«Ο Βασίλης Σπανούλης είπε «αντίο». Η είδηση έκανε το γύρο της Ευρώπης σε χρόνο ρεκόρ δείχνοντας πως ένας τύπος που ξεκίνησε από τη Λάρισα με όπλο την απίστευτη ενέργεια και ένα εκπληκτικό πρώτο βήμα μπορεί να αγγίξει εκατομμύρια ανθρώπους με τη δουλειά και την επιμονή του. Γιατί ο Σπανούλης ήταν πάνω από όλα χαρακτήρας.
Οι τίτλοι, τα μετάλλια, οι διακρίσεις, τα ρεκόρ έγιναν με τα χρόνια καθημερινότητά του. Ρουτίνα αν θέλετε. Αν και τα επιθυμούσε, ότι κι αν δήλωνε. Όχι για να γεμίσει το... ράφι, αλλά γιατί γι’ αυτόν ήταν ένα βήμα ακόμη προς τη λέξη που ήταν κλειδί για την προσωπική του πορεία: Σεβασμός. Αυτό ήθελε πάντα και αυτό ήταν που τελικά πήρε από όλη την Ευρώπη.
Ήταν κάτι που τον συνόδευσε από τα πρώτα βήματα. Ένα υπερκινητικό παιδί, πληγωμένο από την απώλεια του πατέρα του, ακολουθώντας τον αδελφό του στα γήπεδα και με την απόλυτη στήριξη της μητέρας του (η κυρία Γεωργία ήταν και είναι πάντα εκεί) συναντήθηκε με το μπάσκετ και με τη βοήθεια της οικογένειας (άλλη μία μεγάλη λέξη κλειδί στη ζωή του) προχώρησε βήμα βήμα.
Ο Σπανούλης δεν «εκτοξεύτηκε» όπως άλλοι. Ίσως κάποιοι να πιστεύουν πως κάποιες στιγμές ευνοήθηκε, αλλά η αλήθεια είναι πως μάλλον έγινε το αντίθετο. Η αλήθεια είναι πως θα μπορούσε να κάνει τη μεγάλη μεταγραφή νωρίτερα, πως θα μπορούσε να κληθεί στην Εθνική Ομάδα νωρίτερα, πως θα μπορούσε να έχει σημαντικότερο ρόλο σε αυτή νωρίτερα... Όμως όχι... Δεν γκρίνιαξε, αν και θα μπορούσε εύκολα. Τα έκανε όλα βήμα – βήμα και όταν ερχόταν η επόμενη πρόκληση ήταν έτοιμος. Το κλειστό του Αγίου Θωμά είχε βαρεθεί να τον βλέπει και αυτός «ρουφούσε» ότι μπορούσε καθημερινά από οποιονδήποτε μπορούσε να του δώσει κάτι: Πώς σουτάρει, πώς αντιδρά, πώς ξεφεύγει από κάποιον αντίπαλο, πώς βάζει το σώμα του, πώς ετοιμάζεται για προπόνηση... Μελετούσε το παιχνίδι... Πάντα... Και κέρδιζε αυτόν τον σεβασμό αγώνα με τον αγώνα, προπόνηση με την προπόνηση.
Η ήττα ήταν δύσκολα αποδεκτή στο δικό του μυαλό. Όταν ο Παναθηναϊκός αποκλείστηκε από την Ευρωλίγκα το 2010 έμεινε μέχρι τις τρεις το πρωί στα αποδυτήρια, έφυγε τελευταίος. Αδυνατούσε απλά να σηκωθεί και να πάει να κοιμηθεί. Και μετά υπήρχαν και τα ολονύχτια τηλεφωνήματα. Σε αυτούς τους λίγους που εμπιστεύεται. Να αναλύει, να ψάχνει τι έφταιξε, τι πήγε λάθος και πως δεν θα ξαναγίνει. Μπασκετοκουβέντα μέχρι τελικής πτώσης. Αποφόρτιση για να είναι έτοιμος να συνεχίσει την επόμενη μέρα!
Έπαιξε μπάσκετ με τους δικούς του όρους, ότι κι αν σημαίνει αυτό, όσο κι αν άρεσε ή δεν άρεσε σε κάποιους. Ακόμη κι όταν πήγε στο ΝΒΑ. Εδώ σηκώνει και μια διευκρίνιση: Δεν έφυγε από το ΝΒΑ γιατί δεν μπορούσε να παίξει (γιατί σίγουρα μπορούσε) ή γιατί δεν τον έβαζαν να παίξει. Έφυγε, γιατί δεν τον σεβάστηκαν από την πρώτη μέρα. Τουλάχιστον όχι ο προπονητής του. Δεν θα τα παρατούσε ποτέ, δεν θα έφευγε αν ένιωθε πως υπήρχε σεβασμός. Κάτι που τουλάχιστον ο προπονητής του αρνήθηκε να του δείξει –και δημοσίως- με τις δηλώσεις του και τον τρόπο του πριν καλά καλά τον γνωρίσει. Θα έμενε, θα άρπαζε κάθε ευκαιρία και θα δούλευε κάθε μέρα και πιο σκληρά όπως έκανε σε όλη του τη ζωή. Ακόμη και στις διακοπές.
Αυτή είναι και η κληρονομιά του. Άνθρωποι που διαφωνούν μαζί του, με δηλώσεις του, με επιλογές του, άνθρωποι που θα πουν «δεν μ’ αρέσει ο τρόπος που παίζει», οι ίδιοι αυτοί δεν μπορούν παρά να σεβαστούν την καριέρα του και τα όσα πέτυχε με τους δικούς του όρους, έχοντας αυτό που πάντα ήταν ο σκοπός του: Τον σεβασμό στην καριέρα και στις ικανότητές του.