Η γκαρντ/φόργουορντ της Δάφνης Αγίου Δημητρίου (Α2 Γυναικών), Χριστίνα Κατσαμούρη, «φιλοξενήθηκε» στο EOK WebRadio και μίλησε για τη μεταγραφή της αλλά και για την προσαρμογή της από το εξωτερικό στην Αθήνα.
Μεταξύ άλλων, είπε:
Για τη μεταγραφή της στη Δάφνη Αγίου Δημητρίου: «Είμαι αρκετά ενθουσιασμένη είναι η αλήθεια. Γενικότερα το μπάσκετ στην Ελλάδα το ευχαριστιέμαι μ’ έναν διαφορετικό τρόπο και φέτος που θ’ αγωνιστώ με τη Δάφνη Αγίου Δημητρίου είμαι ακόμη πιο ενθουσιασμένη, γιατί είναι ένας πάρα πολύ αξιοπρεπής σύλλογος κι έχει υψηλούς στόχους και απαιτήσεις. Αυτό είναι μια πρόκληση για ‘μένα, να ανταπεξέλθω στις απαιτήσεις που έχουν, να βοηθήσω κι εγώ και να το χαρούμε μ’ έναν τρόπο που ίσως δεν το είχα συνηθίσει. Είναι πολύ διαφορετική η νοοτροπία που έχουν στο κολλέγιο στην Αμερική απ’ ό,τι εδώ στην Ελλάδα. Είμαι ενθουσιασμένη και ανυπομονώ να αγωνιστώ, να γνωρίσω τις ομάδες αγωνιστικά και να βρεθώ με τις συμπαίκτριές μου και την αδερφή μου».
Για τα συναισθήματά της που είναι μέλος της Δάφνης Αγίου Δημητρίου: «Νιώθω πολύ τυχερή που βρέθηκα στον σύλλογο της Δάφνης Αγίου Δημητρίου, γιατί απ’ την πρώτη στιγμή, όπως και την αδερφή μου, με «αγκάλιασαν», με πίστεψαν και μου έδωσαν ευθύνες. Εγώ το εκτιμώ πάρα πολύ αυτό, γιατί λείπω 4 χρόνια, δε με έχουν δει, αλλά με εμπιστεύονται οριακά «τυφλά» να πλαισιώσω κι εγώ την ομάδα τους, έχοντας υψηλούς στόχους. Νιώθω περίεργα, αλλά ταυτόχρονα θέλω και να βοηθήσω ανάλογα».
Για την προσαρμογή της απ’ το εξωτερικό στην Αθήνα: «Εδώ στην Αθήνα κάθε περιοχή έχει το δικό της κέντρο, η Καλλιθέα το δικό της, ο Πειραιάς το δικό του, το Παγκράτι, το Σύνταγμα. Είναι λίγο χαοτικά σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη που έχει μια χαλαρότητα. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που τη νιώθω σαν την αυλή του σπιτιού μου. Όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, τα μέρη που συχνάζεις είναι συγκεκριμένα. Εμένα μ’ αρέσει γιατί ακριβώς έρχομαι απ’ το Μανχάταν που κι εκεί γίνεται χάος. Δεν είναι τόσο μεγάλη αλλαγή, ίσως το έχω συνηθίσει».
Για τις διαφορές της Ελλάδας με την Αμερική: «Έχει πολύ μεγάλη διαφορά για εμένα, γιατί είχα αγωνιστεί με τον ΠΑΟΚ στην Α1, αλλά δεν ήμουν βασικό μέλος. Είχα συνηθίσει τα πρωταθλήματα νεανίδων και κορασίδων. Δεν έχει καμία σχέση το πώς σε αντιμετωπίζει ένα σχολείο εκεί. Ουσιαστικά σε αντιμετωπίζει σαν επαγγελματία παίκτη, παρ’ όλο που έχεις τα μαθήματά σου, είναι πολύ μεγάλη προτεραιότητα η προπόνηση. Εκεί λένε ότι είναι full time job, ότι όλα γυρνούν γύρω απ’ αυτό και δεν έχεις πολλά περιθώρια να βγάλεις το μυαλό σου λίγο απ’ το μπάσκετ. Εδώ στην Ελλάδα, παρ’ ότι επίσης είναι σαν δουλειά και οι απαιτήσεις των ομάδων είναι μεγάλες, έχεις μια καλύτερη ισορροπία. Στα κολεγιακά δεν υπάρχει τόσο αυτή η ισορροπία, η σεζόν και οι απαιτήσεις είναι πιο βαριά, δεν έχεις περιθώριο για να είσαι μέτριος στην καθημερινότητά σου, στην προπόνηση. Εδώ έχεις την ευκαιρία να νιώσεις λίγο περισσότερο σαν… άνθρωπος εδώ. Στην Αμερική μπορεί να ξεκινήσεις στην πεντάδα στο ένα παιχνίδι και στο άλλο να μην παίξεις δευτερόλεπτο. Εκεί δεν έχεις το περιθώριο να είσαι μέτριος και είναι λίγο βαρύ αυτό για την ψυχή του αθλητή, ειδικά όταν έχεις και τα μαθήματα και η οικογένειά σου είναι και χιλιόμετρα μακριά».
Για την απόφασή της να πάει σε κολλέγιο των ΗΠΑ: «Θεωρώ ότι το να φύγω στην Αμερική ήταν η καλύτερη απόφαση που έχω πάρει στη ζωή μου, γιατί είναι τεράστιο σχολείο. Στα 18 σου φεύγεις μόνος σου σε μια άλλη ήπειρο, δεν ξέρεις τη γλώσσα, την κουλτούρα, είσαι μόνος σου και ξαφνικά ξεκινάς μια καινούργια ζωή απ’ το μηδέν σαν αθλήτρια. Νιώθεις μια τεράστια ανασφάλεια και είναι πολύ σημαντικό να μπορέσεις να πας εκεί, να σταθείς και να διεκδικήσεις ρόλο και χρόνο συμμετοχής. Πρέπει μόνος σου σε όλο αυτό να βάλεις το “εγώ” σου στην άκρη, να προσεγγίσεις αυτό με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να καταλάβεις τι σού προσφέρει. Εγώ διεκδίκησα και τον ρόλο του αρχηγού στην ομάδα μου και έναν ρόλο μες στο γήπεδο και κατάλαβα και διάφορα πράγματα. Υπάρχει πολύ “εγώ” όταν πας σε μια ομάδα και αυτό που κατάφερα είναι να βάλω το “εμείς” πάνω από το “εγώ” μου. Ήταν πολύ μεγάλο σχολείο και γύρισα πολύ γεμάτη απ’ όλο αυτό».