Η πρόσληψη του Σωτήρη Μανωλόπουλου ως head coach της ΑΕΚ ήταν ως ένα βαθμό αναπόφευκτη. Μετά από 1,5 χρόνο στην ομάδα ως βοηθός είχε καταθέσει διαπιστευτήρια ικανού προπονητή, δουλευταρά, με... μάτι. Συνυπολογιζομένων δε της εμπειρίας του από δύσκολους και απαιτητικούς πάγκους (πάντα ως assistant, βέβαια...), όπως αυτοί του Παναθηναϊκού, της Εθνικής ομάδας, του Άρη, αλλά και του πολύ καλού φίνις, που έκανε η ΑΕΚ στην περσινή σεζόν με αυτόν στο τιμόνι έπειτα από την απόλυση του Ζντοβτς, με αποκορύφωμα τη νίκη επί του Παναθηναϊκού στους ημιτελικούς και το εύκολο 3-0 επί του Άρη στο μικρό τελικό των πλέι οφ, η εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Μάκης Αγγελόπουλος το καλοκαίρι έμοιαζε με χρονικό ενός προαναγγελθέντος γάμου.
Εμπεριείχε όμως μεγάλο ρίσκο και το είχαμε επισημάνει και από αυτό το βήμα. Τόσο για τον ίδιον, καθότι έπεφτε κατ' ευθείαν στα βαθιά χωρίς προηγουμένως να έχει κάνει το αγροτικό του ως πρώτος προπονητής σε ομάδα μικρότερου βεληνεκούς και απαιτήσεων, όπως, για παράδειγμα, έκαναν προπονητές σαν τον Μπαρτζώκα, τον Σφαιρόπουλο και τον Πρίφτη. Όσο και για την ΑΕΚ, που εμπιστευόταν τις μεγάλες προσδοκίες της για τη φετινή σεζόν, οι οποίες φτάνουν ως το φάιναλ φορ του Champions League και το σπάσιμο του διπόλου Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού, σε έναν προπονητή που ως πρώτος είναι... πρωτάρης.
Αλλά τα ρίσκα δεν βγαίνουν πάντα. Αυτό δεν βγήκε και ο Μανωλόπουλος πέφτει θύμα της μοίρας των προπονητών. Όταν πρέπει να αλλάξει κάτι άμεσα και δραστικά σε μια ομάδα, είναι πιο εύκολο να φύγει ένας προπονητής, παρά τρεις, πέντε, δέκα παίκτες.
Θα μπορούσε βέβαια η ΑΕΚ να είχε διαχειριστεί εξ αρχής με διαφορετικό τρόπο την περίπτωσή του και να μην υπήρχε τέτοιο θέμα τώρα. Θα μπορούσε να βγει και να πει ευθαρσώς στον κόσμο το εξής: "Έχω έναν νέο προπονητή, έχω νέους παίκτες στο φυτώριό μου, θα φτιάξω μια ομάδα με αυτούς για το μέλλον. Για τα επόμενα δύο χρόνια δεν διεκδικώ τίποτα, παρά μόνο χτίζω. Και τον τρίτο χρόνο θα είμαι έτοιμος για να διεκδικήσει αυτό, εκείνο, το άλλο...". Θα μπορούσε, δηλαδή, να καταρτίσει ένα μακρόπνοο πλάνο και να το υποστηρίξει ανεξάρτητα από το βραυχπρόθεσμο κόστος, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.
Όμως καμία ομάδα στην Ελλάδα δεν τολμά να κάνει κάτι τέτοιο. Ειδικά αυτές που έχουν ιστορία και κόσμο από πίσω τους με απαιτήσεις. Έτσι η ΑΕΚ, έχοντας σταθεροποιήσει την προηγούμενη διετία τη θέση της πίσω από τους δύο "αιώνιους", επέλεξε φέτος να ανεβάσει τον πήχη. Κι από τη στιγμή που το έκανε αυτό, δεν είχε άλλη επιλογή τώρα. Τα πράγματα δεν πάνε καλά, τα αποτελέσματα είναι άσχημα, οι εμφανίσεις χειρότερες, η χρονιά κινδυνεύει να χαθεί και η πίστωση χρόνου που δικαιολογημένα ζητούσε στην αρχή της σεζόν ο Μανωλόπουλος και ίσως εξίσου δικαιολογημένα θα μπορούσε να ζητήσει και τώρα, απλώς δεν υπάρχει. Χρειαζόταν ένα σοκ μήπως ταρακουνηθούν οι παίκτες και αλλάξει η εικόνα. Η αλλαγή προπονητή συνήθως λειτουργεί ως τέτοιο. Και ήταν αναπόφευκτη.
Δεν έχει νόημα να καθήσει κανείς να μετράει τα λάθη, που οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη. Άλλωστε στο μπάσκετ και στη ζωή γενικότερα δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο. Αυτό που για σένα είναι σωστό, για μένα μπορεί να είναι λάθος. Μέσα όμως από μια γενικότερη θεώρηση της κατάστασης, αυτό που θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς στον Μανωλόπουλο ήταν ότι ενώ ήθελε (και σωστά ήθελε) να φτιάξει μια αθλητική ομάδα, δεν τα κατάφερε. Αυτή η ΑΕΚ έχει τελικά ελάχιστα αθλητικά προσόντα. Άλλο πράγμα είχε στο μυαλό του, άλλο του προέκυψε και σε αυτή την περίπτωση είναι δύσκολο να παίξεις έτσι όπως πραγματικά θα ήθελες. Ειδικά όταν δεν έχεις την απαιτούμενη εμπειρία για να το διαχειριστείς όλο αυτό υπό συνθήκες πίεσης.
Η ευθύνη των επιλογών τον βαραίνει φυσικά, αλλά όχι εξ ολοκλήρου. Δεν φταίει, δηλαδή, αυτός που φορτώθηκε τους Μπάρλοου και Άτιτς, οι οποίοι έπρεπε φέτος να παίξουν. Δεν φταίει που ο Γκριν, μια αντικειμενικά καλή και εύστοχη μεταγραφή, ήρθε εδώ και... σέρνεται. Φταίει για το cast των ψηλών, αλλά σε τελευταία ανάλυση εκείνο που μετράει είναι το αποτέλεσμα.
Η ΑΕΚ δεν παίζει καλά και το χειρότερο είναι πως δεν εμφανίζει σημάδια βελτίωσης, κάποια πρόοδο στο παιχνίδι της. Η εξαιρετική εμφάνιση κόντρα στον Παναθηναϊκό αντί να γίνει σταδιακά ο κανόνας, αποδείχθηκε ότι ήταν η εξαίρεση. Και καθώς η χρονιά κινδυνεύει να χαθεί από τώρα, έπρεπε κάτι να αλλάξει μην τυχόν και σωθεί. Και αλλάζει ο προπονητής.