Οι Έλληνες προπονητές είναι παντού και καταθέτουν τα διαπιστευτήριά τους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Ο Δημήτρης Νασούφης είναι ένας από εκείνους που διακρίνονται εκτός συνόρων.
Ο Έλληνας προπονητής, ο οποίος την περσινή χρονιά κατέκτησε αήττητος το πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής Ελβετίας στο οποίο συμμετείχε η Άλτι Κάντι Άαραου, μίλησε στην επίσημη ιστοσελίδα του ΣΕΠΚ για το μπάσκετ στη χώρα, τη σύγκριση με την Ελλάδα, αλλά και τα θετικά και τα αρνητικά που βρήκε. Αναλυτικά όλα όσα είπε…
Για τη συνεργασία του με την ελβετική ομάδα: «Η πόλη του Άαραου είναι μια πόλη 20.000 κατοίκων, μισή ώρα δυτικά της Ζυρίχης. Φέτος θα είναι η δεύτερη χρονιά μου στο σύλλογο. Είμαστε μαζί με τη Δάφνη Σταυρακάκη, η οποία δουλεύει επίσης στο σύλλογο, οι μόνοι Έλληνες προπονητές στην Ελβετία. Υπάρχουν τρεις εθνικές κατηγορίες Ανδρών: Α1, Α2, Β’ Εθνική και μετά ακολουθούν τα τοπικά. Με την ανδρική ομάδα ανεβήκαμε την περσινή σεζόν αήττητοι στη Β’ Εθνική».
Για τους στόχους που υπάρχουν πλέον, μετά την άνοδο: «Οι άνθρωποι της ομάδας δεν βιάζονται. Έχουν ήδη ξεκινήσει οι διαδικασίες για το χτίσιμο του νέου υπερσύγχρονου γηπέδου, το οποίο θα κοστίσει περίπου 8.000.000 ελβετικά φράγκα (περίπου 7.000.000€), χρηματοδοτούμενο κατά 40% από το καντόνι του Άαραου, 40% από το δήμο του Άαραου και 20% από την ομάδα. Υπάρχει, επίσης, η γυναικεία ομάδα στην Α2, η οποία θα επιδιώξει να κερδίσει την άνοδο, ενώ στο ανδρικό θέλουμε να βρεθούμε κάποια στιγμή στην Α2. Το να γίνουν όλα αυτά βιαστικά και ταυτόχρονα μπορεί να κρύβει οικονομικούς κινδύνους κι αυτό δεν το θέλει κανείς εντός του συλλόγου».
Για τους αγωνιστικούς στόχους που έχουν τεθεί: «Η Β’ Εθνική στην Ελβετία αποτελείται από δύο ομίλους των δέκα ομάδων (ένας όμιλος Ανατολής και ένας όμιλος Δύσης). Παραδοσιακά, ο δυτικός όμιλος, ο γαλλόφωνος, είναι ο πιο ισχυρός. Οι τέσσερις πρώτοι θα εξασφαλίσουν την παρουσία τους στα πλέι οφ. Ο φετινός στόχος της ομάδας μας είναι η σταθεροποίηση στις εθνικές κατηγορίες και η ενσωμάτωση νέων παικτών από τα τμήματα υποδομής, που θα έχουν πραγματικό χρόνο συμμετοχής».
Για την απόφασή του να μετακομίσει στην Ελβετία: «Όταν είσαι επαγγελματίας προπονητής οφείλεις να είσαι έτοιμος για το οτιδήποτε. Σημαντικό ρόλο, όμως, έπαιξε το γεγονός πως η γυναίκα μου και συνάδελφος προπονήτρια, Δάφνη Σταυρακάκη, είναι μισή Ελβετίδα. Είχαμε διαβάσει για τις -ως επί το πλείστον- θετικές εμπειρίες από συναδέλφους που έχουν δουλέψει στο εξωτερικό και για αυτό το λόγο αποφασίσαμε να το επιχειρήσουμε πριν από δύο χρόνια. Παράλληλα, θέλαμε να δουλέψουμε σε ένα πιο αξιόπιστο οικονομικά αλλά και αξιοκρατικό περιβάλλον και σε αυτούς τους τομείς η Ελβετία φημίζεται».
Για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε: «Οι δυσκολίες που προέκυψαν είχαν να κάνουν με δύο παράγοντες. Ο παράγοντας γλώσσα: στη γερμανόφωνη Ελβετία μιλούν ελβετικά, μια τραχιά παραλλαγή των γερμανικών, η οποία απλά... δεν μαθαίνεται. Για παράδειγμα, στα σχολεία η διδασκαλία γίνεται στα γερμανικά, αλλά στο διάλειμμα όλοι μιλούν ελβετικά. Αυτό δυσχεραίνει την επικοινωνία, αν και όλοι θα σου μιλήσουν στα γερμανικά εάν το ζητήσεις. Δεύτερον, η αναγνώριση του πτυχίου και της προπονητικής κάρτας του ΣΕΠΚ. Οι Ελβετοί, οι οποίοι δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν δημιουργήσει ένα κλειστό κλαμπ, στο οποίο αναγνωρίζουν μόνο τα δικά τους πτυχία κι έχουν δικούς τους μηχανισμούς αναγνώρισης των εκτός Ευρώπης πτυχίων. Οι διαδικασίες που χρειάζονται είναι χρονοβόρες και κυρίως κοστοβόρες. Η κάρτα του ΣΕΠΚ παρότι αναγνωρίζεται και ισχύει σε όλο τον κόσμο δεν έχει ισχύ εδώ. Οι Ελβετοί έχουν θεσπίσει δικές τους βαθμίδες σεμιναρίων (επί πληρωμή), στα οποία οι προπονητές διδάσκονται, ανάλογα με τη βαθμίδα που θέλουν (π.χ. εθνικές κατηγορίες, μίνι μπάσκετ κ.τ.λ.) και λαμβάνουν την αντίστοιχη ελβετική κάρτα. Στα σεμινάρια αυτά οι συμμετέχοντες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά, κάνοντας προπόνηση, δηλαδή 1vs1, αιφνιδιασμούς κ.τ.λ. Αυτό αποτέλεσε ένα σημείο τριβής, καθώς ενημέρωσα πως η κάρτα του ΣΕΠΚ είναι αναγνωρίσιμη και πως δεν προτίθεμαι ύστερα από 20 χρόνια προπονητικής να κάνω ούτε αιφνιδιασμούς ούτε σπριντ και κυρίως σε σεμινάρια μιας προπονητικής σχολής ουσιαστικά ανύπαρκτης. Τελικά, κι επειδή στην Ελβετία τα πάντα έχουν μία τιμή, υπάρχει η εναλλακτική λύση, που είναι ο σύλλογος να πληρώσει και να αγοράσει την ελβετική κάρτα εθνικών κατηγοριών του προπονητή για ένα χρόνο, όμως το ποσό δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο».
Για το επίπεδο του μπάσκετ στην Ελβετία και ποιες εντυπώσεις έχει αποκομίσει: «Προφανώς δεν είναι το δημοφιλέστερο άθλημα στη χώρα ούτε θα λέγαμε πως οι Ελβετοί έχουν το μπάσκετ στο DNA τους. Έχουν πολλά να μάθουν. Το άθλημα βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης και στηρίζεται πάρα πολύ στο ξένους παίκτες, το οποίο βελτιώνει απίστευτα την κατάσταση. Ενδεικτικό είναι πως πέρυσι στην ομάδα μου είχα δύο Σλοβένους, δύο Βόσνιους, έναν Σέρβο, έναν Ισπανό, έναν Γερμανό, έναν Τούρκο, έναν Εκουαδοριανό και τέσσερις Ελβετούς. Πολλοί Έλληνες θα παρακολούθησαν την εθνική ποδοσφαίρου Ελβετίας στο τελευταίο Μουντιάλ. Οι περισσότεροι από τους παίκτες είναι Ελβετοί δεύτερης και τρίτης γενιάς. Κάτι αντίστοιχο ίσως συμβεί και με το ελβετικό μπάσκετ στο μέλλον, αλλά μάλλον θα πάρει πάρα πολλά χρόνια αυτό, εάν γίνει ποτέ».
Για τα θετικά στοιχεία από το ελβετικό μπάσκετ, που θα έφερνε μαζί του στην Ελλάδα: «Υπάρχουν στοιχεία από το ελβετικό μπάσκετ που θα έφερνα μαζί μου στην Ελλάδα, όπως…
-Η νοοτροπία. Δύο παραδείγματα: οι άνθρωποι εδώ σέβονται τον προπονητή. Στην πρώτη προπόνηση όλοι οι παίκτες ήρθαν να μου δώσουν το χέρι τους με χειραψία. Νόμιζα πως ήταν για να με καλωσορίσουν. Το ίδιο, όμως, γίνεται σε κάθε προπόνηση. Μάλιστα, στο τέλος κάποιας προπόνησης στο μέσο της σεζόν ένας παίκτης ήρθε να μου ζητήσει συγγνώμη, επειδή είχε ξεχάσει να με χαιρετήσει στην αρχή της προπόνησης. Επίσης, η Ελβετική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης δίνει χρήματα σε κάθε σύλλογο για κάθε παίκτη που έρχεται σε μία προπόνηση στα τμήματα υποδομών! Όσο περισσότεροι παίκτες έρχονται σε μία προπόνηση τόσα περισσότερα χρήματα λαμβάνει ο σύλλογος. Οι παρουσίες συμπληρώνονται ηλεκτρονικά ύστερα από κάθε προπόνηση, σε μια ειδική πλατφόρμα. Οι προπονητές συμπληρώνουν τίμια τα άτομα που έρχονται κάθε φορά στην προπόνηση, παρόλο που παραπάνω άτομα θα σήμαινε παραπάνω έσοδα. Γενικά, υπάρχει καλή πίστη και τιμιότητα.
-Οικονομική αξιοπιστία. Ο σωστός και ρεαλιστικός προϋπολογισμός είναι το θεμέλιο κάθε συλλόγου. Δεν θα στηθεί μπάτζετ βασισμένο σε χορηγίες και έσοδα που θα... έρθουν και στην πραγματικότητα δεν θα έρθουν ποτέ. Οι πληρωμές των προπονητών στην ομάδα μας γίνονται κάθε 24 του μήνα στον τραπεζικό λογαριασμό με ακρίβεια δευτερολέπτου.
-Αξιοκρατία. Οι προκηρύξεις για τις θέσεις των ομοσπονδιακών τεχνικών αναρτώνται στο ίντερνετ. Διοργανώνεται δοκιμαστική ημέρα, στην οποία οι υποψήφιοι, έχοντας λάβει θεματικές ενότητες, έχουν προετοιμάσει τις προπονήσεις τους, τις οποίες και παρουσιάζουν στους υπεύθυνους της ελβετικής ομοσπονδίας. Είναι, δηλαδή, κάτι σαν πρακτική συνέντευξη όπου γίνεται κανονική προπόνηση σε ένα γκρουπ παικτών ζωντανά. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε πως εάν είσαι καλός στη δουλειά σου -όποια και να είναι αυτή- θα ανταμειφθείς και θα προοδεύσεις».
Για τη ζωή στην Ελβετία: «Το από ποια χώρα προέρχεται κάποιος διαδραματίζει καίριο ρόλο στην αξιολόγηση της ζωής σε μια ξένη χώρα. Για εμάς, ως Έλληνες, θα συνόψιζα τα θετικά και αρνητικά της ζωής στην Ελβετία στα παρακάτω…
Θετικά: Η οργάνωση και λειτουργία του ελβετικού κράτους είναι υποδειγματική. Δεν υπάρχουν απεργίες, τα πάντα γίνονται στην ώρα τους και γενικά δεν υπάρχουν εκπλήξεις, οπότε κάθε άνθρωπος μπορεί να προγραμματίσει τη ζωή του. Το βιοτικό επίπεδο είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο και οι άνθρωποι έχουν υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Μιλώ πέντε γλώσσες, όμως αυτό δεν είναι κάτι ιδιαίτερο εδώ. Οι πολίτες έχουν κοινωνική συνείδηση. Υπάρχει ευγένεια, αν και κάποιες φορές είναι επίπλαστη. Ο οδηγός λεωφορείου θα πει σε όλους τους επιβάτες καλημέρα. Στον δρόμο οι άνθρωποι σε χαιρετούν. Το τελευταίο, όμως, έχει και την κουραστική χροιά του, καθώς σε ένα δίωρο περίπατο στο δάσος καταλήγεις να λες περίπου 50 καλημέρες. Οι μισθοί είναι πάρα πολύ υψηλοί. Υπάρχει ισότητα απέναντι στους νόμους και αξιοκρατία. Οι Ελβετοί είναι τυπολάτρες, έχουν νόμους και κανόνες για όλα και είναι έτοιμοι να τους υπερασπιστούν με κάθε κόστος, είτε πρόκειται για τον πρωθυπουργό της χώρας είτε για τον κρεοπώλη της γειτονιάς.
Παράδειγμα: Ο πρόεδρος της ομάδας Στέφαν Ουίλντι είναι διευθυντής του γαστρενερολογικού τμήματος σε ένα από τα πιο γνωστά νοσοκομεία της Ζυρίχης και προφανώς είναι επιφανές άτομο. Ένα βράδυ τού έτυχε ένα έκτακτο περιστατικό ασθενή. Στην προσπάθειά του να φθάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο νοσοκομείο παραβίασε κατά πολύ το όριο ταχύτητας. Η ταχυδρομική κλήση που έλαβε περιελάμβανε τσουχτερό πρόστιμο και τρεις μήνες αφαίρεση διπλώματος. Μόνο αφού έβαλε δικηγόρο και αφού προσκόμισε όλα τα απαραίτητα έγγραφα που αποδείκνυαν το επείγον περιστατικό δέχθηκαν να του μειώσουν το πρόστιμο και να του πάρουν το δίπλωμα για μόνο ένα μήνα. Αναρωτιέμαι εάν στην Ελλάδα θα γινόταν το ίδιο. Για την ιστορία και μόνο, ο ασθενής σώθηκε.
Αρνητικά: Οι Ελβετοί γαλουχούνται από πολύ νωρίς στην απόλυτη οργάνωση, με αποτέλεσμα να λειτουργούν έτσι και στην προσωπική τους ζωή. Δεν υπάρχει καθόλου αυθορμητισμός και πάθος μέσα τους. Εάν θέλει κάποιος να πίνει καφέ με τις ώρες και να απολαμβάνει το χρόνο του, το γερμανόφωνο κομμάτι της Ελβετίας δεν είναι το κατάλληλο μέρος για αυτόν. Η δουλειά διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στη ζωή εδώ. Η Ελβετία φιγουράρει σταθερά στις πιο ακριβές χώρες του κόσμου. Η ζωή ειδικά στη Ζυρίχη και τη Γενεύη αγγίζει τα όρια παραλογισμού».
Για την άποψη που έχουν οι Ελβετοί για τους Έλληνες και το ελληνικό μπάσκετ: «Οι Έλληνες γενικότερα χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στην Ελβετία. Οι Ελβετοί γνωρίζουν πολύ καλά για τις οικονομικές δυσκολίες που πλήττουν τη χώρα μας. Είναι θαυμαστές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και στο ραδιόφωνο / τηλεόραση θα ακούσει / δει κάποιος συχνά εκπομπές για τους αρχαίους και πώς η φιλοσοφία τους μπορεί να βοηθήσει σήμερα. Όσον αφορά στο μπάσκετ, γνωρίζουν ότι η Ελλάδα αποτελεί παραδοσιακή δύναμη, όμως παρακολουθούν περισσότερο ΝΒΑ παρά ευρωπαϊκό μπάσκετ. Όπως είναι λογικό, γνωρίζουν καλά τον Αντετοκούμπο».