Τις τελευταίες μέρες είδαν το φως της δημοσιότητας δύο ειδήσεις, που είχαν εντελώς διαφορετική απήχηση στα ελληνικά ΜΜΕ.
Η μία αφορά τη νέα επέκταση της Ευρωλίγκας και την προσφορά κλειστών συμβολαίων μεγαλύτερης του ενός έτους διάρκειας σε δύο ακόμα ευρωπαϊκές ομάδες, τη Βιλερμπάν και την Μπάγερν. Ο Τζόρντι Μπερτομέου προχωρά ακάθεκτος στην ολοκληρωτική μετατροπή της Ευρωλίγκας σε ένα κλειστό κλαμπ για λίγους, όπου το μοναδικό κριτήριο επιλογής των μελών του είναι καθαρά εμπορικής φύσεως.
Αυτή η είδηση βρήκε χώρο σε όλα τα ελληνικά sites και μάλιστα, επειδή βγήκε την Τρίτη 27/11, που ήταν ημέρα απεργίας για τον κλάδο μας, έπαιξε κανονικά την επομένη. Και, φαντάζομαι, θα δημοσιευτεί και στις εφημερίδες της Πέμπτης.
Η άλλη είδηση αφορά την κλήση από τον ομοσπονδιακό προπονητή και την παρουσία του Γιάννη Μπουρούση σε τουλάχιστον έναν από τους δύο αγώνες της Εθνικής μας ομάδας με τη Γερμανία και τη Σερβία για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2019. Δύο αγώνες που είναι παντελώς αδιάφοροι, καθότι το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα έχει ήδη τσεκάρει το εισιτήριό του για την Κίνα.
Μιλάμε για έναν επαγγελματία καλαθοσφαιριστή, ο οποίος δεν έχει λείψει ποτέ από προετοιμασία της Εθνικής ομάδας από το 2005, οπότε κλήθηκε για πρώτη φορά, και μετά (μετρήστε τα, είναι ακριβώς 13 χρόνια...), ο οποίος έχει χάσει μόνο μία μεγάλη διοργάνωση από αυτές όπου μετείχε η Εθνική σε τούτο το διάστημα, το Μουντομπάσκετ του 2006, κι αυτό όχι επειδή δεν ήθελε, αλλά επειδή τον "έκοψε" ο ομοσπονδιακός προπονητής. Για έναν επαγγελματία αθλητή, που αποτελεί σύμβολο αφοσίωσης στην Εθνική ομάδα, ακριβώς επειδή δεν αρνήθηκε ποτέ και για οποιονδήποτε λόγο την προσφορά του σε αυτή. Στα 35 χρόνια του και με δεδομένο το παρελθόν του, θα μπορούσε να μην έρθει τώρα από την Κίνα ή να έρθει απλώς για να δει την οικογένειά του. Αλλά αυτός εκεί, ήρθε και ιδρώνει με τη γαλανόλευκη.
Αυτή η είδηση δεν έπαιξε πουθενά. Ή σχεδόν πουθενά, για να μην αδικήσω όσους ενδεχομένως την ανέδειξαν και μου διαφεύγει...
Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι δύο ειδήσεις αποτελούν εκφράσεις των δύο εκδοχών του μπάσκετ όπως είναι σήμερα. Από τη μια ο στυγνός επαγγελματισμός και η εμπορευματοποίηση. Το μπάσκετ είναι προϊόν, που πρέπει να πωληθεί σε καταναλωτές, ως εκ τούτου πρέπει να περιβληθεί με το κατάλληλο περιτύλιγμα και να προωθηθεί με σύγχρονες μεθόδους μάρκετινγκ, ώστε να αποφέρει το μέγιστο δυνατό κέρδος μέσα σε ένα περιβάλλον ελεύθερης αγοράς χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς. Οι παίκτες παίζουν για να πληρώνονται, αποτιμώνται σε χιλιάδες ή εκατομμύρια Ευρώ και είναι επενδύσεις, που πρέπει να προστατευθούν από την έκθεσή τους σε εξωτερικούς κινδύνους, όπως για παράδειγμα η συμμετοχή τους σε αλλότριες διοργανώσεις.
Από την άλλη ο ρομαντισμός, η πίστη σε κάποιες ιδέες, όπως το ότι ο αθλητισμός είναι κοινωνικό και όχι εμπορικό αγαθό, η εθελοντική προσφορά, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή στην Εθνική ομάδα. Το μπάσκετ έχει αρχές που διέπονται από τους κανόνες του παιχνιδιού και όχι από τους κανόνες της αγοράς και τα χρήματα είναι μέσο για τη βελτίωσή του και όχι αυτοσκοπός.
Αυτές οι δύο εκδοχές είναι σαν δύο παράλληλες γραμμές. Δεν συναντώνται πουθενά. Και δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Στο τέλος το ένα από τα δύο μοντέλα θα εξαφανίσει το άλλο. Ποιο θα επικρατήσει, θα εξαρτηθεί από το φίλαθλο κοινό.
Ποιο μπάσκετ θέλουμε, λοιπόν;
Εσύ αποφασίζεις...