Ο Μάικ Σιζέφσκι αποχαιρετά το Ντιουκ και το αγαπημένο του μπάσκετ και το Basketa.gr αναλύει πως μετά το κάζο της Σαϊτάμα ο Αμερικανός σοφός άλλαξε όλο το άθλημα.
Ήταν 1η του Σεπτέμβρη στο… έτερο σωτήριο έτος του 2006. Η μέρα, όπου έγινε το θαύμα. Η ομορφότερη, ίσως, στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Η μέρα, όπου η Ελλάδα «σκόρπισε», υπέταξε την παγκόσμια υπερδύναμη με το ιστορικό πια 101-95 και σόκαρε όλο τον κόσμο.
Στο ίδιο Μουντομπάσκετ και στην αρένα της Σαϊτάμα, η Ισπανία ήταν εκείνη που κατέκτησε την κούπα, αλλά κανέναν δεν ένοιαζε στην Εθνική. Κανείς, όμως, παράλληλα, δε σκεφτόταν πως εκείνη η μέρα θα ήταν το εφαλτήριο για την απόλυτη κυριαρχία των Αμερικανών. Μια κυριαρχία πιο δεσποτική από ποτέ στο παγκόσμιο μπάσκετ, που ήθελε 13 ολόκληρα χρόνια για να «αποκαθηλωθεί» στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Κίνας, ύστερα από πέντε σερί χρυσά μετάλλια σε Μουντομπάσκετ και Ολυμπιακούς Αγώνες, αν και πέρυσι η Team USA επανήλθε στις επιτυχίες στο Τόκιο.
Ήταν, τελικά, η μέρα όπου ο Μάικ Σιζέφσκι και ο Τζέρι Κολάντζελο προχώρησαν σε ένα σχέδιο, μαζί με τους υπόλοιπους φορείς των ΗΠΑ, όπως ασφαλώς το ΝΒΑ, το οποίο έμελλε να υπενθυμίσει σε όλους, ότι η χώρα τους ήταν αφεντικό στον παγκόσμιο χάρτη, αφήνοντας πίσω τα τρία σερί «κάζο» σε Ινδιανάπολη, Αθήνα και Σαϊτάμα. Ο «Coach K» μπορεί να έμεινε για πάντα στο αγαπημένο του Ντιουκ, από το οποίο τώρα αποχωρεί, αλλά η κληρονομιά του είναι ανεκτίμητης αξίας, τόσο «βαριά» που ακόμη και ο Γκρεγκ Πόποβιτς δυσκολεύτηκε να αντέξει, για να πάρει κι εκείνος ένα χρυσό μετάλλιο.
Με μια βάση από σούπερ σταρ
Το σχέδιο των Αμερικανών βασίστηκε σε δύο άξονες. Ο ένας, που είχε ως στόχο να διατηρεί μονίμως στην κορυφή την Team USA, βασιζόταν στο κύρος του Σιζέφσκι και τον προγραμματισμό του με τον Κολάντζελο, ώστε να αντιμετωπίζουν το πιο βασικό πρόβλημα, που δεν ήταν άλλο από το γεγονός, ότι πολλές φορές οι Αμερικανοί σούπερ σταρ πολλές φορές δεν ήθελαν να «θυσιάσουν» τα καλοκαίρια τους για χάρη της Εθνικής.
Με αυτό τον τρόπο, καμία Dream Team δεν μπορούσε να δημιουργηθεί, αν και η ομάδα του 2006, που απέκλεισε η δική μας Εθνική, ήταν εξαιρετική, αν σκεφτούμε πως μπορεί οι τότε παίκτες να ήταν σε νεαρή ηλικία, αλλά αποδείχθηκε στο μέλλον πως είχαν μοναδικές δυνατότητες. Το δίδυμο της Team USA, λοιπόν, σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερο να μην… κυνηγούν κάθε καλοκαίρι τους σούπερ σταρ, αλλά να επιμείνουν σε συγκεκριμένους, που γενικά είχαν την προθυμία να παίξουν.
Ο Καρμέλο Άντονι, για παράδειγμα, που ήταν το μεγάλο «αστέρι» το 2006, συμμετείχε σε όλες τις κατακτήσεις χρυσών μεταλλίων έκτοτε και έως το 2016 στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μαζί του, υπήρχαν κι άλλοι σπουδαίοι παίκτες, όπως ο ΛεΜπρόν Τζέιμς, ο Κόμπι Μπράιαντ, ο Ντερόν Ουίλιαμς και ο Κρις Πολ, οι οποίοι ξεκίνησαν μια βάση, που με τον καιρό πρόσθετε κι άλλους παίκτες, οι οποίοι βρίσκονταν συνήθως στην αρχή της καριέρας τους και ήθελαν να αναδειχθούν μέσω της Team USA για την «εκτόξευση» της καριέρας τους, όπως ο Τζέιμς Χάρντεν, ο Στεφ Κάρι, ο Ράσελ Ουέστμπρουκ, ο Κέβιν Ντουράντ, ο Κάιρι Ίρβινγκ, ο Άντονι Ντέιβις και αρκετοί ακόμη.
Όλοι αυτοί οι παίκτες αγωνίστηκαν για τουλάχιστον δύο διοργανώσεις με την Εθνική, κάτι που έδινε μια αίσθηση ομοιογένειας. Μπορεί μέσα στα επόμενα καλοκαίρια οι ίδιοι σούπερ σταρ να μη δέχονταν να αγωνιστούν για την «αστερόεσσα», αλλά ο Σιζέφσκι και ο Κολάντζελο ήδη δημιουργούσαν τη βάση για τις επόμενες ομάδες, που θα διατηρούσαν τα «σκήπτρα» της, και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις αρκετά άνετα.
Οι τελευταίες δύο Teams USA, για παράδειγμα, μεταξύ του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014 και των Ολυμπιακών Αγώνων του 2016, είχαν σαν κοινούς παρονομαστές τους ΝτεΜαρ ΝτεΡόζαν, Κάιρι Ίρβινγκ και ΝτεΜάρκους Κάζινς, που μαζί με τον «Μέλο» μετέδωσαν στους παίκτες που ήρθαν στο Ρίο την φιλοσοφία της ομάδας. Η ομάδα του 2019, όμως, δηλαδή η πρώτη του Πόποβιτς, δεν κατόρθωσε να έχει κανέναν ίδιο με πριν τρία χρόνια πριν, ενώ οι μόνος που είχαν κάποια εμπειρία ήταν ο Μέισον Πλάμλι και ο Χάρισον Μπαρνς. Ακολουθώντας, όμως, την… πεπατημένη του Σιζέφσκι, ο Πόποβιτς κράτησε κάποιους παίκτες από προηγούμενες διοργανώσεις, όπως ο Ντρέιμοντ Γκριν, ο Τζέισον Τέιτουμ και ο Κρις Μίντλετον, ενώ η προσθήκη ξανά του Κέβιν Ντουράντ δημιούργησε την αίσθηση ανωτερότητας, που επιβεβαιώθηκε στην Ιαπωνία.
Ο Σιζέφσκι, λοιπόν, είχε μαζί με τον Κολάντζελο το δικό του τρόπο να φέρνει σταθερά ορισμένους παίκτες του πιο υψηλού επιπέδου, που για τους δικούς τους λόγους ήθελαν να παίζουν για την Εθνική και δημιούργησαν, έτσι, μια αγωνιστική βάση που ακολουθείτο σε κάθε διοργάνωση κι έδινε τους τίτλους.
Όλο το… καλό πράγμα στο ΝΒΑ
Όπως έχουν παραδεχθεί οι ίδιοι οι Αμερικανοί, μετά το «στραπάτσο» από τη δική μας Εθνική έκαναν ένα δεύτερο «βήμα», εξαπολύοντας κάθε σκάουτερ τους σε όλες τις χώρες του κόσμου, ώστε να βρίσκουν τα καλύτερα ταλέντα και να τα δελεάζουν με το όραμα του ΝΒΑ, ώστε να ενισχύσουν το πρωτάθλημα και να τα εμποτίσουν με τη δική τους νοοτροπία.
Αυτό, φυσικά, ήταν ένα πλάνο που κράτησε για αρκετά χρόνια και χρειάστηκε τον καιρό του, ώστε να αποδώσει στο απόλυτο, αλλά σε κάθε ομάδα πια του ΝΒΑ βρίσκουμε παίκτες από άλλες χώρες ή ηπείρους, που πρωταγωνιστούν. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τις τελευταίες τρεις σεζόν ο MVP της χρονιάς είναι Ευρωπαίος, με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο να κατακτά τη διάκριση δύο σερί φορές και τον Νίκολα Γιόκιτς να ακολουθεί πέρυσι, «σπάζοντας» ένα σερί 11 σερί ετών με Αμερικανούς στο ρόλο του MVP, που είχαν ακολουθήσει τον τίτλο του Νοβίτσκι το 2007 και τους δύο του Νας το 2005 και το 2006.
Δεν είναι, όμως, μονάχα η Ευρώπη που τροφοδοτεί με παίκτες το ΝΒΑ, μετρώντας μέχρι φέτος στο σύνολο 310 παίκτες που έχουν αγωνιστεί με πρώτη τη Γαλλία στους 40. Η Αφρική μετρά 71 παίκτες στο πρωτάθλημα με τους 29 από την Νιγηρία, η υπόλοιπη Αμερική έχει δώσει 164 με 57 από τον Καναδά και 18 από τη Βραζιλία, η Ασία έχει προσφέρει 23 με πρώτη την Κίνα στους έξι και η Ωκεανία 33 με πρώτη την Αυστραλία στους 30, ενώ άλλοι τρεις προήλθαν από την Νέα Ζηλανδία.
Στο σύνολο, είναι 85 οι χώρες που έχουν δώσει από όλο τον κόσμο παίκτες στο ΝΒΑ, σε ένα πρωτάθλημα όπου, κατά γενική παραδοχή, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ειδικά ήταν πολύ δύσκολο να αγωνιστείς, αν δεν ήσουν κάτι πραγματικά εξωπραγματικό, όπως η τότε μεγάλη των Πλάβι σχολή. Από τον Καναδά και την Ελλάδα, μέχρι την Ουγκάντα και τις… Παρθένες Νήσους του Τιμ Ντάνκαν, η αιμοδοσία στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου συνεχίζεται, με αποτέλεσμα φυσικά η εμπορικότητα της λίγκας να ανέβει ακόμη περισσότερο, σε συνδυασμό με την αγωνιστική ανωτερότητα των Αμερικανών, που παράλληλα αποδυνάμωσαν τις υπόλοιπες διοργανώσεις, ιδίως τις ευρωπαϊκές.
Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, υπήρξε και ένα παράπλευρο αποτέλεσμα της ενίσχυσης των Εθνικών ομάδων με παίκτες του ΝΒΑ, ή που έχουν περάσει έστω από αυτό, απειλώντας παραπάνω την Team USA σε σύγκριση με την εποχή της Dream Team. Αυτό που πέτυχαν οι Αμερικανοί, όμως, είναι ακόμη καλύτερο, καθώς έκαναν τους παίκτες κάθε ηπείρου να σκέφτεται και να παίζει όπως εκείνοι. Κι όταν προσπαθείς να το κάνεις, όταν τους βρίσκεις αντιπάλους, στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνοι θα νικήσουν.
Μπορεί, λοιπόν, η ήττα εκείνη από την Ελλάδα να αποτέλεσε μια απίστευτη «σφαλιάρα» για τους Αμερικανούς, αλλά ήταν και η ευκαιρία να σκεφτούν πώς θα αναπτύξουν περαιτέρω το μπάσκετ τους. Και το κατάφεραν με δύο τρόπους, που έδειξαν πως οι υπόλοιπες ήπειροι πρέπει να κάνουν πολύ περισσότερα, για να τους πλησιάσουν.