Ο προπονητής της Εθνικής Γυναικών του Λιβάνου, Γιάννης Διαμαντάκος, μίλησε στο EOK WebRadio για την απόφαση του να προπονήσει το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα μιας μικρής χώρας, για το επίπεδο που υπάρχει, αλλά και το πως αισθάνεται που αντιμετωπίζει Έλληνες προπονητές.
Αναλυτικά είπε:
Για τις εντυπώσεις του απ’ το τουρνουά των προ-προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου Γυναικών 2026: «Εξεπλάγην κατά την άφιξή μου στη Ρουάντα τόσο με την οργάνωση, όσο και με τις εγκαταστάσεις, καθώς και με το πάθος των διοργανωτών και των ντόπιων και της Ομοσπονδίας στο να ανεβάσουν το επίπεδο. Η διοργάνωση ήταν καταπληκτική και οι εγκαταστάσεις πάρα πολύ καλές».
Για το επίπεδο του τουρνουά: «Το τουρνουά ήταν πάρα πολύ ανταγωνιστικό και, παρά το εύρος της διαφοράς στον τελικό, η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων δεν ήταν τόσο μεγάλη. Γενικά και οι δύο όμιλοι ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί. Η Ουγγαρία παραδοσιακά στο μπάσκετ γυναικών έχει πολύ καλές ομάδες, αλλά αυτή η γενιά έτυχε να παίξει σε προκριματικά για το Παγκόσμιο. Ακόμα και η Μεγάλη Βρετανία που ήρθε με αρκετές απουσίες λόγω της συμμέτοχής παικτριών στο WNBA, ήταν πάρα πολύ ανταγωνιστική. Το επίπεδο ήταν αρκετά καλό θα έλεγα».
Για την εμπειρία του να κοουτσάρει την Εθνική Γυναικών του Λιβάνου: «Εγώ τελευταία φορά που δούλεψα στο μπάσκετ γυναικών ήταν το 2010 στην πρωταθλήτρια Ρουμανίας. Ο ρόλος μου στην Ομοσπονδία το Λιβάνου είναι σαν Τεχνικός Διευθυντής, αλλά μες στο πρότζεκτ δημιουργήσαμε προέκυψε να κοουτσάρω τις δύο ομάδες U18 αγοριών και κοριτσιών, καθώς και την Εθνική Γυναικών. Ήταν αρκετά ενδιαφέρον. Έχει ανέβει πάρα πολύ το επίπεδο του μπάσκετ γυναικών. Και στην Κίνα, στο Πανασιατικό του U18, ήταν πολύ καλή η διοργάνωση και το επίπεδο αρκετά υψηλό. Μιλάμε πάντα για ηπείρους όπως η Ασία και η Αφρική που μέχρι πρότινος θεωρούσαμε ότι δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες, αλλά πλέον δεν ισχύει αυτό, υπάρχουν χώρες που “καλλιεργούν” το μπάσκετ ίσως καλύτερα από κάποιες ευρωπαϊκές. Σίγουρα τα επόμενα χρόνια θα δούμε να ανεβαίνουν πάρα πολύ σε ανδρικό και γυναικείο κομμάτι, ακόμα και σε επίπεδο Παγκοσμίων ή Ολυμπιακών Αγώνων».
Για το μπάσκετ στον Λίβανο: «Υπάρχει πραγματικά μια τεράστια αποδοχή της κοινωνίας ως προς το μπάσκετ. Μιλάμε για μια φιλελεύθερη κοινωνία. Παρά τα γεγονότα που συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στον Λίβανο, η Βηρυτός ήταν το… Παρίσι της Μεσογείου και αν κάποιος την επισκεφθεί δε θα βρει πολλές διαφορές από μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Οι γονείς, οι ομάδες, οι ακαδημίες επενδύουν πάρα πολύ στο μπάσκετ. Το μπάσκετ είναι μακράν το νούμερο ένα σπορ στον Λίβανο. Πάρα πολλά κορίτσια “επενδύουν” πάρα πολλές ώρες στο παρκέ. Η λίγκα τους ακόμα δε είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο, αλλά είναι αρκετά ανταγωνιστική. Πραγματικά υπάρχει ένας μπασκετικός… οργασμός. Δυστυχώς λειτουργεί ανασταλτικά η περιρρέουσα ατμόσφαιρά, η οποία επηρεάζει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Αν επικρατήσει η λογική και η ηρεμία, κάτι που το ευχόμαστε όλοι, έχει όλα τα φόντα η χώρα, που έχει και μπασκετική παράδοση, να φέρει πολύ καλά αποτελέσματα».
Για το πώς νιώθει όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με Έλληνες προπονητές σε εθνικό επίπεδο: «Είναι πολύ ευχάριστο το συναίσθημα να παίζεις απέναντι σε έναν Έλληνα προπονητή εκπροσωπώντας ο καθένας διαφορετικές χώρες. Είναι πιο δύσκολα όμως, γιατί έχουμε πολύ καλούς προπονητές. Εγώ είχα την τιμή να παίξω απέναντι σε κορυφαίους κόουτς, τον κόουτς Μανουσέλη και την κόουτς Καπογιάννη, οπότε ήταν απείρως πιο δύσκολο να προετοιμάσω την ομάδα. Σε ό,τι έχει να κάνει με τον παράγοντα πρεσβευτών της ελληνικής προπονητικής σχολής, ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Είναι στιγμές που σίγουρα αποτυπώνουν αρκετά πράγματα και προσφέρουν και στο ελληνικό μπάσκετ, έστω και σε ένα μικρό ποσοστό».