Τι να πρωτογράψεις για τον Μανού Τζινόμπιλι; Για έναν μπασκετμπολίστα που λατρεύτηκε σαν θεός σε μια χώρα όπως η Αργεντινή, που γέννησε τον Μαραντόνα και το ποδόσφαιρο είναι θρησκεία; Για έναν αθλητή που έφτασε τα 41 και συνέχισε να παίζει στο κορυφαίο επίπεδο με τη ζωντάνια εφήβου;
Ό,τι και να γράψεις είναι λίγο. Άλλωστε ο Μανού τα έχει πει όλα μόνος του. Με την καριέρα του. Στα 23 χρόνια που έπαιξε επαγγελματικό μπάσκετ κέρδισε τα πάντα. Τίτλους, δόξα, χρήματα, αναγνώριση, σεβασμό.
Ξεκινώντας πάντα ως αουτσάιντερ. Από την άσημη ιταλική Ρέτζιο Καλάμπρια πήγε κατ' ευθείαν στην κραταιά στις αρχές της δεκαετίας του 2000 Βίρτους Μπολόνια και μέσα σε δύο χρόνια τον έμαθε όλος ο κόσμος.
Από το νούμερο 57 του ντραφτ έπαιξε κατ' ευθείαν στους πανίσχυρους Σαν Αντόνιο Σπερς και χρειάστηκε μόνο λίγους μήνες για να σχηματίσει μαζί με τους Τιμ Ντάνκαν και Τόνι Πάρκερ μια από τις πιο εμβληματικές τριάδες στην ιστορία του ΝΒΑ. Μαζί τους κέρδισε τέσσερα πρωταθλήματα, έπαιξε σε δύο all star games, έγινε μύθος.
Με την Εθνική Αργεντινής κατάφερε να σπάσει για πρώτη και μοναδική ως τώρα φορά στην ιστορία το δίπολο ΗΠΑ-ΕΣΣΔ στο πρώτο σκαλί του βάθρου των Ολυμπιακών Αγώνων (εξαιρούνται μόνο οι διοργανώσεις του 1980 και του 1984, όπου υπήρχε μποϊκοτάζ και τα ολυμπιακά τουρνουά έγιναν με απουσίες). Με το χρυσό μετάλλιο στην Αθήνα το 2004.
Ο Μανού Τζινόμπιλι είχε μια πολύ γεμάτη καριέρα. Και εκτός όλων των άλλων, ανέπτυξε μια ιδιότυπη σχέση με την Ελλάδα, παρόλο που η μοίρα δεν τον έφερε ποτέ στα μέρη μας για να αγωνιστεί (αν και κάποτε έφτασε κοντά...).
Ο Μανού έχει στερήσει από το ελληνικό μπάσκετ τη μοναδική διάκριση που δεν έχει πετύχει ποτέ ως τώρα. Ένα ολυμπιακό μετάλλιο. Το 2004 στην Αθήνα και το 2008 στο Πεκίνο ως βασικός πρωταγωνιστής της Εθνικής Αργεντινής κέρδισε δύο φορές την Εθνική μας στον προημιτελικό του ολυμπιακού τουρνουά, φράζοντας το δρόμο της προς τα μετάλλια.
Και τις δύο φορές ήταν πρώτος σκόρερ (με 13 πόντους στο 69-64 της Αθήνας και με 24 πόντους στο 80-78 του Πεκίνου), άσχετα αν στο τέλος τον κρίσιμο ρόλο στην έκβαση των αγώνων έπαιξαν δύο χαμένα σουτ από Έλληνες παίκτες. Τον Αλβέρτη το 2004 και τον Σπανούλη το 2008.
Αλλά και το ελληνικό μπάσκετ έχει φροντίσει να στερήσει από τον Μανού μια κούπα που θα ήθελε πολύ να έχει στο παλμαρέ του. Αυτή της Ευρωλίγκας. Το 2002 ήταν ο Παναθηναϊκός αυτός που χάλασε το πάρτι μέσα στην Μπολόνια κερδίζοντας την Κίντερ, παρότι ο Αργεντίνος, στην τελευταία του χρονιά στην Ευρώπη, είχε κάνει τα πάντα για νικήσει. Αλλά οι 27 πόντοι που σκόραρε, δεν ήταν αρκετοί.
Κατά μία έννοια το ελληνικό μπάσκετ έβαλε το χεράκι του ώστε ο Τζινόμπιλι να χάσει εκείνη τη χρονιά μία ακόμα κούπα, που δεν έμελλε τελικά να σηκώσει ποτέ του. Λίγους μήνες μετά το φάιναλ φορ της Μπολόνια, η Εθνική Αργεντινής έχασε στον τελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Ιντιανάπολις από τη Σερβία, εξαιτίας δύο λανθασμένων αποφάσεων του διαιτητή Νίκου Πιτσίλκα στα τελευταία δευτερόλεπτα της κανονικής διάρκειας του τελικού.
Ένα φάουλ που έδωσε ο Έλληνας ρέφερι υπέρ του Ντίβατς και δεν ήταν κι άλλο ένα που δεν έδωσε υπέρ του Σκονοκίνι και ήταν, επέτρεψαν στους Σέρβους να στείλουν τον αγώνα στην παράταση κι εκεί να τον πάρουν, αφήνοντας τους Αργεντίνους με μια πίκρα που ακόμα τη νιώθουν στο στόμα τους. Ο Τζινόμπιλι είχε μείνει άποντος σε εκείνο τον τελικό, καθότι έπαιξε ελάχιστα λόγω ενός διαστρέμματος που είχε υποστεί στον προημιτελικό. Αν ήταν καλά, πιθανότατα ούτε κι ο Πιτσίλκας θα μπορούσε να στερήσει το χρυσό από την Αργεντινή.
Όλα τούτα, βεβαίως, έχουν θέση στα βιβλία της ιστορίας του μπάσκετ. Εκείνο που πραγματικά μένει μετά το αντίο του Τζινόμπιλι είναι η αντίδραση του κόσμου σε αυτό. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοήθησαν να την αφουγκραστούμε άμεσα. Δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστα λεπτά για να πλημμυρίσει το twitter με μηνύματα απεριόριστου σεβασμού και θαυμασμού προς τον Αργεντίνο και όλα όσα πέτυχε στην καριέρα του.
Ο Μανού κέρδισε την αγάπη και την αναγνώριση όλου του κόσμου κι αυτό είναι στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη νίκη της καριέρας του.