε, μάλιστα, ο ίδιος να το κάνει αναλαμβάνοντας την Μπουντούτσνοστ, η οποία είχε ήδη την ιστορία της στη γιουγκοσλαβική λίγκα και την Ευρώπη, αναδεικνύοντας παίκτες που έγραψαν ιστορία. Ήταν εκείνος, που θα έβαζε και τα «θεμέλια» μιας μοναδικής κυριαρχίας στα χρονικά, αφού η ομάδα, από τότε που συστάθηκε το πρωτάθλημα Μαυροβουνίου, έχει κερδίσει 14 τίτλους σε 15 σεζόν, κάτι που έχει κάνει και στο Κύπελλο.
Με τον Ράντονιτς στον πάγκο, η ομάδα της Ποντγκόριτσα, πρωτεύουσας του Μαυροβουνίου, έκανε την αρχή με επτά σερί πρωταθλήματα και έξι Κύπελλα σε επτά χρόνια, ενώ έφτασε και δύο φορές στα προημιτελικά του Eurocup. Αυτό ήταν και το «εισιτήριό» του για την… πατρίδα του μπάσκετ για πολλούς, λαμβάνοντας την ευκαιρία στον «ναό» του Βελιγραδίου το 2013, σε έναν Ερυθρό Αστέρα που προηγουμένως είχε χρεοκοπήσει και, παράλληλα, είχε χάσει κάθε αυτοπεποίθηση, βλέποντας την Παρτιζάν να έχει το μονοπώλιο των τίτλων.
Και, αίφνης, τα δεδομένα άλλαξαν. Ο Ερυθρός Αστέρας δημιούργησε έναν εξαιρετικό κοσμό γηγενών παικτών, που τροφοδοτούσε και την Εθνική σε σημαντικό βαθμό, έφερνε ξένους… λαβράκια, δημιούργησε νοοτροπία νικητή και έβλεπε, αυτή την φορά, την Παρτιζάν να παραδίδεται εκείνη σε μια δίνη εσωστρέφειας. Το αποτέλεσμα ήταν, μετά τον πρώτο προπαρασκευαστικό χρόνο για εκείνον, από τη σεζόν 2014-2015 να ξεκινήσει η «παντοκρατορία» των «ερυθρολεύκων», σηκώνοντας τα πάντα σε Σερβία και Αδριατική Λίγκα, «σφραγίζοντας» μια νέα, σπουδαία τους εποχή.
Η ευρωπαϊκή του παρουσία, μάλιστα, ήταν εξίσου σημαντική, αν σκεφτούμε πως οι Σέρβοι έχουν να περάσουν σε Final Four από την παρουσία της Παρτιζάν στο Παρίσι το 2010, με τον Αστέρα να φτάνει πιο κοντά από κάθε άλλη φορά το 2016, αλλά η ΤΣΣΚΑ στα προημιτελικά ήταν πολύ υψηλό «εμπόδιο». Είχε ήδη κερδίσει, βέβαια, τις εντυπώσεις και εκείνη την χρονιά, μάλιστα, είχε αποτελέσει «πονοκέφαλο» του Παναθηναϊκού του… άλλοτε συμπατριώτη του, Σάσα Τζόρτζεβιτς.
Σε κάθε περίπτωση, από το 2013 και σε μια τετραετία, ένα «ερείπιο» μετατράπηκε σε «αυτοκρατορία» και ο Ράντονιτς έβαλε φαρδιά πλατιά την «υπογραφή» του, κι ας έπαιζε ένα μπάσκετ, που σε πολλούς δεν άρεσε για το θέαμα που (δεν) πρόσφερε, αλλά σε κάθε περίπτωση διακρινόταν για τη μαχητικότητα και την προσήλωση σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα στο παιχνίδι του, αρχίζοντας από την άμυνα και καταλήγοντας σε τρικ στην επίθεση, που χρειάζονταν προσεκτικό διάβασμα για την αντιμετώπισή τους. Ο Ντέγιαν Ράντονιτς είχε το δικό του τρόπο και αποτελούσε σημείο αναφοράς.
Η… ασυμφωνία χαρακτήρων και η «βασιλική» επιστροφή
Ο επόμενος σταθμός του Μαυροβουνίου τεχνικού ήταν το Μόναχο και είχε την υποχρέωση να πετύχει σε μια αποστολή διαφορετική. Να δημιουργήσει η Μπάγερν το brand, που είχε και στο ποδόσφαιρο, κάτι που θα μπορούσε να καταφέρει μόνο μέσα από τίτλους και παρουσία στο υψηλότερο ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που για πολλά χρόνια δεν είχαν καταφέρει οι προκάτοχοί του, παρά μόνο ο Σβέτισλαβ Πέσιτς με έναν τίτλο πρωταθλητή το 2014.
Η Μπάγερν, άλλωστε, μετρούσε μέχρι την περασμένη δεκαετία μονάχα τρεις εγχώριους τίτλους, με δύο πρωταθλήματα στη δεκαετία του 1950 και ένα Κύπελλο το 1968, ενώ το 2011 είχε μόλις καταφέρει να ανέβει από την… Α2 της Γερμανίας. Μπορεί ο Πέσιτς να έβαλε τις βάσεις, αλλά ο Πέσιτς κατάφερε να προχωρήσει την Μπάγερν στο επόμενο «βήμα». Κι αυτό, γιατί μπορεί ο τίτλος του 2014 να «έσπασε» την κατάρα, αλλά τη διετία 2018-2019, τα δύο πρωταθλήματα και το ένα Κύπελλο ξεκίνησαν την εποχή κυριαρχίας των «Βαυαρών», οι οποίοι έβλεπαν προηγουμένως την Άλμπα και την Μπάμπεργκ να «μάχονται» για τους τίτλους. Δεν ήταν καν, δηλαδή, μέχρι τότε, η καλύτερη βαυαρική ομάδα και, όταν έφυγε ο Ράντονιτς στα μέσα της σεζόν 2019-2020, ήταν ήδη στην κορυφή.
Το μόνο, που τον άφησε πίσω, ήταν η ευρωπαϊκή πορεία της Μπάγερν, η οποία δε συμβάδιζε με την κυριαρχία στο γερμανικό πρωτάθλημα. Μια τριάδα ηττών στην Ευρωλίγκα, με αποκορύφωμα μια «30άρα» από τον Ερυθρό Αστέρα, τον απομάκρυνε από τον πάγκο μιας συνήθως υπομονετικής ομάδας, η οποία ήθελε να εμπιστευτεί, και δικαίως, τον Αντρέα Τρινκιέρι, ώστε να την φτάσει δύο φορές κοντά στο Final Four και να την φέρει σχεδόν κοντά στην ολοκλήρωσή της. Το brand χρειάζεται ακόμη δουλειά, βέβαια, αλλά ο Ράντονιτς σίγουρα βοήθησε στην εγκαθίδρυσή του.
Η λύση αυτής της συνεργασίας άνοιξε και το δρόμο για την επιστροφή στον Ερυθρό Αστέρα, ο οποίος τον υποδέχθηκε ως «βασιλιά», μετά από όσα είχε ήδη κάνει την πρώτη τετραετία. Και ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα, με τον Αστέρα να αποπνέει την ίδια αυτοπεποίθηση, παρότι στην απέναντι μεριά ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς σήκωνε μανίκια. Με την ίδια προσέγγιση και μην αλλάζοντας σε καμία περίπτωση κατεύθυνση, ο Ράντονιτς «υπέγραψε» ακόμη ενάμιση χρόνο επιτυχιών, με δύο πρωταθλήματα Σερβίας, ισάριθμες Αδριατικές Λίγκες, καθώς και Κύπελλα Σερβίας.
Δε θα ήταν εύκολο, όμως, να οδηγήσει την ομάδα σε ένα επόμενο επίπεδο και βρήκε εκείνη, που επιθυμεί να το κάνει ως προς την ευρωπαϊκή της προοπτική, εκτός της επιστροφής στους εγχώριους τίτλους. Και ο Ράντονιτς, βλέποντας την ευκαιρία μπροστά του, την εκμεταλλεύτηκε, επιδιώκοντας αυτή την φορά μια πλήρη αναγέννηση, για την οποία «διψά» ένας ολόκληρος οργανισμός εδώ και μια δεκαετία…