Ο Γιώργος Μπαρτζώκας μίλησε την ισπανική τηλεόραση και αναφέρθηκε στην θητεία του στον Ολυμπιακό, στην πορεία της σεζόν, αλλά και το πώς διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του ο πατέρας του.
Αναλυτικά οι δηλώσεις του Έλληνα προπονητή στην εκπομπή «Coaching Experience»:
Για την διαρκή κίνηση και την κυκλοφορία της μπάλας που αποτελεί στοιχείο του φετινού Ολυμπιακού:
«Η κυκλοφορία της μπάλας και το πώς την πασάρουμε είναι πιθανότατα το πιο σημαντικό κομμάτι του παιχνιδιού μας. Έχουμε παίκτες που τους αρέσει να πασάρουν. Ο Σλούκας είναι πιθανότατα ο καλύτερος πασέρ στην Euroleague. Έχουμε τον Ουόκαπ, τον Φαλ και γενικά παίκτες που δεν είναι εγωιστές, τους αρέσει να κάνουν τους συμπαίκτες τους χαρούμενους. Δεν παίζουν για τα νούμερα τους. Ένας τέτοιος παίκτης είναι και ο Παπανικολάου, ένας αλτρουιστής που δεν ενδιαφέρεται για τα νούμερά του, παρά να είναι όλοι χαρούμενοι. Είναι πολύ σημαντικό να δημιουργούμε κίνηση μέσα από την πορεία της μπάλας. Για εμάς το spacing (σ.σ οι αποστάσεις) είναι πολύ κομβικό. Σε κάθε προπόνηση έχουμε πολλές ασκήσεις που αφορούν την κυκλοφορία της μπάλας και την πάσα. Στις προπονήσεις δίνουμε πάντα συγχαρητήρια στον πασέρ, όχι στον σκόρερ».
Για το πώς έχει αλλάξει η θέση του σέντερ τα τελευταία χρόνια:
«Βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Πριν από κάποια χρόνια, στην πρώτη μου θητεία στον Ολυμπιακό, είχαμε τον Κάιλ Χάινς, είχαμε ευκίνητους ψηλούς. Το μπάσκετ πλέον έχει πάει σε μια κατάσταση που όλοι θέλουν να έχουν έναν παίκτη σαν τον Ταβάρες. Μερικές ομάδες έχουν και δύο παίκτες με αυτά τα χαρακτηριστικά. Εμείς έχουμε τον Μουστάφα Φαλ, έναν πολύ σημαντικό παίκτη για το κομμάτι του επιθετικού μας παιχνιδιού, κυρίως λόγω της ικανότητάς του στην δημιουργία».
Για τον Σάσα Βεζένκοφ και την σεζόν που κάνει:
«Ο Βεζένκοφ είναι ίσως ο κυριότερος λόγος που βρισκόμαστε στην κορυφή της Euroleague. Είναι ένας από τους 2-3 καλύτερους παίκτες στην Ευρώπη. Δεν ξέρω αν είναι ο MVP, που είναι απλώς το τυπικό κομμάτι. Για εμένα, MVP είναι αυτός που παίρνει το κύπελλο. Πέρα από αυτό, πέρυσι είχε μια καλή χρονιά, φέτος έχει πολύ καλύτερους αριθμούς και μεγαλύτερη επίδραση στο παιχνίδι μας».
Για το πώς διαχειρίζεται ο Ολυμπιακός την πίεση της πρώτης θέσης και ότι κάποιοι τον χαρακτηρίζουν ως φαβορί:
«Δεν μας απασχολεί. Ευχαριστώ πολύ όσους το λένε αυτό, είναι κάτι που μας χαροποιεί ως οργανισμό. Πάντα πίστευα ότι θέλουν να μας κολακέψουν λίγο πριν τα παιχνίδια, ως μέρος της τακτικής, αλλά πραγματικά νιώθουμε πολύ ωραία που βρισκόμαστε σε αυτή την θέση. Δεν σκεφτόμαστε ότι είμαστε το φαβορί, δεν νιώθουμε έτσι. Μπορεί να είναι κλισέ, αλλά κάθε φορά σκεφτόμαστε τον επόμενο αγώνα. Με αυτή τη λογική φτάσαμε πέρυσι στο Final Four, το ίδιο κάνουμε και φέτος. Αν καταφέρουμε να πάμε στο Final Four και να παλέψουμε για τον τίτλο, θα είναι φανταστικό».
Για την αποχώρηση των Σπανούλη και Πρίντεζη από τα παρκέ που συνέβησαν κατά την διάρκεια της θητείας του:
«Πάντα είναι δύσκολο να βρίσκεσαι στα τελευταία χρόνια παικτών-θρύλων όπως ο Σπανούλης και ο Πρίντεζης. Αυτό που έκανα, ήταν να φτιάξω μία ομάδα με διαφορετικό στιλ. Δεν προσπάθησα να φέρω έναν νέο Σπανούλη ή Πρίντεζη γιατί δεν υπάρχουν τέτοιοι παίκτες. Προσπάθησα να φτιάξω ένα σύνολο που κάθε μέλος της θα είναι κομμάτι ενός συστήματος, θα καταλαβαίνει τον ρόλο του και θα ξέρει τι χρειάζεται από αυτόν η ομάδα».
Για την ένταση στους αγώνες των ελληνικών ομάδων και τις δικές του αντιδράσεις:
«Είμαι ο πιο ήρεμος άνθρωπος στις προπονήσεις και σε όλη την διάρκεια της ημέρας, αλλά στις δύο ώρες του αγώνα αφήνω τον εαυτό μου να εκφράζεται αυθόρμητα. Κάποιες φορές είναι άσχημο για εμένα, αλλά είναι καλύτερο για την υγεία μου να εκφράζω τα συναισθήματα μου από το να παρακολουθώ αμίλητος. Η κατάσταση γενικά είναι αρκετά τοξική στην Ελλάδα. Μόνο εδώ και στην Σερβία συμβαίνει αυτό, το να μην μπορεί να πάει ένας οπαδός του Ολυμπιακού στο ΟΑΚΑ ή ένας οπαδός του Παναθηναϊκού στο ΣΕΦ. Στην Ισπανία έβλεπα οπαδούς της Ρεάλ στο Παλάου και φίλους της Μπαρτσελόνα στην Μαδρίτη. Είναι κάτι που πρέπει να το βελτιώσουμε, να κάνουμε βήματα μπροστά, ώστε να γίνει το περιβάλλον και η εξέδρα καλύτερη. Δεν είναι, όμως, μόνο θέμα του αθλητισμού, είναι κάτι γενικότερο».
Για το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν πολιτικός κρατούμενος και πώς αυτό διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του:
«Είμαι πολύ περήφανος για τον πατέρα μου, για το ότι πάλεψε για την ανθρωπότητα και τα πιστεύω του, για τον σοσιαλισμό. Από την άλλη, για εμένα και την αδελφή μου, ήταν απόντας μέχρι τα 10 μας χρόνια. Τον είχαμε δει 1-2 φορές στην φυλακή και αναρωτιόμασταν γιατί είμαστε χωρίς τον πατέρα μας. Ήταν πολύ δύσκολο για την μητέρα μας. Αργότερα βέβαια, όταν καταλάβαινα τι γινόταν και υπήρξε η δικτατορία στην Ελλάδα, ο πατέρας μου βοήθησε μαζί με κάποιους άλλους ώστε να επανέλθει η δημοκρατία, οπότε κατάλαβα πολύ καλά γιατί υπερασπιζόταν τις ιδέες του και αυτό ήταν πολύ κομβικό στον τρόπο που μεγάλωσα και διαμόρφωσα τον χαρακτήρα μου».
Για την ανατροπή στον τελικό της EuroLeague με την Ρεάλ το 2013 και τι ειπώθηκε στα αποδυτήρια:
«Ήταν καλό ότι επιστρέψαμε στο παιχνίδι πριν τελειώσει το πρώτο μέρος, μετατρέποντας το -17 σε -4. Μετά ο Σπανούλης ήταν πήρε φωτιά με τέσσερα τρίποντα. Όλη η ομάδα έπαιξε πολύ καλά, σκοράραμε 90 πόντους σε 30 λεπτά. Ο Έισι Λο έκανε ένα φοβερό παιχνίδι. Στο ημίχρονο προσπάθησα να ηρεμήσω τους παίκτες, να τους δώσω κουράγιο. Δεν ήθελα να τους βάλω πίεση. Τους είπα ότι επιστρέψαμε στο παιχνίδι και πρέπει να επανέλθουμε στα βασικά. Ας κάνουμε αυτό που ξέρουμε και όλα θα πάνε καλά. Πράγματι, κόντρα σε αυτή την Ρεάλ είχαμε φανταστική απόδοση και εντελώς διαφορετική από το παιχνίδι που κάναμε στον ημιτελικό, που βασιστήκαμε στην άμυνα και κερδίσαμε πολύ άνετα μια πανίσχυρη ΤΣΣΚΑ».
Για το πέρασμά του από την Λοκομοτίβ, με την οποία έφτασε μέχρι το Final Four:
«Ήταν η πρώτη μου δουλειά μετά την αποχώρηση μου από τον Ολυμπιακό, αποχώρηση που ήρθε μέσα από έντονα και δυσάρεστα συναισθήματα, πολύ φορτισμένη. Είχα στο μυαλό μου ένα στιλ μπάσκετ, καμιά φορά είναι και τι σου δίνει η αγορά. Αποφάσισα να πάω χωρίς το κλασσικό σέντερ, με τον Σίνγκλετον να αγωνίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη, τον Κλαβέρ που είναι ένας παίκτης με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τον Ράντολφ, τον Ντιλέινι και τον Ντρέιπερ. Είχαμε μια πολύ καλή χημεία, φτιάξαμε μια καλή ομάδα που θα μπορούσε να φτάσει μέχρι τον τελικό, αλλά στον ημιτελικό η ΤΣΣΚΑ ήταν πραγματικά καλή».
Για το πώς διαχειρίζεται τις επιτυχίες και τις αποτυχίες:
«Πάντα έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη των ιδιοκτητών προς το πρόσωπο σου. Είχα κάποιες επιτυχημένες χρονιές, με τον Ολυμπιακό όταν πήρα την EuroLeague, με την Χίμκι, με την Λοκομοτίβ. Ακόμα και με το Μαρούσι είχαμε φτάσει μέχρι το Top-16, μπορούσαμε να φτάσουμε ακόμα και στο Final Four». Για το πέρασμά του από την Μπαρτσελόνα: «Έκανα λάθη. Είχα την ευκαιρία να ζήσω σε μία φανταστική πόλη, όπως είναι η Μπαρτσελόνα, να προπονήσω μία φανταστική ομάδα και να πάρω μαζί μου την οικογένειά μου και να ήμασταν όλοι μαζί. Ήταν σαν να ήμουν στον παράδεισο. Αλλά, στο τέλος ήταν σαν… κατάθλιψη για μένα. Με την Μπαρτσελόνα είχαμε μια αποτυχία. Κακή τύχη, πολλοί παίκτες που ήταν βετεράνοι... συνέβησαν πολλά. Χρειαζόμουν χρόνο για να περάσω την φιλοσοφία μου, αλλά δεν μου δόθηκε. Υπήρξαν αλλαγές στην διοίκηση, δεν είχα την απαραίτητη εμπιστοσύνη για να μπορέσω να βάλω στην ομάδα την φιλοσοφία μου. Αυτό συμβαίνει στον Ολυμπιακό. Νιώθω την εμπιστοσύνη των ιδιοκτητών, νιώθω ότι βρισκόμαστε στην ίδια σελίδα. Ένας προπονητής είναι όσο καλός πιστεύουν ότι είναι και του δείχνουν εμπιστοσύνη οι ιδιοκτήτες της ομάδας».
Για το αν πιστεύει ότι θα έχει την ευκαιρία να προπονήσει ομάδα του NBA:
«Όχι, δεν θα έχω αυτή την ευκαιρία. Το ΝΒΑ μου αρέσει πάρα πολύ, το παρακολουθώ. Διαφωνώ με όσους λένε ότι δεν παίζουν σωστό μπάσκετ, αλλά εκεί εμπιστεύονται τους δικούς τους ανθρώπους. Αυτούς που είτε ζουν, είτε είναι από εκεί, είτε έχουν μια μακρά διαδικασία ως βοηθοί και μετά ίσως έχουν την ευκαιρία να γίνουν πρώτοι. Εγώ δεν μπορώ να έχω μια τέτοια πορεία».
Για την μοναξιά του προπονητή: «Είναι πράγματι ένα συναίσθημα που είναι πάντα το ίδιο, είτε είσαι στην πιο μικρή ομάδα είτε στην μεγαλύτερη. Μπορεί να είσαι μέσα σε 10-15 χιλιάδες κόσμο και να νιώθεις απόλυτα μόνος. Πρέπει να είσαι εντάξει με τον εαυτό σου και μετά με τους συνεργάτες σου, με τους παίκτες. Είναι κάτι το εξουθενωτικό. Το συναίσθημα της ήττας είναι πάντα το ίδιο σκληρό σε οποιοδήποτε επίπεδο».