Η κόουτς Ελένη Καφαντάρη έκανε τη δική της παρέμβαση στο ΕΟΚ WebRadio και μίλησε για τις εμπειρίες της από την Ελβετία και τη Δανία αλλά και για την προσαρμογή της σε αυτές τις χώρες.
Αναλυτικά είπε:
Για το πώς είχε βρεθεί στη Δανία και τη Σίσου: «Το 2019 αποφάσισα να μην αναλάβω ομάδα στην Ελλάδα. Έμεινα για μισό χρόνο εκτός και μετά, μέσω του agent που είχα, έγινε η πρόταση απ’ τη Δανία. Ο στόχος μου ήταν για κάτι καλύτερο σε επίπεδο, αλλά ήταν ένα μεγάλο «σχολείο», γιατί ήταν η πρώτη μου φορά στο εξωτερικό. Τελικά με βοήθησε όλο αυτό για να μπορέσω να παραμείνω στο εξωτερικό και να έχω περισσότερες βλέψεις για να μετακινηθώ κάπου αλλού. Γι’ αυτό ήρθε κιόλας η πρόταση πέρυσι απ’ την Ελβετία».
Για το αν ήταν δύσκολη η προσαρμογή της: «Ναι, γιατί μπορούσα να δουλέψω περισσότερο. Την πρώτη χρονιά που πήγα, είχαμε τρεις ξένες στην ομάδα. Τις επόμενες χρονιές λιγόστεψαν οι ξένες γενικά στο πρωτάθλημα, γιατί δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για να έχουν πολλές ξένες, οπότε μπορούσα να δουλέψω όντως σε παρθένο έδαφος. Ήταν δύσκολο να βάλω τη δική μου φιλοσοφία, γιατί ερχόμενοι απ’ την Ελλάδα που είμαστε λίγο πιο αυστηροί στις αρχές και την φιλοσοφία μας ήταν ένα κομμάτι που μού δίδαξε ότι έπρεπε κι εγώ να κάνω πίσω βήματα για να καταλάβω τη νοοτροπία τους και αυτοί να κάνουν βήματα μπροστά για να καταλάβουν τη δική μου. Αυτή ήταν η μόνη δυσκολία που αντιμετώπισα. Γενικά, όμως, είχα πολύ χρόνο».
Για τους λόγους που δέχθηκε την πρόταση: «Πρώτα απ’ όλα, ήταν πολύ καλό που μού ζήτησαν και πήγα εκεί μία βδομάδα πριν αναλάβω την ομάδα. Με φιλοξένησαν και πήγα και είδα τις εγκαταστάσεις, πώς δουλεύει η ομάδα, είδα και ένα παιχνίδι live. Είχα, δηλαδή, την επιλογή τού να επιλέξω να πάω ή να μην πάω. Ήταν πολύ ευχάριστο για εμένα ότι συνέβη αυτό ώστε να κατασταλάξω στην απόφασή μου. Οι εγκαταστάσεις του συλλόγου ήταν πολύ μεγάλες, οπότε είχαμε τη δυνατότητα να έχουμε και γυμναστήριο σε κάποιον άλλο χώρο του γηπέδου, οπότε ήταν εύκολο για εμένα. Μου έκανε εντύπωση, γιατί είναι μια χώρα που δεν έχει το επίπεδο της Ελλάδας μπασκετικά, παρ’ όλα αυτά οι εγκαταστάσεις ήταν τέλειες. Στο κομμάτι της οργάνωσης ήταν πάρα πολύ καλά τα πράγματα, ζητούσα κάποια πράγματα και ήταν πολύ ευδιάθετοι. Επέλεξαν προπονητή ξένο, γιατί ήθελαν να βελτιώσουν λίγο το επίπεδο της ομάδας. Όλα αυτά συνέβαλαν πολύ στο να περάσω τη φιλοσοφία μου και να δουλέψω όπως εγώ θέλω».
Για την πρώτη της μέρα στην ομάδα: «Ήταν λίγο περίεργη η πρώτη μέρα, γιατί προσπαθείς να βάλεις τη νοοτροπία σου, προσπαθείς να γνωρίσεις τις παίκτριες. Φάνηκε και σε αυτές περίεργο ότι ξαφνικά ήρθε προπονητής που μιλάει αγγλικά. Είχα βοηθό Δανό, οπότε υπήρχε καλύτερη επικοινωνία».
Για το πρωτάθλημα Δανίας: «Τότε συμμετείχαν 8 ομάδες, τώρα στη Δανία είναι 5. Γίνονται γύροι των τεσσάρων αγώνων με την κάθε ομάδα, οπότε έχει τέσσερις γύρους. Μαζί με τα play-offs και τα παιχνίδια Κυπέλλου που έχει στο ενδιάμεσο, διαρκεί περίπου το ίδιο όπως στα υπόλοιπα πρωταθλήματα, απλά παίζεις 4 φορές με τις ομάδες».
Για την περίοδο του κορωνοϊού: «Σε επαγγελματικό κομμάτι, πληρώθηκα τα πάντα, παρ’ ότι ήταν μήνες που μείναμε στο σπίτι και δεν κάναμε τίποτα. Δεν έχασα ούτε μία δανέζικη κορώνα. Εκείνη η περίοδος ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για ‘μένα, γιατί είναι μια περίοδος που δεν την έχεις ζήσει ποτέ, οπότε προσπαθούσα να κάνω κάποια διαδικτυακά σεμινάρια προπονητών και διοργάνωνα κι εγώ μερικά, κάναμε podcast και 2 φορές τη βδομάδα υπήρχε ενδυνάμωση με τις αθλήτριες απ’ το σπίτι για να μείνουν σε φόρμα».
Για το πώς βρέθηκε στην Εθνική Δανίας U18: «Ύστερα απ’ τον ενάμισι χρόνο που ήμουν στη Σίσου, έγινε η επικοινωνία να αναλάβω τις U18. Φυσικά δέχθηκα με μεγάλη χαρά, ήταν πολύ ενδιαφέρον να δω πώς κινείται η Ομοσπονδία και πώς βοηθούν τα παιδιά να εξελιχθούν. Το καλοκαίρι που είχαμε το Πανευρωπαϊκό ήρθε και η πρόταση απ’ την Εθνική Γυναικών. Ο προπονητής ήταν κι αυτός στην ίδια κατηγορία που ήμουν κι εγώ οπότε μού μίλησε, μου έκανε την πρόταση και φυσικά δέχθηκα. Πέρυσι που μετακινήθηκα στην Ελβετία, ταξίδευα στη Δανία για τα “παράθυρα” με την Εθνική».
Για την κουλτούρα στη Δανία όσον αφορά το μπάσκετ γυναικών: «Δε νομίζω ότι έχει πολύ μεγάλη διαφορά με την Ελλάδα, πάντα οι γυναίκες έρχονται δεύτερες. Παρ’ όλα αυτά, εγώ εντυπωσιάστηκα στο πρώτο παιχνίδι με την Εθνική Δανίας, όπου ύστερα από 20 χρόνια το γήπεδο ήταν γεμάτο. Αυτό ούτε στην Ελλάδα με την Εθνική Γυναικών δεν έζησα κάτι τέτοιο. Δεν περίμενα ότι στη Δανία θα υπάρχει τόσος πολύς κόσμος να έρθει να δει τη Γυναικών. Έγινε, βέβαια, μια κίνηση απ’ την Ομοσπονδία να δώσει εισιτήρια στους συλλόγους, να καλέσει τα κλαμπ να έρθουν στο γήπεδο. Ήταν πολύ ευχάριστο το ότι έπαιξε η Εθνική Γυναικών με τόσο πολύ κόσμο στο γήπεδο».
Για το αν υπάρχει πίεση για το αποτέλεσμα στη Δανία: «Πίεση δεν υπήρχε, δε νιώθεις την πίεση που νιώθεις στην Ελλάδα. Στηρίζουν τον προπονητή και το πλάνο και είναι πολύ σημαντικό αυτό, γιατί δουλεύεις με περισσότερη ηρεμία».
Για το αναπτυξιακό κομμάτι στη Δανία: «Γίνονται πάρα πολλά προγράμματα σε σχολεία, πηγαίνει η Ομοσπονδία να διδάξει. Επίσης, υπάρχουν κάτι talent camps, όπου δίνουν έξτρα προπονήσεις σε παιδιά με ταλέντο μέσω κάποιον κέντρων που βοηθούν στο να γίνει ατομική προπόνηση. Τον τελευταία χρόνο γίνονται 1-2 προπονήσεις κάθε μήνα για τις μικρές ηλικιακά ομάδες και σ’ αυτές τις προπονήσεις προσκαλούνται και οι προπονητές τους. Τα ίδια συμβαίνουν και στην Ελβετία».
Για το πέρασμα της απ’ την Άμαγκερ: «Ήταν πολύ καλύτερο το επίπεδο, είχαν περισσότερες ενήλικες παίκτριες παρά νεαρές. Είχαμε μια πάρα πολύ καλή χρονιά, δυστυχώς δεν καταφέραμε να πάρουμε το πρωτάθλημα. Ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα χρονιά και το επίπεδο καλύτερο απ’ ό,τι στη Σίσου. Πάντα λέω, όμως, ότι η Σίσου με βοήθησε πάρα πολύ στο να προχωρήσω καλύτερα στο θέμα της νοοτροπίας στη συνέχεια».
Για το πώς βρέθηκε στην Ελβετία και την Ααράου: «Μου έστειλαν ένα mail αν ενδιαφέρομαι να πάω και θεώρησα ότι στη Δανία είχα κάνει τον “κύκλο” μου. Επειδή το αθλητικό σχολείο άλλαξε διευθυντή και θα άλλαζαν λίγο τα πράγματα και δεν ήμουν ευχαριστημένη με το τι θα γινόταν στη συνέχεια, μόλις ήρθε η πρόταση και μίλησα με τη Sports Manager απ’ το Ααράου, δέχθηκα, γιατί εξ αρχής στόχος μου ήταν να πάω σε όποιες χώρες μπορώ για να γνωρίσω τη νοοτροπία, το μπάκσετ και το επίπεδο. Θεωρώ ότι καλά έκανα και δέχθηκα».
Για την ομάδα της Ααράου: «Βρήκα την ομάδα σχεδόν έτοιμη και ήταν μικρές ηλικιακά οι περισσότερες, κάτω των 22 ετών. Φέτος την ομάδα την έστησα εγώ απ’ την αρχή, γιατί ήξερα το επίπεδο και τις παίκτριες της Ελβετίας. Τη φετινή σεζόν η ομάδα θα είναι πολύ καλύτερη από πέρυσι, έχω πολύ μεγάλο κίνητρο για τη συνέχεια. Θα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα χρονιά».
Για την πρώτη της μέρα στην ομάδα: «Ήταν λίγο καλύτερα απ’ ό,τι η πρώτη μέρα στη Δανία. Επειδή ήμουν μαθημένη απ’ τη Δανία, ήταν πιο εύκολο να μπορέσω να μπω στο κλίμα της Ελβετίας, τόσο στο κομμάτι του γηπέδου, όσο και στην καθημερινότητα».
Για το μπασκετικό επίπεδο στην Ελβετία: «Πάνω κάτω είναι το ίδιο με τη Δανία. Είναι λίγο περισσότερο επαγγελματικό στο θέμα των ξένων. Έχουν ομάδα που παίζει στο EuroCup, οπότε έχεις ένα παραπάνω κίνητρο για να την κοντράρεις. Είναι μεγαλύτερος ο ανταγωνισμός».
Για τον φετινό στόχο της ομάδας: «Στόχος είναι να βγούμε στις τέσσερις πρώτες του πρωταθλήματος, δηλαδή να μπούμε στα play-offs. Εμείς έχουμε μία ξένη, δεν έχουμε το μπάτζετ για παραπάνω. Οι δύο καλύτερες ομάδες του πρωταθλήματος έχουν τρεις και οι αμέσως επόμενες έχουν δύο. Θεωρώ, όμως, ότι η ομάδα είναι καλύτερη από πέρυσι, οπότε στόχος μας είναι τα play-offs».
Για το ενδιαφέρον του κόσμου για το μπάσκετ στην Ελβετία: «Δεν είναι και το πιο δημοφιλές άθλημα στην Ελβετία το μπάσκετ. Έχουμε κόσμο που στηρίζει τον σύλλογο, αλλά δεν είναι τόσο πολύς. Το γήπεδό μας δεν έχει τις κλασσικές κερκίδες, έχει αυτές που τις προσθέτουμε κάθε φορά. Γεμίζουν μεν, αλλά δεν είναι τόσο πολύ όσο στο ανδρικό. Είναι φίλοι-γνωστοί και κάποιοι που στηρίζουν το σύλλογο και έρχονται. Οι μικρότερης ηλικίας αθλήτριες στηρίζουν πάρα πολύ τα παιχνίδια μας, είναι εκεί πάντα για να δουν πώς είναι η κατάσταση. Επειδή φέτος έχουμε περάσει την ίδια φιλοσοφία και στις υπόλοιπες ηλικιακά ομάδες, τις προτείνουμε να έρθουν και έρχονται να δουν πώς παίζει το γυναικείο τμήμα μας».