Ο Ραφαήλ Αλαγάς γράφει για τους πραγματικούς λόγους άλλης μιας προσπάθειας της Εθνικής, που κατέληξε σε άδοξο φινάλε, και παράλληλα θα έπρεπε να γίνει η σπορά για μια ειλικρινή συζήτηση για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού μπάσκετ.
Ας ξεκινήσουμε με το να πούμε ξεκάθαρα τα πράγματα για την Εθνική και την πορεία της στο Ευρωμπάσκετ. Η αλήθεια είναι, ότι αποτύχαμε. Όχι επειδή μπήκε από κάποιον εκ της ομάδας ο πήχης (και για να είμαστε εξίσου ξεκάθαροι, καμία σημασία δεν έχει τι πιστεύουν οι εκτός αυτής για το τι πρέπει να διεκδικεί), αλλά γιατί με τη σύνθεσή της, διαθέτοντας έναν από τους κορυφαίους παίκτες του κόσμου, μια σειρά από «μπαρουτοκαπνισμένους» σε δύσκολες καταστάσεις, έναν κορυφαίο Ευρωπαίο προπονητή, μια υπέροχη αύρα από τους φίλους της, που ενδιαφέρθηκαν ξανά για το μπάσκετ, καθώς και ένα διαφαινόμενο βατό δρόμο, έμοιαζε να έχει μπροστά της μια σημαντική ευκαιρία για την επιτυχία.
Ο αποκλεισμός από τη Γερμανία, επομένως, ήταν λογικό να φέρει πίκρα, καθώς μπορεί ο Γκόρντον Χέρμπερτ να έχει δημιουργήσει μια εξαιρετική ομάδα, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν τρόμαζε πριν από την έναρξη του αγώνα, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που τους θεωρητικά ισχυρότερους, άσχετα αν δεν προχώρησαν ούτε εκείνοι (Σερβία, Σλοβενία), ή αγκομάχησαν σε σημαντικό βαθμό για να φτάσουν προς το τέλος (Γαλλία), τους αποφύγαμε. Αποδείχθηκαν, όμως, καλύτεροι στο παρκέ σε μια απόδοση, που ίσως και να μην ξαναπιάσουν στην πορεία αυτής της φουρνιάς τους στις μεγάλες διοργανώσεις, αλλά καλό είναι να μη σταθούμε σε αυτό.
Η πραγματικότητα είναι πιο αξιοπρόσεκτη και άξια περισυλλογής, από ένα απλό αποτέλεσμα σε προημιτελικό Ευρωμπάσκετ, όπου στο κάτω κάτω, όπως ανέφερε και αμέσως μετά το ματς ο Μενέλαος Σεβαστιάδης, μπορεί να βρεθεί η άκρη αυτή η ομάδα να επιστρέψει πιο δυναμικά. Το θέμα, όμως, δεν είναι μόνο η υπάρχουσα ομάδα, όσο αντέχει ακόμη, να επανέλθει πιο δυνατή, αλλά το πώς θα εμφανιστεί στη συνέχεια όταν, πιθανώς μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι, αν κρίνουμε από τις ηλικίες και τις επιθυμίες ορισμένων, εκείνοι αρχίσουν να αφήνουν τη σκυτάλη στους επόμενους.
Κι εδώ έρχεται η στιγμή, που πρέπει να μιλήσουμε για το μέλλον του ελληνικού μπάσκετ. Ο αγώνας με τη Γερμανία φανέρωσε, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι έχουμε μείνει πίσω. Κι αυτό, για πάρα πολλούς λόγους, που θα μπορούσαν να αναλύονται σε πολλές αράδες, από το πώς ξεκινά ένα παιδί να παίζει μπάσκετ, ανάλογα με την ώθηση που έχει από το σπίτι του, μέχρι το τι μαθαίνουν αγωνιστικά από τα πρώτα τους «βήματα», μέχρι το σημείο όπου γίνονται επαγγελματίες.
Για να μείνουμε στο αγωνιστικό κομμάτι, αν κι εκείνο έπεται της διαπαιδαγώγησης ενός εκκολαπτόμενου παίκτη μπάσκετ, πρώτα από τους γονείς και ύστερα από τους προπονητές-παιδαγωγούς του, ειδικά στο πώς όλοι τους αντιμετωπίζουν την περίπτωσή του και το πώς διαχειρίζονται την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, στις ομάδες που αγωνίστηκαν σε αυτό το τουρνουά και δη όσες έφτασαν μέχρι τα ημιτελικά, είδαμε απλά, σαφή πράγματα που κάνουν, όμως, τη διαφορά. Είδαμε ομάδες με πλάνο, ρόλους στο σύνολό τους για όλους, ξεκάθαρη προπονητική κατεύθυνση, παίκτες που γνωρίζουν άριστα πώς να εκτελέσουν τα βασικά του αθλήματος, από την πάσα και το σουτ έως τις ορθές κινήσεις όταν βρίσκονται σε θέση άμυνας, καθώς και βασικά στοιχεία που ανταποκρίνονται στο σύγχρονο μπάσκετ, όπως η ταχύτητα, η δύναμη, οι αλτικές ικανότητες και, φυσικά, το καθοριστικό μακρινό σουτ, που μπορεί να γυρίσει μια διαφορά 20 πόντων σε λιγότερο από πέντε λεπτά, όπως έκανε η Σλοβενία με τους Πολωνούς προτού… αδειάσει.
Για να είμαστε ειλικρινείς, το ελληνικό μπάσκετ για πολλούς λόγους έχει μείνει πίσω σε αρκετά από αυτά τα στοιχεία, εμμένοντας σε αγωνιστικές πρακτικές, που δεν παρουσιάζουν κάποια εξέλιξη στον τρόπο διδαχής τους στους νεότερους, ή έστω κάποια επιρροή από κάποια άλλη επιτυχημένη σχολή, με κορυφαία των Ισπανών από τότε, που άρχισαν να εφαρμόζουν τα δόγματα του δασκάλου Αΐτο Ρενέσες. Κι αν η Εθνική δεν είναι ακριβώς το απόλυτο παράδειγμα, ότι υστερούμε σε αρκετά από αυτά τα στοιχεία. Αρκεί και μόνο να προσέξει τις πορείες των περισσότερων μικρότερων εθνικών και από ποιες ομάδες αποκλείονται στην πορεία, ή το τι κάνουν οι ομάδες μας σε συλλογικό επίπεδο, πλην της εξαίρεσης του Ολυμπιακού για την περσινή χρονιά.
Πού θέλουμε να καταλήξουμε με αυτό; Ότι, μιλώντας για το αγωνιστικό κομμάτι τουλάχιστον, τη στιγμή που άλλες χώρες, είτε αποτελούσαν ήδη παραδοσιακές δυνάμεις του αθλήματος είτε δεν χαρακτηρίζονταν ακριβώς… μπασκετομάνες, έχουν ένα πρόγραμμα, που εκτελούν με πίστη και υπομονή, ακολουθώντας την εξέλιξη του αθλήματος και παρουσιάζοντας ομάδες που διεκδικούν την επιτυχία ή παίκτες που διακρίνονται στο κορυφαίο επίπεδο, τη στιγμή που στην Ελλάδα δε βρισκόμαστε ακριβώς στο ίδιο μήκος κύματος, με μια επόμενη μέρα που χρειάζεται σύντομα απαντήσεις.
Το καλό σε όλα αυτά είναι, ότι το μπάσκετ είχε, έχει και θα έχει πάντα κόσμο, που θέλει να ασχοληθεί με αυτό. Με αυτό το γεγονός ως βάση, την αγάπη δηλαδή για το άθλημα, που φάνηκε περισσότερο από ποτέ στην πορεία της Εθνικής μας, φέρνοντας επιτέλους έμπνευση μετά από καιρό στο κοινό της, θα μπορούσε να ξεκινήσει μια ειλικρινής κουβέντα για το παρόν και, κυρίως, το μέλλον του ελληνικού μπάσκετ, ώστε να συνεχίσουμε να είμαστε πρωτοπόροι, όπως ήμασταν και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, με άπαντες να θέλουν να παίρνουν παράδειγμα από τη δική μας σχολή.
Μετά την πορεία αυτή στο Ευρωμπάσκετ, λοιπόν, και βλέποντας πως στο μέλλον κι άλλοι θα επιχειρήσουν την ανάπτυξή τους στο άθλημα, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολο το έργο των παραδοσιακών δυνάμεων, αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε. Να τα πούμε. Και η άκρη θα βρεθεί, θα τα καταφέρουμε και θα ανέβουμε ξανά στον αφρό. Αρκεί, πρώτα, να συζητήσουμε…