Ο Ραφαήλ Αλαγάς κάνει στο Basketa.gr μια ανασκόπηση της πορείας της Εθνικής μέχρι τους προημιτελικούς των Ολυμπιακών Αγώνων, εστιάζοντας στο πραγματικό κέρδος από μια ομάδα, που μας έφερε στο μυαλό μια αίσθηση από τα καλοκαίρια των υπερβάσεων, αλλά και στον κίνδυνο του να μείνουμε στάσιμοι σε αυτή την εικόνα.
Να είμαστε ξεκάθαροι ως προς τον τίτλο. Όχι, κανείς δεν χαίρεται που για άλλο ένα καλοκαίρι η Εθνική μας δεν παίρνει ένα μετάλλιο. Όχι, θέλουμε πάντα περισσότερα, είτε λογικά είτε όχι. Είναι, άλλωστε, στην ιδιοσυγκρασία μας. Όχι, δεν είμαστε ικανοποιημένοι που ηττηθήκαμε από τους Γερμανούς και δεν τα καταφέραμε στο τέλος, παρότι σε μεγάλο βαθμό φέραμε το παιχνίδι εκεί, όπου θα μπορούσαμε να το διαχειριστούμε, για να παλέψουμε μέχρι το τέλος.
Τι θετικό, λοιπόν, έχει φέρει η φετινή πορεία της Εθνικής και διαφέρει από προηγούμενες; Ας μην πάμε πολύ μακριά κι ας σκεφτούμε μονάχα την περσινή παρουσία στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Εκεί, όπου δεν περιμέναμε τίποτα καλύτερο από μια πρόκριση στην επόμενη φάση, περνώντας το «εμπόδιο» της Νέας Ζηλανδίας, και δε σκεφτόμασταν καν να διεκδικήσουμε κάτι περισσότερο.
Αυτή είναι ακριβώς η διαφορά της φετινής Εθνικής. Από την πρώτη ημέρα της προετοιμασίας, η «γαλανόλευκη» του Βασίλη Σπανούλη και των παικτών, που ήταν αποφασισμένη να το πάνε μέχρι... όσο πήγαινε, το πνεύμα της υπέρβασης υπήρχε σαφέστατα. Κι αν μπορεί κανείς να προβάλει επιχειρήματα για το Προολυμπιακό Τουρνουά, τα οποία καθιστούσαν απολύτως εφικτό το στόχο της πρόκρισης, όπως το ότι παίζαμε στην έδρα μας, ή οι αντίπαλοί μας ήταν συγκεκριμένου επιπέδου παρά το δεδομένο ταλέντο τους, τότε στους Ολυμπιακούς Αγώνες το στοιχείο του να ξεπερνάς τον εαυτό σου, στοιχείο δομικό της κορυφαίας διοργάνωσης στον πλανήτη, φανερώθηκε με περισσότερη σαφήνεια μέσα από το σύνολο.
Όπως αναφέραμε και πριν από τον αγώνα με τους Γερμανούς, ας σκεφτούμε μόνο με τι αντιπάλους τα βάλαμε, τι υλικό αντιπαρατάξαμε σε μονάδες και, για να έρθουμε και σε αυτό τώρα που τελείωσαν όλα, ποιες ήταν οι φετινές μας απουσίες, που θα μπορούσαν να κάνουν τη ζωή μας, ειδικά σε βασικά κομμάτια της επίθεσής μας, ακόμη πιο εύκολη. Μόνο που φτάσαμε μέχρι εδώ, συνιστά μια πορεία που αξίζει προσοχής και ενδεικτική του χαρακτήρα, με τον οποίο έχει διαποτιστεί το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Ακόμη και η... ξενέρα για την ήττα από τους Γερμανούς, παρά το χαμόγελο για τη θετική πορεία, είναι εξίσου ενδεικτική της φετινής μας νοοτροπίας. Αγωνιστήκαμε απέναντι στους παγκόσμιους πρωταθλητές, ενδεχομένως το δεύτερο φαβορί της διοργάνωσης μετά τους Αμερικανούς, με ένα σύνολο που αποτελεί τον ορισμό της ομάδας και της έκφρασης του σύγχρονου μπάσκετ μέσα από αυτήν, και το αποτέλεσμα, όπως ήρθε, μας άφησε πικρία. Κι αυτό, γιατί όπως κύλησε το ματς, πιστέψαμε πως μπορούσαμε να πάμε τη... βαλίτσα και λίγο πιο μακριά στην ίδια την αναμέτρηση.
Για να είμαστε ειλικρινείς, βέβαια, στο σημείο όπου μειώνουμε σε 61-56, εμφανίζονται δυστυχώς για ακόμη μια φορά παθογένειες του παιχνιδιού μας, που έχουν συζητηθεί ξανά και πρέπει να δουλευτούν για πολύ καιρό, ώστε να βρεθούμε ξανά με συνέπεια ανάμεσα στους κορυφαίους, κάτι που ξεκινά από την νοοτροπία που διδάσκεται στις πιο νεαρές ηλικίες, για να φτάσει να εκφράζεται στην ανδρική ομάδα. Κάτι, δηλαδή, που έχουν δουλέψει για παράδειγμα οι Γερμανοί, κεφαλαιοποιώντας το προϊόν, το οποίο άκουγε στο όνομα του Ντιρκ Νοβίτσκι, για να φτάσουν στο να δημιουργήσουν στο σήμερα πολύ καλύτερες ομάδες από εκείνες, όπου έπαιζε ο «μύθος» του μπάσκετ.
Αυτή, όμως, η απογοήτευση γνωρίζοντας με ποιους παίζαμε και ποιοι ήμασταν εμείς, ήταν ακριβώς ένα από τα στοιχεία, που έλειπαν στα καλοκαίρια μας. Στην περσινή ήττα από τους Λιθουανούς, για παράδειγμα, προσπεράσαμε γρήγορα το αποτέλεσμα, λέγοντας πως τόσα μπορούσαμε και τόσα κάναμε. Φέτος, όμως, και παρότι υπήρχαν και πάλι προβλήματα αγωνιστικά, το γεγονός και μόνο ότι πιστέψαμε πως μπορούσαμε να διεκδικήσουμε κάτι από αυτή τη σπουδαία γιορτή, της οποίας γίναμε κομμάτι μετά από 16 χρόνια, αποτελεί ήδη επίτευγμα.
Πάνω σε αυτά τα στοιχεία, λοιπόν, πρέπει να «χτιστεί» το μέλλον, ώστε να μη μένουμε μόνο σε... μικρές δόσεις αρώματος από τα καλοκαίρια, που κάποτε είχαμε λατρέψει. Με τα υπάρχοντα αγωνιστικά δεδομένα, ειδικά, δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορέσει να επιβεβαιωθεί η άποψη του κόουτς Σπανούλη περί ανερχόμενης δύναμης. Είναι ζήτημα, πάντως, να μη μείνουμε μόνο στην αίσθηση πως αυτά τα καλοκαίρια μπορούν να επιστρέψουν, αλλά να αξιοποιήσουμε όσα στοιχεία την επανέφεραν, ώστε να μονιμοποιηθούμε πράγματι στην ελίτ, κάτι που όμως δεν αποτελεί υπόθεση απλά μιας παρουσίας σε Ολυμπιακούς Αγώνες.