Την πρώτη του συνέντευξη ως παίκτης του Ολυμπιακού έδωσε ο Γιώργος Μπόγρης.
Ο 28χρονος σέντερ άνοιξε την καρδιά του στην επίσημη ιστοσελίδα των "ερυθρόλευκων" σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, όπου κάνει και έναν μίνι-απολογισμό της καριέρας του.
Αναλυτικά μέσα από το olympiacosbc.gr:
Ο νέος «πύργος» του Ολυμπιακού μεγάλωσε στις Θεσπιές, ένα χωριό λίγο έξω από τη Θήβα. Οι Θεσπιές ήταν αρχαία πόλη της Βοιωτίας, μια από τις σημαντικότερες της αρχαίας Ελλάδας και εκεί ο Γιώργος Μπόγρης έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. «Μέχρι την έκτη Δημοτικού ζούσα και πήγαινα σχολείο εκεί. , Δεν είχα κάποια προτίμηση σε ένα άθλημα, έπαιζα μπάσκετ και ποδόσφαιρο. Σταδιακά ψήλωνα, αλλά κάποια προτίμηση δεν είχα» είπε αρχικά ο Έλληνας σέντερ, ο οποίος, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι, δυσκολεύτηκε αρκετά στο ξεκίνημα της καριέρας του και τίποτα δεν του ήρθε εύκολα. «Μετά από χρόνια φτιάξαμε σπίτι στη Θήβα, έκανα γυμνάσιο στη Θήβα και όταν πια έφτασα πρώτη Λυκείου, ήρθε ο Ηλυσιακός. Πήγαινα κάθε μέρα από τη Θήβα, πέντε φορές την εβδομάδα, στα Ιλίσια με ταξί και γυρνούσα. Ήμουν στο λύκειο στην Αθήνα και μάλιστα κατακτήσαμε τη δεύτερη θέση στο πανελλήνιο σχολικό πρωτάθλημα. Στο χωριό δεν υπήρχαν καν οι υποδομές για να παίξω μπάσκετ ή να προπονηθώ και πραγματικά στην αρχή η μετάβαση ήταν δύσκολη. Ευτυχώς όμως, οι γονείς μου με βοήθησαν πολύ».
Ο Γιώργος Μπόγρης ψήλωνε κάθε χρόνο 7-8 πόντους και άρχισε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει πως το μπάσκετ ήταν… μονόδρομος. «Ψήλωνα κάθε χρόνο όλο και περισσότερα. Ευτυχώς ψήλωνα σταδιακά και δεν πήρα μπόι απότομα, με αποτέλεσμα να είμαι λίγο πιο “πλαστικός” αυτή τη στιγμή, διαφορετικά θα είχα πρόβλημα. Θυμάμαι τότε τον προπονητή μου, Αποστόλη Αναστασίου, να μου λέει πως έπρεπε να το δω σοβαρά το μπάσκετ και να το ακολουθήσω. Με πίεζε και τελικά τον άκουσα. Όπως άκουσα και τα λόγια των γονιών μου, οι οποίοι όταν κάναμε μια σοβαρή κουβέντα, όχι απλά στήριξαν την επιλογή μου, αλλά με προέτρεψαν και δεν έγιναν σε καμία περίπτωση εμπόδιο στην απόφαση μου. Δεν ήθελαν να πήγαινα μετά από χρόνια και να τους μιλούσα για κάποια χαμένη ευκαιρία που θα είχα ή για κάποιο όνειρο που δεν κυνήγησα. Μου είπαν πως μου έχουν εμπιστοσύνη, πως εξαρτάται από τις δυνάμεις μου και στο τέλος, ακόμη θυμάμαι τα λόγια του μπαμπά μου να μου λέει “μην σκας, αν δεν πετύχεις, το μοναστήρι να είναι καλά. Έχουμε τους αλευρόμυλους εδώ και θα έχεις δουλειά”. Αυτά τα λόγια τα θυμάμαι ακόμη».
«Από την οικογένεια, στην “οικογένεια”»
Η κατάσταση που συνάντηση στον Ηλυσιακό ήταν… οικογενειακή με αποτέλεσμα, φεύγοντας από την κανονική του οικογένεια, να πάει στην πρώτη του «μπασκετική οικογένεια», να μην έχει μεγάλο πρόβλημα προσαρμογής. Με τον Ηλυσιακό κατάκτησε δύο πρωταθλήματα εφήβων και την άνοδο στην Α1 με την ανδρική ομάδα. «Ήμουν πολύ τυχερός, συνάντησα μια οικογενειακή κατάσταση στον Ηλυσιακό. Θυμάμαι ένας συμπαίκτης μου έφυγε από το σπίτι του για να έρθει και να μείνει μαζί μου ώστε να με βοηθήσει στην προσαρμογή μου. Όλη η κοινωνία με είχε αγκαλιάσει και πραγματικά δέθηκα με τους ανθρώπους εκεί. Σίγουρα μου έλειπαν οι φίλοι μου, αλλά έκανα και εκεί φίλους, έχασα στιγμές από την οικογένεια μου, αλλά κέρδισα άλλα πράγματα. Έτσι είναι στη ζωή, κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Εγώ τα ζύγισα το μυαλό και στην καρδιά μου και αποφάσισα πως είχα κάνει το σωστό και ήθελα να ακολουθήσω το μπάσκετ».
Στον Ηλυσιακό, ο 19χρονος τότε σέντερ φόρεσε το «13» στην πλάτη καθώς όπως μας εξήγησε «θαύμαζα τον Φασούλα. Πάντα τον θαύμαζα, από μικρός, ήταν ένας αθλητής με ήθος, με χαρακτήρα, προσωπικότητα, ολοκληρωμένος εντός και εκτός παρκέ. Η όλη του παρουσία με είχε ιντριγκάρει και έτσι επέλεξα το 13, το οποίο είχα και στην Εθνική ομάδα».
Όσο για το ποιους άλλους παίκτες θαύμαζε, ο Έλληνας σέντερ ήταν ξεκάθαρος και… ανατρεπτικός. «Πρώτα από όλα, θαυμάζω τον Λάρι Μπερντ, τον οποίο θεωρώ τον καλύτερο παίκτη μπάσκετ όλων των εποχών. Από εκεί και πέρα, μου άρεσε ο Ντάνκαν και ο Σαμπόνις. Με τον Σαμπόνις μάλιστα θυμάμαι μια χαρακτηριστική φάση που είχε κάνει στο Μουντομπάσκετ του 1998. Ήταν στο ποστ, του πάσαραν και χωρίς καν να πιάσει τη μπάλα, με ένα χτύπημα την έδωσε πάνω από το κεφάλι του στο 4αρι της εθνικής Λιθουανίας και εκείνος έχασε το λέι απ, ακόμη απορώ πως το έχασε και χάλασε αυτή την συγκλονιστική ασίστ. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και ακόμη να το πιστέψω ότι το έχασε (γέλια). Αλλά ήταν ένας φοβερός παίκτης».
Τα καλοκαίρι του Γιώργου δεν ήταν όπως των άλλων παιδιών της ηλικίας του. Η Εθνική βλέπετε είχε και έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. «Πρόκειται για ύψιστη τιμή το να είσαι στην Εθνική ομάδα, οπότε, κάθε καλοκαίρι, ήμουν εκεί. Και όσο με καλούν θα πηγαίνω. Μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Ευρωμπάσκετ της Ρόδου το 2009, ήρθε η πρόταση από τον Παναθηναϊκό. Εντάχθηκα σε ένα σπουδαίο πρόγραμμα, με έναν σπουδαίο προπονητή, αλλά δυστυχώς η διετία μου εκεί δεν ήταν καλή αγωνιστικά μιας και δεν έπαιζα σχεδόν ποτέ. Πήρα παραστάσεις και εμπειρίες, αλλά δυστυχώς τα πράγματα αγωνιστικά δεν πήγαν όπως ήθελα».
Η συνέχεια μόνο με… ροδοπέταλα δεν ήταν στρωμένη για τον νέο παίκτη του Ολυμπιακού. «Με το Περιστέρι έγινε ό,τι έγινε και στη συνέχεια πήγα στον Άρη. Εκεί, με τον κόουτς Αλεξανδρή βοηθήθηκα πάρα πολύ. Είχα απογοητευτεί με τα όσα είχαν γίνει, είχε πέσει η ψυχολογία μου, αλλά δεν το έβαλα κάτω. Ο κόουτς με βοήθησε ιδιαίτερα και θεωρώ πως είχαμε μια καλή παρουσία στον Άρη».
Έπειτα ο πήχης ανέβηκε και αυτό γιατί από τον Άρη που προσπαθούσε τότε να σταθεί και πάλι στα πόδια του, ο Γιώργος Μπόγρης μεταπήδησε στη Νέα Σμύρνη και στον Πανιώνιο για το πρώτο του αντάμωμα με τον κόουτς, Γιάννη Σφαιρόπουλο. «Ο Άρης έκανε τη δική του προσπάθεια τότε, με χαμηλό μπάτζετ και ένα μείγμα έμπειρων και νέων παιδιών. Από εκεί, η μεταπήδηση στον Πανιώνιο ήρθε και όλα ήταν διαφορετικά. Τότε, ο Πανιώνιος είχε το τρίτο μπάτζετ στην Ελλάδα και οι απαιτήσεις ήταν τεράστιες. Ήταν η πρώτη φορά στην καριέρα μου που ήμουν σε μια ομάδα που είχα ρόλο, υπήρχε πίεση, υπήρχαν απαιτήσεις και έπρεπε να ανταποκριθώ».
Ταυτόχρονα, ήταν και η πρώτη φορά που συνεργάστηκε με τον κόουτς Σφαιρόπουλο στην καριέρα του. «Ήταν καλή η συνύπαρξη μας με τον κόουτς. Μας έμαθε να κερδίζουμε, να παίζουμε με πίεση και να έχουμε απαιτήσεις από τους εαυτούς μας. Μου έμαθε να είσαι σε ομάδα με στόχους και πίεση και ρόλο και πραγματικά η απόλαυση, όταν στο τέλος πετύχεις τον στόχο σου, είναι μεγαλύτερη μετά από τόση δουλειά και πίεση. Αυτό έγινε τότε στον Πανιώνιο».
«Ένα χωριό, μέσα στα βουνά»
Ο Μπόγρης φόρεσε για έναν χρόνο τα «κυανέρυθρα» πριν επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτή τη φορά για λογαριασμό του ΠΑΟΚ. «Είχα συζητήσει με τους ανθρώπους του Άρη για να επιστρέψω και πάλι εκεί, αλλά ο ΠΑΟΚ έκανε την τελευταία στιγμή ρελάνς και με έπεισαν να συνεχίσω εκεί την καριέρα μου. Τα λόγια του κόουτς Μαρκόπουλου, αλλά και των ανθρώπων του ΠΑΟΚ με έκαναν να αποδεχτώ την πρόταση τους. Η συμμετοχή του ΠΑΟΚ τότε στο Eurocup, έπαιξε και αυτό τον ρόλο του καθώς θεωρούσα πως το να παίξω στην Ευρώπη, θα μου έδινε τη δυνατότητα να μετρήσω τις δυνάμεις μου και να δείξω σε όλους εάν μπορώ ή όχι να τα καταφέρω. Το Eurocup το έβλεπα ως “διαβατήριο” για να παίξω στην Ευρώπη και να κερδίσω και πάλι τον σεβασμό όλων. Η χρονιά εξελίχθηκε φανταστικά και ήρθε τότε η πρόταση από την Ανδόρα. Πάντα ονειρευόμουν να παίξω σε αυτή τη λίγκα, μια λίγα υψηλού επιπέδου, που αποτελεί τη χαρά του μπάσκετ. Το σοκ της αλλαγής περιβάλλοντος ήταν μεγάλο. Από τη Θεσσαλονίκη, βρέθηκα σε ένα χωριό μέσα στα βουνά στην Ανδόρα, μια ομάδα αρκετά καλή που όμως, δεν ήταν οργανωμένη σε μικρά πράγματα. Μετά το εφηβικό έπρεπε και πάλι να παίρνω τα ρούχα μου και να τα πλένω. Η πρόσβαση στην Ανδόρα δεν ήταν εύκολη λόγω πτήσεων και έτσι φίλοι και γνωστοί δεν ήρθαν να με δουν. Εκεί παίζαμε ένα διαφορετικό στυλ μπάσκετ. Και οι πρώτοι μήνες στην Ισπανία ήταν δύσκολοι, από το στοχευόμενο μπάσκετ του Σούλη Μαρκόπουλου, πήγα σε πιο ελεύθερο στυλ, όλα ήταν δύσκολα, αλλά κοιτάζοντας πίσω στον χρόνο, είμαι υπερήφανος που τα κατάφερα».
Η ταμπέλα που τον ακολουθούσε όλα τα χρόνια στην Ελλάδα ήταν αυτή του «περίεργου παιδιού», αλλά εκείνος απέδειξε μακριά από τη χώρα του πως κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. «Και τότε γελούσα με όλα αυτά και τώρα γελάω ακόμη περισσότερο. Όλοι ξέρουν τι παιδί είμαι, όσοι δεν με ξέρουν, δεν μπορώ να βρω τον λόγο που τα έλεγαν αυτά ή τα λένε ακόμη. Οι δικοί μου άνθρωποι ξέρουν τι παιδί είμαι και νομίζω πως η ταμπέλα αυτή με αδικούσε. Έδωσα και εγώ δικαιώματα σίγουρα, αλλά πλέον όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν . Όταν είσαι πιο μικρός, νομίζεις πως όλοι σε αδικούνε, νομίζεις θα κατακτήσεις τον κόσμο, αλλά επαναλαμβάνω, η ταμπέλα που με ακολουθούσε δεν νομίζω πως ήταν σωστή. Αλλά ό,τι έγινε, ανήκει στο παρελθόν».
«Ραούλ Λόπεζ, ο… λόγος που φοράω το 31»
Η χρονιά στην Ανδόρα τελείωσε με τον Μπόγρη να έχει 8 πόντους και 3 ριμπάουντ ανά παιχνίδι σε 34 αναμετρήσεις. Ο ίδιος ήθελε να κάνει το επόμενο-υψηλότερο-βήμα και όπως τόνισε «μίλησα με τον Ισπανό ατζέντη μου, Κίκε Βιγιαλόμπος, του ζήτησα πως στόχος μου και επιθυμία μου ήταν να παραμείνω στην Ισπανία και εάν γινόταν, να παίξω στη Μπιλμπάο. Είχα παρακολουθήσει πολλά ματς της Μπιλμπάο και ήθελα να παίξω εκεί. Με το που τελείωσε η χρονιά, πρέπει να ήταν μέσα Ιουνίου προς τέλη, ο Σίτο Αλόνσο με ήθελε στη Μπιλμπάο και μου έκαναν πρόταση, κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα καθώς φάνηκε πως ήμουν από τις πρώτες επιλογές, δεν με επέλεξαν ας πούμε Αύγουστο ή Σεπτέμβρη που ίσως είχαν πάει σε άλλες επιλογές πριν. Από την Ανδόρα στο Μπιλμπάο, η μετάβαση ήταν εύκολη. Το Μπιλμπάο είναι μια υπέροχη πόλη, παίζαμε μπροστά σε 10.000 κόσμο μέσο όρο και όλα ήταν υπέροχα. Οι συμπαίκτες μου με βοήθησαν ιδιαίτερα, παίκτες όπως ο Άξελ Ερβέλ, ο οποίος είναι ένας απίστευτος μαχητής, μου έδωσε να καταλάβω πως πρέπει να παλεύεις κάθε δευτερόλεπτο σαν να μην υπάρχει αύριο. Σε κάθε προπόνηση, σε κάθε αγώνα. Ο Άλεξ Μούμπρου το ίδιο. Δεν μπορείτε να καταλάβετε και να πιστέψετε για το πνεύμα του νικητή που τον διακατέχει. Ακόμη και στην κακή μας ημέρα, μας πίεζε όλους, πρώτον από όλους τον εαυτό του για να φτάσουμε στη νίκη. Και φυσικά, ο Ραούλ Λόπεζ, ο οποίος σταμάτησε πέρσι το μπάσκετ. Το IQ αυτού του παιδιού ήταν το κάτι άλλο. Και ένας φοβερός άνθρωπος και παίκτης. Μετά από τη συνύπαρξη μου μαζί του, αποφάσισα και αυτός ήταν ο λόγος που έχω το 31 στη φανέλα. Μιλάμε για έναν σπουδαίο παίκτη και άνθρωπο».
Οι αριθμοί του παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα, στην απαιτητικότερη λίγκα της Ευρώπης με τον ίδιο να συνεχίζει στην ACB με τη φανέλα της Τενερίφης. «Δεν σας κρύβω πως είχα στεναχωρηθεί εκείνο το καλοκαίρι. Ήθελα να μείνω στο Μπιλμπάο, αλλά η αλλαγή προπονητή, ο Σίτο Αλόνσο πήγε στη Μπασκόνια, με δυσκόλεψε. Είχα συμβόλαιο, αλλά δεν ήθελα να με βρει εκεί ο νέος προπονητής χωρίς για παράδειγμα να με θέλει. Ήθελα να πάω κάπου που με ήθελαν, κάπου που με είχαν διαλέξει. Ήταν νωρίς στο καλοκαίρι όταν και συνέβησαν αυτά, είχα κάνει μια καλή χρονιά και έτσι δεν είχα πίεση. Ο Τσους Βιντορέτα, ήταν στον πάγκο της Τενερίφης, είχε εκφράσει την επιθυμία του να συνεργαστούμε και όταν ήταν στην Εστουντιάντες και στην Αλικάντε, πάντα προσπαθούσε να με υπογράψει. Και τότε ήρθε η κατάλληλη στιγμή και έγινε η συμφωνία».
Στη συνέχεια, αν και όλα άρχισαν δύσκολα, εξελίχθηκαν ονειρικά. Υπέροχα θα έλεγα. Βρήκαμε τρομερή χημεία, μου έδωσε τα κλειδιά εντός και εκτός γηπέδου. Και από μια απλή σεζόν, καταφέραμε και ζήσαμε ένα όνειρο. Είχαμε φοβερή χημεία ως ομάδα, απολαμβάναμε να παίζουμε μαζί. Και κάναμε την καλύτερη σεζόν ever, μπήκα στο Copa Del Rey, πήγαμε εξαιρετικά στο πρωτάθλημα και οι στιγμές που ζήσαμε θα μου μείνουν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό, όσα ζήσαμε στο νησί ήταν φανταστικά».
Η επόμενη ερώτηση δεν θα μπορούσε φυσικά να μην αφορά το πώς είναι να παίζεις σε ένα νησί εκτός Ελλάδος. «Το νησί ήταν μεγάλο, είχε πάρα πολλά πράγματα να κάνεις, πέρασα πολύ ωραία, όλο τον χρόνο ήταν καλοκαίρι, φούτερ και μπουφάν δεν έβαλα. Τζιν ή παντελόνι φορούσαμε μόνο σε γεύματα της ομάδας ή εκδηλώσεις. Αυτό ήταν ποιότητα ζωής. Στο νησί η κοινωνία ήταν κλειστή και σε αγκαλιάζουν όλοι. Νοιάζονται και ενδιαφέρονται για εσένα. Αυτά σου δίνει το νησί και πραγματικά ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Υπήρχαν, όμως, και αρνητικά καθώς σε σχεδόν κάθε εκτός έδρας ματς, έπρεπε να ταξιδέψουμε μίνιμουμ 3,5 ώρες έως τη Μαδρίτη και από εκεί μετά ανάλογα με το που παίζαμε. Είχαμε παίξει για παράδειγμα στη Λιθουανία και ταξιδεύαμε σχεδόν 15 ώρες. Ή όταν είχαμε δύο ματς εκτός έδρας σε Ευρώπη και Ισπανία, μπορεί να λείπαμε από το νησί 7-8 ημέρες συνεχόμενες. Όλο αυτό, όμως, τα πολλά ταξίδια και ξενοδοχεία, μας έφερε πιο κοντά. Περνούσαμε αμέτρητες ώρες όλοι μαζί και αυτό μας έδεσε, μας έφερε ακόμη πιο κοντά. Ήμασταν μια καλή παρέα και αυτό φάνηκε και στο παρκέ».
Οι αριθμοί του έμειναν σε υψηλά στάνταρ (7,6 πόντοι, 3,9 ριμπάουντ σε 32 ματς στην ACB), η κατάκτηση του Champions League με τον ίδιο να είναι μέλος της καλύτερης πεντάδας ήταν το επιστέγασμα της σπουδαίας προσπάθειας του και ο 28χρονος σέντερ ένιωθε πια έτοιμος για το ακόμη μεγαλύτερο βήμα. «Όλα ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό μου. Δεν είχα κανένα άγχος ή πίεση για τον επόμενο σταθμό της καριέρας μου. Περίμενα διάφορα, αλλά αυτό που πραγματικά ήθελα ήταν να παίξω στην Ευρωλίγκα. Και τότε ήρθε η πρόταση του Ολυμπιακού. Δεν το σκέφτηκα καν. Ο Ολυμπιακός μου προσφέρει όλα όσα ήθελα και πάρα πολλά παραπάνω. Καλύπτει όλες τις φιλοδοξίες μου, δεν μπορώ να πω τίποτα αγωνιστικά, δεν έχω λόγο άλλωστε στο αγωνιστικό, αλλά από νοοτροπία, ως πρόγραμμα συλλόγου, ως πνεύμα νικητή, ως σύλλογος, τα πάντα. Με καλύπτουν και με το παραπάνω. Πρόκειται για την ομάδα που έπαιξε τελικό Ευρωλίγκας τη σεζόν που τελείωσε, οπότε τι να σκεφτόμουν; Τίποτα. Είπα αμέσως το ναι. Το γεγονός δε πως κλείσαμε τόσο νωρίς, σημαίνει πως ήμουν από τις πρώτες επιλογές του προπονητή μου. Κάτι που με γεμίζει ευθύνες και αισιοδοξία. Έχω κάνει το “αγροτικό” μου, έχω καταλάβει που έχω υπογράψει, έχω καταλάβει τις απαιτήσεις και τώρα αυτό που θέλω είναι να δικαιώσω τον προπονητή μου, ο οποίος με εμπιστεύτηκε και να δικαιώσω τους ανθρώπους του Ολυμπιακού γενικότερα που με ενέταξαν στην οικογένεια τους».
Πέντε χρόνια μετά, ο Γιώργος Μπόγρης θα συνεργαστεί και πάλι με τον Γιάννη Σφαιρόπουλο και ζητήσαμε από τον 28χρονο σέντερ να μας πει, για το πόσο και εάν έχει αλλάξει ο κόουτς των Πειραιωτών έπειτα από τη συνύπαρξη τους στη Νέα Σμύρνη και τον Πανιώνιο και πόσο και εάν έχει αλλάξει και ο ίδιος. «Θεωρώ πως ο κόουτς έχει αποδείξει πως είναι προπονητής κορυφαίου επιπέδου. Στα τρία χρόνια στον Ολυμπιακό έχει κατακτήσει δύο πρωταθλήματα και έχει οδηγήσει την ομάδα σε δύο τελικούς Ευρωλίγκας. Έχει παρουσιάσει σπουδαίο έργο και τα καλύτερα έρχονται θεωρώ. Όχι, δεν θα έλεγα πως έχει αλλάξει. Ήταν και παραμένει φιλόδοξος, είχε και εξακολουθεί να έχει πνεύμα νικητή και από τις κουβέντες που είχαμε, αντιλήφθηκα πως είναι ακόμη πιο πεινασμένος για διακρίσεις από τότε. Όσο για αυτό που δεν χωρά αμφισβήτηση, περνούσε αμέτρητες ώρες στο γήπεδο και το ίδιο ξέρω ότι κάνει και τώρα, είναι δουλευταράς. Η μόνη διαφορά με τον Πανιώνιο είναι πως τώρα έχει τους παίκτες που μπορούν να ακολουθήσουν και να υποστηρίξουν τη φιλοσοφία του, να βγάλουν στο παρκέ με την ποιότητα τους αυτά που ζητάει. Πιστεύω πως όταν συνεργάζεσαι με παίκτες που ακολουθούν τις εντολές σου, όλα είναι πιο εύκολα και με παίκτες νικητές, θες να νικάς και να παίζεις, τώρα είναι πιο εύκολο για εκείνον από ό,τι ήταν στον Πανιώνιο, γιατί μπορούν να τον ακολουθήσουν οι παίκτες. Έφερε πολλές επιτυχίες στον Ολυμπιακό ο κόουτς και θα φέρει και άλλες».
Όσο για τον ίδιο, ο Μπόγρης υπογράμμισε πως «η εμπειρία του εξωτερικού με έκανε σοφότερο θεωρώ. Όπως είπα και νωρίτερα, μικρότερος, νομίζεις πως όλοι είναι εναντίον σου και θεωρείς πως γρήγορα θα κατακτήσεις τον κόσμο. Δεν είναι έτσι. Χαίρομαι που θα είμαι στον Ολυμπιακό, ο οποίος μου δίνει γαλήνη στην ψυχή, μου προσφέρει όλα όσα θέλω και παραπάνω. Τα υπόλοιπα, θα τα πούμε στο παρκέ».
Ο Τζούλιους και το σινεμά…
Όσο για αυτά που του έλειψαν περισσότερο από την Ελλάδα, στα τρία χρόνια που βρέθηκε στην Ισπανία, ο διεθνής σέντερ δεν χρειάστηκε να σκεφτεί. «Θα πάω σινεμά και πάλι. Λατρεύω το σινεμά, στην Ισπανία δυστυχώς όλα μεταγλωττισμένα, είχα τρία χρόνια να πάω σινεμά και πραγματικά αυτό μου είχε λείψει». Ο Γιώργος, τα τρία χρόνια που έζησε και αγωνίστηκε στην Ισπανία, έμαθε άπταιστα ισπανικά, δέθηκε ακόμη περισσότερο με τον σκύλο του Τζούλιους και έμαθε να μαγειρεύει. «Όπως ανέφερα και νωρίτερα, η εμπειρία στο εξωτερικό μου έκανε καλό σε όλα τα επίπεδα. Βελτιώθηκα και ως παίκτης και ως άνθρωπος και πλέον ανυπομονώ για τη μεγάλη πρόκληση».
Η νέα σελίδα στην καριέρα του, τον φέρνει πάλι δίπλα σε γνωστούς και φίλους, παίκτες που στις Εθνικές ομάδες έζησε μαζί τους πολλά. «Ο Ολυμπιακός μου δίνει γαλήνη, δεν έχω πια την απορία εάν μπορώ να τα καταφέρω ή όχι. Πλέον η ευκαιρία είναι μπροστά μου. Είναι στα χέρια μου, πρέπει να δείξω τι μπορώ να κάνω. Θέλω να μείνω για χρόνια στον Ολυμπιακό. Τα περισσότερα παιδιά τα γνωρίζω, ήδη έχω μιλήσει με αρκετούς, με έχουν καλωσορίσει στην ομάδα και ανυπομονώ να βρεθούμε στο παρκέ».
Όσο για το πώς περιμένει να νιώσει μπαίνοντας στα αποδυτήρια και βλέποντας παίκτες όπως ο Βασίλης Σπανούλης και ο Γιώργος Πρίντεζης, ο πρώην παίκτης της Τενερίφη είχε έτοιμη την απάντηση. «Και άδεια να είναι τα αποδυτήρια τη στιγμή που θα μπω, θα πρόκειται για κάτι υπέροχο, για κάτι τεράστιο για εμένα. Το να είμαι σε αυτό το επίπεδο, είναι κάτι σαν όνειρο για εμένα. Πρόκειται για τεράστια ευκαιρία καριέρας για εμένα και θέλω να δικαιώσω κυρίως τον προπονητή μου που με επέλεξε και όλους τους ανθρώπους του Ολυμπιακού».