Σήμερα έχει γενέθλια ένας μεγάλος. Για μένα –αφού το σχόλιο είναι προσωπική υπόθεση- ο μεγαλύτερος όλων. Όχι απαραίτητα γιατί ήταν ο καλύτερος παίκτης, ή πιο... φαντεζί, ή ο πιο «clutch», ή... Δεν ξέρω προσθέστε ότι άλλο χρησιμοποιείτε ως κριτήριο. Για μένα είναι ο καλύτερος, γιατί κάθε μέρα προσπαθούσε να γίνει καλύτερος. Και το μέσα στο γήπεδο είναι το λιγότερο. Ο Δημήτρης Διαμαντίδης προσπαθούσε και γινόταν καλύτερος έξω από αυτό, έξω από τις γραμμές και για μένα αυτό είναι που τον φέρνει στην κορυφή της λίστας.
Η πρώτη μας γνωριμία για να καταλάβετε έγινε με ολίγο από «καντήλια». Πρώτη του κλίση στην Εθνική Ομάδα και κατεβήκαμε στην αναχώρηση της Εθνικής Ομάδας για το Καρπενήσι για τις γνωστές ξέρετε ιδιαίτερα... δύσκολες δηλώσεις: «Δεν λέμε μεγάλα λόγια», «παιχνίδι με το παιχνίδι», «πάντα κοιτάμε ψηλά», «καλά στη θεωρία, αλλά στο παρκέ θα δούμε» και όλα αυτά. Η παράδοση έλεγε (και λέει) πως τα νέα πρόσωπα και και ο αρχηγός είναι οι στάνταρ που μιλάνε σε αυτές τις περιπτώσεις. Ο Διαμαντίδης ανήκε στην πρώτη κατηγορία. Από μακριά ο Χατζηβρέττας είχε ήδη αρχίσει να γελάει. Σε χρόνο ρεκόρ ο Διαμαντίδης είχε κάνει μεταβολή και έτρεχε προς τα αποδυτήρια. «Τι έπαθε; Τι έγινε;» ήταν η εύλογη απορία για να απαντήσει ο Χατζηβρέττας συνεχίζοντας να γελάει: «Δηλώσεις... Θα συνηθίσεις». Και το ερωτηματικό γεννήθηκε σε dt: «Τι τύπος είναι αυτός;»
Σιγά σιγά θα μαθαίναμε. Και θα μάθαινε κι αυτός. Η άρνησή του κάποιες φορές ακουμπούσε τα όρια της αγένειας. Ήταν κάτι που απλά δεν καταλάβαινε γιατί θα έπρεπε να είναι μέρος της δουλειάς του. Ή γιατί –πολύ απλά- δεν μιλούσε κάποιος άλλος. Κάθε φορά, όμως, που θα μιλούσε απότομα, το μετάνιωνε. Ούτε μία δεν έδωσε «συγχαρητήρια» στον εαυτό του. Και το έβλεπες την επόμενη μέρα, την επόμενη ώρα. Βλέπετε, από το σπίτι του είχε μάθει αλλιώς, από αυτή την υπέροχη οικογένειά του, είχε διδαχθεί αλλιώς. Γιατί η συστολή και οι τρόποι του, υπαγόρευαν αλλιώς.
Και το 2005 ήρθε να αποδείξει ακριβώς αυτό. Στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ στο Βελιγράδι και καθώς ήδη τον ήξερα ένα μικρό... κλικ περισσότερο από κάποιους άλλους, εκεί στη μικτή ζώνη του ζήτησα να κάνει μια δήλωση: «Ε, ρε Σοφία... Ε, όχι! Πάλι εγώ; Δεν θέλω...» Κάτι στο ύφος μου μάλλον, τον προβλημάτισε άμεσα, αλλά συνέχεια δεν υπήρξε. Κι εγώ είπα από μέσα μου «ποτέ ξανά». Δεν ήθελε, δεν ήθελα. Τόσο παιδιάστικη αντίδραση... Ταύροι και οι δύο βλέπετε.
Ώρες μετά τον τελικό, όταν ετοιμαζόμασταν από το ξενοδοχείο να πάμε στην εκδήλωση της Eurobank για τους πρωταθλητές Ευρώπης, ήρθε μόνος του στο λόμπι: «Εσένα κάτι σου χρωστάω...» Δεν καταλάβαινα καν τι μπορεί να εννοούσε. Έμεινα και τον κοίταζα. «Έλα, θα με ρωτήσεις;» Χαμογέλασε και αρχίσαμε τη συνέντευξη. Στις τρεις ερωτήσεις ο μάνατζερ τότε της ομάδας, Νίκος Φιλίππου, ήρθε να μας διακόψει για να πάμε στην εκδήλωση. Φύγαμε...
«Εντάξει... Συνέντευξη τριών ερωτήσεων», επαναλάμβανα μέσα στο μυαλό μου ως μάνδρα σε όλη τη διαδρομή. Πήγαμε στην εκδήλωση, βγήκαν φωτογραφίες, μίλησαν κάποιοι και κάποτε η ομάδα αποφάσισε να φύγει να πάει να το διασκεδάσει κι αλλού. Τον έβλεπα να περνάει την πόρτα και μαζί και τις απαντήσεις που ΘΑ έδινε. Δεν θα τον σταματούσα. Όχι τέτοιο βράδυ. Ένα λεπτό μετά άκουσα τη φωνή του: «Έλα.. Θα την τελειώσουμε τη συνέντευξη;» Είχε γυρίσει πίσω, για να κάνει αυτό που υποσχέθηκε. Νομίζω πως ήταν η στιγμή εκείνη που πήρε μια ξεχωριστή θέση για μένα. Όχι γιατί μου μίλησε, όχι για τη συνέντευξη –που ειδικά εκείνη την εποχή ήταν πιο σημαντική για μένα από ότι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο ίδιος- αλλά γιατί κατάλαβα πως ήταν εκεί για εκείνη την απότομη απάντηση τρεις μέρες νωρίτερα και γιατί είχε υποσχεθεί κάτι.
Η δεύτερη έκπληξη ήρθε το 2010 –αν θυμάμαι καλά. Κάτι πιτσιρίκια από ένα σχολείο ήρθαν να του πάρουν συνέντευξη από μια σχολική εφημερίδα. Όταν υπήρχαν παιδιά στην εξίωση, το «όχι» δεν είχε θέση. Ποτέ! Ούτε μία φορά δεν αναζήτησε να βγει από άλλη έξοδο στο ΟΑΚΑ, για να γλιτώσει αυτόγραφα ή φωτογραφίες, όπως θα έκαναν ή κάνουν άλλοι.
Βρήκαμε ένα χώρο και η ανάκριση άρχισε. Λίγο τα συνηθισμένα. Κάποια στιγμή ένα πιτσιρίκι τον ρωτάει «αν φύγει ο κύριος Ομπράντοβιτς, θα φύγετε κι εσείς μαζί του;». Η αντίδραση του Διαμαντίδη ήταν εκπληκτική. Ξαφνιάστηκε και το έδειξε. Κανένας «μεγάλος» δεν του είχε κάνει ποτέ αυτή την ερώτηση. Θα μπορούσε να ξεφύγει με ένα διπλωματικό «υποθετική ερώτηση» κλπ, αλλά η αφοπλιστική του ειλικρίνεια δεν του το επέτρεψε. Έμεινε να κοιτάει το παιδί, γύρισε με κοίταξε και είπε αυτό που πίστευε: «Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ... Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω, γιατί δεν το έχω σκεφτεί ποτέ».
Όταν ήρθε η ώρα, έδωσε την απάντηση στην πράξη... Όπως έκανε πάντα. Έμεινε και προσπάθησε. Όπως σε όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσε να βελτιωθεί ως άνθρωπος. Ως αυθαίρετο συμπέρασμα θα σας πω πως η προσπάθειά του έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά τις δύο ατυχείς του στιγμές στο παρκέ με τον Γιούρι Γκόλεματς και τον Μίλος Τεόντοσιτς. Ήταν σαν σφαλιάρα στον ίδιο του τον εαυτό. Δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να ξεφύγει ξανά, δεν έδωσε αφορμή, ακόμη και το «όχι» στους δημοσιογράφους έγινε... χαμογελαστό. Και συνέχισε να διαβάζει ακόμη περισσότερο. Πολύ και τα πάντα... Ήθελε να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Και το σημαντικό είναι πως τα κατάφερε. Και γι’ αυτό για μένα είναι ο καλύτερος. Γιατί ακριβώς είχε όλο το πακέτο, είχε όλο αυτό που κάνει έναν παίκτη από καλός να γίνει ίνδαλμα και παράδειγμα. Να γίνει αυτός που αξίζει να ακολουθήσεις τα βήματά του...
Υ.Γ. Αφού πάρει το χρόνο του και προσαρμοστεί στο νέο κεφάλαιο της ζωής του, το μπάσκετ τον περιμένει. Μια γενιά παιδιών μεγαλώνει με δυσκολία και υπό ιδιαίτερες πια συνθήκες. Και τον χρειάζεται. Όχι για να τους μάθει να σουτάρουν, αλλά για να τους μιλήσει. Για να τους μιλήσει μια φωνή στην οποία θα επιτρέψουν να φτάσει στα αυτιά τους. Και τέτοιες υπάρχουν πολλοί λίγες πια...