Ο κορυφαίος σκόρερ της ΕΚΑΣΚΕΝΟΠ, Κώστας Παυλόπουλος, εξακολουθεί να σκοράρει και κάνει προπονήσεις μαζί με τα τρία του παιδιά, Μπάμπη, Θοδωρή και Χρύσα, και μιλά στο διαδικτυακό περιοδικό της ΕΟΚ.
Πώς μπορείς την ίδια στιγμή να έχεις μια επιχείρηση στον χώρο της εστίασης, να παίζεις μπάσκετ ως πρωταγωνιστής, να ασχολείσαι και με το ποδόσφαιρο και, παράλληλα, να φροντίζεις για την οικογένεια και τις ανάγκες των παιδιών σου, είτε σχολικές είτε αθλητικές;
Στα 48 του χρόνια… η καρδιά του το λέει, τα παιδιά του ακολούθησαν το παράδειγμά του και, κάπως έτσι, όταν κλείνει το μαγειρείο που έχει με τη γυναίκα του, Δήμητρα, στις 5 το απόγευμα, ξεκινούν οι προπονήσεις για τον ίδιο, τους δύο γιους του, τον Μπάμπη και τον Θοδωρή, καθώς και την κόρη του, την Χρύσα, για να τελειώσουν γύρω στις 11. Τότε, άλλωστε, τελειώνει περίπου την προπόνηση με τον ΑΟ Θουρίας ο Κώστας, ενώ νωρίτερα τα παιδιά του αγωνίζονται για την Καλαμάτα ’80.
Ο Κώστας Παυλόπουλος, μάλιστα, ήταν πρώτος σκόρερ στον τελευταίο (8/3) αγώνα της ομάδας του στην Τέντα με τον Άρι Καλαμάτας, μετρώντας 18 πόντους και ένα τρίποντο, ενδεικτικό του ότι έχει ακόμη… στο αίμα του το μπάσκετ, με μια μακρά καριέρα νωρίτερα κυρίως σε μεσσηνιακές ομάδες, όπως ο Ποσειδώνας, ο Άτλας, ο Άρις, το Αριοχώρι, η Αναγέννηση, ο Πρωτέας και ο Ακάδημος, με τη Θουρία να είναι έως τώρα ο τελευταίος του σταθμός, ξεκινώντας από τα ανοικτά γήπεδα του πάρκου του ΟΣΕ, θρυλικά πλέον στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα, αφού όλοι έχουν περάσει από αυτά.
Παράλληλα, τα δύο του αγόρια παίζουν στο ανδρικό της Καλαμάτας ’80 και ο Μπάμπης, μάλιστα, πρωταγωνιστεί στην αήττητη έως τώρα πορεία της προς τη Γ’ Εθνική, με την κόρη του να βρίσκεται στις Κορασίδες των «Λύκων». Όλα αυτά, μέσα από μια μέρα πολυάσχολη, η οποία συμπεριλαμβάνει και καλές επιδόσεις στο σχολείο, αφού ο Μπάμπης, που έπαιξε για δύο χρόνια με τον πατέρα του, θέλει να περάσει στην ιατρική, ενώ η Χρύσα έχει μια ροπή στην φαρμακευτική.
Μια ζωή… γεμάτη μπάσκετ
Πώς πορεύεται, όμως, η μέρα της οικογένειας Παυλόπουλου; «Το πρωί σηκωνόμαστε, για να πάμε με τα παιδιά στο σχολείο. Είναι όλα από Γ’ Γυμνασίου έως Β’ Λυκείου. Στη συνέχεια πάμε με τη γυναίκα μου στο μαγειρείο και δουλεύουμε μέχρι τις 5 το απόγευμα και, ύστερα, υπάρχουν οι φροντιστηριακές και αθλητικές υποχρεώσεις των παιδιών.
Θα έπαιζαν, φυσικά, και στα σχολικά πρωταθλήματα, αλλά η πανδημία τα σταμάτησε, χωρίς τουλάχιστον να επηρεάσει τα παιδιά μου. Μπαίνουμε στην Τέντα το απόγευμα και τελευταίος φεύγω εγώ στις 10-11 το βράδυ, ανάλογα με την προπόνηση για τη Θουρία», μας λέει ο Κώστας Παυλόπουλος.
Πώς κατάφερε, όμως, τα παιδιά του να ασχοληθούν όλα με το μπάσκετ; Ο ίδιος εξηγεί πως «τα παιδιά μου έβλεπαν εμένα να παίζω και έρχονταν πάντα κοντά μου να με παρακολουθήσουν, είτε στο ποδόσφαιρο είτε στο μπάσκετ.
Το μόνο που ενδεχομένως τους είπα πως προτιμώ, ήταν να παίξουν μπάσκετ, γιατί το θεωρώ καλύτερο για διαπαιδαγώγησή τους, συνδυάζοντας τη μάθηση με τον αθλητισμό κι έχοντας, νομίζω, λιγότερες απαιτήσεις από το ποδόσφαιρο».
Ο 48χρονος, πάντως, εμφανίζεται συγκρατημένος ως προς το αν θα ακολουθήσουν τα παιδιά του πορεία επαγγελματική στο μπάσκετ. Έχει και τους λόγους του για αυτό. «Δεν τους έχω παρακινήσει ποτέ σε κάτι τέτοιο, παρά μόνο να δώσω κάποιες αρχικές κατευθύνσεις, καθώς γνωρίζω πολύ καλά πως χρειάζονται θυσίες, για να πετύχεις. Ο Μπάμπης, για παράδειγμα, είναι πολύ καλός παίκτης, αλλά δεν κάνει καμία έκπτωση ως προς τα μαθήματά του. Είναι ένας άριστος μαθητής, προτιμά την ιατρική και του χρόνου, ασφαλώς, θα υπάρχει ένα πρόβλημα με τις υποχρεώσεις του, ειδικά αν η Καλαμάτα ’80 παίζει στη Γ’ Εθνική. Ο μικρός, αντίθετα, θέλει να παίξει μπάσκετ κάνει τις θυσίες του. Ασχολείται με το στίβο και γενικά του αρέσει. Η μικρή, πάλι, της αρέσει να κοινωνικοποιείται μέσω του μπάσκετ και, από τη στιγμή ειδικά που το μπάσκετ Γυναικών δεν προσφέρει εύκολα βιοπορισμό, έχει στραφεί επίσης στα μαθήματά της, όπου είναι επίσης εξαιρετική μαθήτρια και οδηγείται προς την φαρμακευτική. Ελπίζω, πάντως, να συνεχίσει το μπάσκετ και να το συνδυάζει με τις σπουδές της για τους ίδιους λόγους, που ασχολείται και τώρα», αναφέρει.
Το μεσσηνιακό μπάσκετ όπως το είδε με τα δικά του μάτια
Ο ίδιος μας εξιστορεί και τη δική του πορεία, όπως εκείνος την έζησε: «Ξεκίνησα το μπάσκετ την εποχή του Γκάλη, ήμουν εκείνης της γενιάς. Η γειτονιά μου βρισκόταν στο πάρκο του ΟΣΕ, που πάντοτε αποτελούσε πόλο έλξης για όσους αγαπούσαν το μπάσκετ, και μου άρεσε ήδη το άθλημα. Μετά το 1987, φυσικά, πήραμε το μπάσκετ πιο «ζεστά» και αρχίσαμε να παίζουμε σε τμήματα υποδομής, όπου γνώρισα και τον κόουτς Γραμματικό. Στη συνέχεια άφησα για λίγο το μπάσκετ για τις Πανελλήνιες και πέρασα στο ΤΕΙ του Ηρακλείου, αλλά πήρα αμέσως μεταγραφή στην Καλαμάτα. Ξεκίνησα από τον Άτλαντα, συνέχισαν στον Ποσειδώνα με επικεφαλής τον Νίκο Πεφάνη και έμεινα έως το 2000 με μια παρένθεση στον Άτλαντα.
Κάπου εκεί σταμάτησα, άνοιξα ένα καφέ και, έχοντας ενδιάμεσα ξεκινήσει να παίζω και ποδόσφαιρο, επανήλθα στο μπάσκετ, όπου ξεκίνησα εκ νέου από το Αριοχώρι με πρόεδρο τον κύριο Κοντόπουλο, φέρνοντας την ομάδα μέχρι την Α’ ΕΚΑΣΚΕΝΟΠ, προτού εκείνη διαλυθεί. Συνέχισα στον Άρι Καλαμάτας, ακολουθώντας το πλάνο να παίζω μία χρονιά στο ποδόσφαιρο και μία στο μπάσκετ, καθώς δεν ήταν εύκολο από κάποια στιγμή κι έπειτα να παίζω τα δύο αθλήματα μέσα στο Σαββατοκύριακο. Πρέπει να σημειώσω, πάντως, ότι έχω παίξει και δύο χρόνια στον Πρωτέα Καλαμάτας με τον γιο μου, Μπάμπη, ενώ είχε μια κοινή παρουσία και στην Αναγέννηση με προπονητή τον Αντώνη Κούτρη».
Ο έμπειρος «άσος» είχε παίξει στα καλά χρόνια του Ποσειδώνα, όταν η ομάδα ήταν η «φωνή» της Μεσσηνίας στις εθνικές κατηγορίες. Τα θυμάται με όμορφες αναμνήσεις και μας διηγείται πως «ήταν ένας σύλλογος που λειτουργούσε επαγγελματικά, παρότι τα περισσότερα χρόνια ήταν στη Β’ και τη Γ’ Εθνική. Ήταν μία ομάδα που έφερνε παίκτες εκτός Μεσσηνίας, ήταν οργανωμένος εξαιρετικά σε διοικητικό επίπεδο και έπαιρνε ό,τι καλύτερο υπήρχε στην ΕΚΑΣΚΕΝΟΠ. Παράλληλα, έρχονταν πολλά παιδιά που είχαν πρότυπα σε παίκτες σαν τον Χατζή, τον Αβδάλα, τον Παπανικολόπουλο και άλλους, που φόρεσαν την φανέλα του, ενώ δεν μπορούμε να παραλείψουμε τη στήριξη του άλλοτε προέδρου της ΕΚΑΣΚΕΝΟΠ, Γιάννη Κουτραφούρη, με όλα αυτά τα στοιχεία να συνθέτουν μια ομάδα που έγραψε ιστορία».
Μετά τη διάλυση του Ποσειδώνα, όμως, εν έτει 2008, καμία άλλη μεσσηνιακή ομάδα δεν κατάφερε έως σήμερα να εγκαθιδρυθεί στις εθνικές κατηγορίες, ξεκινώντας μια παράδοση… του ασανσέρ. Ποια είναι η εξήγηση ενός παίκτη, που το ξέρει τόσο καλά; Ο Κώστας Παυλόπουλος μας λέει, ότι «νομίζω πως έχει σχέση με το ότι οι Μεσσήνιοι δεν έχουμε τόσο πολύ το μπάσκετ στο DNA μας.
Είναι συγκεκριμένοι, αν και με μεγάλο πάθος, όσοι ασχολούνται, αλλά αυτό δεν έχει σταθεί μέχρι τώρα αρκετό για την προσέλκυση επενδυτών, γνωρίζοντας ότι δε θα έχουν κέρδος. Είναι αξιέπαινο αυτό που κάνει η Kalamata BC με ορισμένους ρομαντικούς ανθρώπους, που προς το παρόν αντιστέκονται στις δυσκολίες, για να περάσει σε ένα επίπεδο πιο μακριά και να ακουστεί το μεσσηνιακό μπάσκετ. Το πρόβλημα θα είναι το αν μπορεί να γίνει το «βήμα» παραπάνω και, όσο αυτό δε γίνεται, τότε οι διοικήσεις είναι λογικό να κουραστούν, ειδικά στη Β’ και τη Γ’ Εθνική, όπου οι διοικήσεις «αιμορραγούν» οικονομικά, αν δε ρέει άφθονο το χρήμα.
Δεν νομίζω, επίσης, ότι γίνεται γενικά μια σωστή προσέγγιση για την προώθηση του μεσσηνιακού μπάσκετ. Ακόμη και όταν ο Σταύρος Παπαδόπουλος, ο ιστορικός χρηματοδότης της ποδοσφαιρικής Καλαμάτας, αποφάσισε να επενδύσει και αλλού, προτίμησε για παράδειγμα το βόλεϊ και το στίβο. Οι επενδύσεις της Μεσσηνίας και της Καλαμάτας, επίσης, δεν προσφέρουν τον κατάλληλο χώρο για να μάθουν το μπάσκετ τα παιδιά υπό κανονικές συνθήκες, που πρέπει να χωρέσουν όλες μαζί σε ένα γήπεδο, όταν αυτό δεν… ξενιτεύει τις ομάδες, όπως στην περίπτωση του διεθνούς meeting της ρυθμικής γυμναστικής. Το meeting αυτό, χαρακτηριστικά, ανάγκασε πρόσφατα το γιο μου να προπονηθεί στο ανοικτό γήπεδο μες στο κρύο, κάτι που σε άλλες ελληνικές πόλεις, που έχουν καλύτερες εγκαταστάσεις, δε θα γινόταν».
Η συγκινητική στιγμή με το γιο του και το ποδόσφαιρο
Η μεγαλύτερη συγκίνηση από όλες σίγουρα θα ήταν, όταν έπαιξε με το γιο του. Το κατάλαβε, όμως, όπως μας επισημαίνει, σε μια διαφορετική στιγμή. «Πρέπει να ομολογήσω, ότι ελάχιστες φορές το σκέφτηκα μέσα στη διετία που παίζαμε μαζί.
Η μόνη φορά, που πραγματικά το συνειδητοποίησα, ήταν στην Τρίπολη σε ένα ματς με τον Αρκαδικό, όπου μου φώναζε «Μπαμπά, σκριν στα δεξιά», και μετά το παιχνίδι ένας φίλαθλος εντυπωσιασμένος από το γεγονός το παρατήρησε και το συζήτησε μαζί μου. Εκεί κατάλαβα πραγματικά την αξία του να παίζω με το γιο μου».
Και το ποδόσφαιρο πώς… μπλέχτηκε μέσα σε τόσο μπάσκετ; «Όταν αποσύρθηκα για λίγο από το μπάσκετ, άρχισα να πηγαίνω τακτικά στα 5Χ5 και ένας άνθρωπος από το Ασπρόχωμα μου πρότεινε να πάω στην ομάδα. Πριν ανοίξω το καφέ είχα παίξει σε Αίαντα και Παναθηναϊκό Καλαμάτας, ενώ πέρασα και από άλλες ομάδες, επιχειρώντας όπως ανέφερα και πριν να ισορροπήσω το μπάσκετ με το ποδόσφαιρο», απαντά ο Παυλόπουλος.
«Το μπάσκετ σε αλλάζει κι ας παίρνεις… Voltaren»
Το δικό του μήνυμα, στο τέλος, είναι το εξής: «Το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο είναι αυτό που εισπράττεις σε μια ομάδα ως οικογένεια. Κατά τη δική μου γνώμη, όλοι οι αθλητικοί χώροι είναι υγιείς, τουλάχιστον ως προς τους πρωταγωνιστές. Δεν έχω γνωρίσει κανέναν που να είναι πραγματικά κακό παιδί, έχω κάνει γνωριμίες ζωής όπου κι αν έχω βρεθεί. Όσοι μπαίνουν στον αθλητισμό βγαίνουν κερδισμένοι. Όσο παραβατικός και ιδιότροπος κι αν είσαι σαν άνθρωπος, ο αθλητισμός σε αλλάζει, οι συμπαίκτες και ο προπονητής σου σε κάνουν καλύτερο».
Και εξηγεί, επίσης, τι χρειάζεται η Μεσσηνία για να πρωταγωνιστήσει: «Η Μεσσηνία θέλει πρωτίστως αθλητικούς χώρους, ώστε να αναπτυχθεί το μπάσκετ. Χρειάζεται κι έναν ισχυρό παράγοντα, ο οποίος θα ασχοληθεί και θα δώσει μια «ώθηση» με λίγο μεράκι και διάθεση, ώστε μια μέρα το μεσσηνιακό μπάσκετ να πάει ψηλά και τα παιδιά να δουν μεγάλους παίκτες στην περιοχή, για να εμπνευστούν. Στο μπάσκετ, ειδικά, φαίνεται ακόμη περισσότερο το πρόβλημα, με τις ακαδημίες υποστελεχωμένες ειδικά από την εποχή της καραντίνας κι έπειτα. Οι γονείς πρέπει να τα φέρνουν στο μπάσκετ, να τα βοηθούν έτσι να ολοκληρώνονται ως χαρακτήρες.
Οι γονείς και τα παιδιά δεν πρέπει να το φοβούνται, εφόσον το αγαπούν, ούτε για τους τραυματισμούς ούτε για τίποτα άλλο. Στα 48 μου βάζω το… Voltaren μου και πάω στο γήπεδο, όπου βλέπω την ψυχική μου υγεία να είναι πάντοτε στο ζενίθ. Αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζω ποτέ».