Η αγάπη για το μπάσκετ δε σταματά ποτέ, άρα… και η καταγραφή επίσης. Όπως αναφέραμε και στο πρώτο κομμάτι, ο έρωτας ήρθε… κεραυνοβόλα. Άλλοι από εμάς είδαν κατευθείαν τη «μαγεία» στην «πορτοκαλί θεά», άλλοι χρειάστηκαν να… αλλαξοπιστήσουν από το ποδόσφαιρο. Σημασία έχει, ότι η συνισταμένη σε τελική ανάλυση είναι ίδια.
Οι συντάκτες του Basketa.gr, λοιπόν, απάντησαν στο «Basketball Challenge» των τελευταίων ημερών στα social media. Χθες (18/4) ξεκινήσαμε με το πρώτο μέρος, όπου όσοι γράφουν σε αυτήν εδώ τη γωνιά ανέφεραν τους πέντε παίκτες, οι οποίοι τους έκαναν να αγαπήσουν αυτό το υπέροχο άθλημα και τους ανάγκασαν να μπουν για πάντα στον «ιερό ναό» της καλαθοσφαίρισης.
Σήμερα (19/4), λοιπόν, σας έχουμε σαν… συνεχόμενο δώρο Πάσχα και το δεύτερο κομμάτι αυτής της εξομολόγησης, που αποφασίσαμε να σας κάνουμε, θέλοντας να μας πείτε κι εσείς ποιοι είναι οι πέντε, που σας έπεισαν να ακολουθήσετε το δρόμο του μπάσκετ.
Καθίστε, λοιπόν, αναπαυτικά μετά το οικογενειακό σας γεύμα για αυτή την ιδιαίτερη μέρα, ακολουθήστε πιστά το #μένουμε_σπίτι κι εμείς για… την χώνεψη σας έχουμε νέες πεντάδες, εξίσου ιδιαίτερες με τις προηγούμενες. Για αυτό, λοιπόν, σας προτείνουμε να διαβάσετε μέχρι το τέλος, όσους διάλεξαν οι συντάκτες του Basketa.gr.
Και προσέξτε. Σε αυτές τις πεντάδες δεν υπάρχουν ο Μάικλ Τζόρνταν, ούτε και ο ΛεΜπρόν Τζέιμς ή ο Κόμπι Μπράιαντ!
Τι λέτε, λοιπόν, είμαστε έτοιμοι; Πάμε να δούμε ποιους διαλέξαν…
Γιώργος Πετρίδης: Οι τελευταίοι ρομαντικοί του μπάσκετ
Όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι την ποιοτική διαφορά του μπάσκετ από τα υπόλοιπα αθλήματα, αυτό διένυε μία μεταβατική πλην όμως πολύ σημαντική περίοδο, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα. Ήταν εκείνη μέσα από την οποία έκανε τη μετάβαση από τον ερασιτεχνισμό στον επαγγελματισμό. Με αυτό το δεδομένο όλοι όσοι την έζησαν μπορούν να θεωρούνται και οι τελευταίοι ρομαντικοί του μπάσκετ. Γι' αυτό και η επιλογή των πέντε παικτών που με έκαναν να αγαπήσω το άθλημα με τους πιο ξεχωριστούς ήχους -εκείνον που προκαλεί το σύρσιμο του παπουτσιού στο παρκέ, εκείνο το μοναδικό «χλατς» της μπάλας στο διχτάκι και τόσων άλλων- είναι από εκείνη την περίοδο.
1) Μάτζικ Τζόνσον: Ευτύχησα να δω, έστω και τηλεοπτικά, ίσως, ότι πιο λαμπερό ανέδειξε αυτό το σπορ τουλάχιστον στα τελευταία 40 χρόνια. Παρότι εκ φύσεως έχουμε την τάση να ωραιοποιούμε κάθε τι σχετικό με το μακρινό παρελθόν, η εποχή των 80s στο ΝΒΑ ήταν πραγματικά κάτι ξεχωριστό όπως ήταν βέβαια η εποχή του show time των Λέικερς άρα και του Μάτζικ. Ο τύπος αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση αθλητή που δικαίωσε στον απόλυτο βαθμό το προσωνύμιο του. Ήταν πραγματικά μαγικό να βλέπεις έναν παίκτη ύψους 2.06 να τρέχει το γήπεδο σαν να είναι 1.80 και να κάνει όλους τους συμπαίκτες του να αποκτούν αγωνιστικό μπόι διπλάσιο από αυτό που, ίσως, είχαν στην πραγματικότητα. Οτιδήποτε προσθέσω περισσότερο σε αυτό θα τον αδικήσει. Ένας μπασκετικός έρωτας.
2) Λάρι Μπερντ: Θα αναρωτιούνται οι νεότεροι: «Γίνεται να λατρεύεις τον Μάτζικ και παράλληλα να επιλέγεις στην πεντάδα των αγαπημένων σου τον Λάρι Μπερντ;». Θα το αντιστρέψω. Γίνεται να υμνείς τον Μάτζικ και να μην έχει δίπλα του τον Μπερντ; Η αναπόφευκτη ροπή (και) στους εγκεφαλικούς παίκτες, εκείνους που έφτασαν ψηλότερα από εκεί που θα τους επέτρεπε αποκλειστικά το σώμα τους, βάζει στη μικρή λίστα αυτών που έκαναν τον υπογράφοντα να αγαπήσει το μπάσκετ τον λευκό που έκανε όλους τους μαύρους σούπερ σταρ της εποχής να τον θεωρούν έναν από αυτούς. Ο Μπερντ ήταν κάτι ξεχωριστό. Δεν ήταν γρήγορος, δεν ήταν δυνατός αλλά αν θα έπρεπε ένας αθλητής του μπάσκετ να χαρακτηριστεί «οξυδερκής» θα έπρεπε να είναι ο άνθρωπος με το Νο33 των Σέλτικς. Οι τελικοί του 1984, του 1985 και του 1987 μεταξύ των Λέικερς και των Σέλτικς είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του ΝΒΑ κι αυτό οφείλεται εν πολλοίς σε αυτούς τους δύο.
https://www.youtube.com/watch?v=aZt40qDxfe0
3) Μπάνε Πρέλεβιτς: Ανήκει στην κατηγορία αυτών που δεν χρειάστηκαν μεγάλο μπόι ή μεγάλα μπράτσα για να κάνουν καριέρα. Δεν ήταν κοντός αλλά το πραγματικό του ύψος ήταν η ηγετική προσωπικότητα, η ανάγκη να πάρει την ομάδα του στις πλάτες του ακόμη κι αν χρειαστεί να πάρει σουτ από τα 8,5 μέτρα, όπως εκείνο στον τελικό της Ναντ με τη Ρεάλ πριν κάνει το λάθος ο Φασούλας και πριν ρίξει τον ΠΑΟΚ στο καναβάτσο ο Ρίκι Μπράουν. Ο Πρέλεβιτς ήταν εκείνη η περίπτωση παίκτη ερχόμενου από τη Γιουγκοσλαβία που έκανε όλες τις ομάδες της εποχής να ψάχνουν για τον επόμενο. Το σπασμένο δόντι από το χτύπημα το Ρομάι στο ματς του 1990 με τη Ρεάλ, η χαρακτηριστική κίνηση με την οποία σκούπιζε τον ιδρώτα του στην τιράντα της φανέλας, η μηχανική του σουτ που ακολουθούσε, τα δάκρυα στη Ναντ, οι ανεπανάληπτες εμφανίσεις στο final four του Κυπέλλου του 1995 συνόδευσαν τα πολύ παραγωγικά χρόνια του στον ΠΑΟΚ. Ακόμη και τώρα έχει τον τρόπο να σε κάνει αγαπήσεις ακόμη περισσότερο το άθλημα σε κάθε κουβέντα μαζί του.
https://www.youtube.com/watch?v=5vsYMJPMR8o
4) Παναγιώτης Γιαννάκης: Έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί τόσα και τόσα για τον «Δράκο» που το πιθανότερο είναι να επαναλάβω κάτι από όλα αυτά. Υπάρχει όμως κάτι που στο μυαλό μου στα χρόνια που ο Γιαννάκη μεγαλουργούσε, ξεχώριζε περισσότερο από τους πόντους, τις νίκες και τους τίτλους. Δεν χόρταινα να τον βλέπω να βουτάει στο παρκέ για τη χαμένη μπάλα, να τα βάζει με τύπους 20-25 πόντους ψηλότερους. Η αγκωνιά του Τσατσένκο στο πρόσωπο του στον τελικό της 14ης Ιουνίου του 1987 τον γιγάντωσε στα μάτια μου. Αυτό που ίσως δεν έχει επισημανθεί επαρκώς και θέλω να πιστεύω ότι θα το κάνει ο ιστορικός του μέλλοντος, είναι το πως ένας τόσο ταλαντούχος αθλητής δέχτηκε να περιορίσει τόσο πολύ το «εγώ» και -ποιος ξέρει;- ίσως την ίδια την καριέρα του για το «εμείς» και το καλό της ομάδας του. Για χάρη του Άρη αλλά και της Εθνικής διένυσε τα πιο παραγωγικά χρόνια της καριέρας του ως «δεύτερο βιολί» πίσω από τον Γκάλη παρότι οπουδήποτε αλλού θα ήταν το «πρώτο».
5) Τόνι Κούκοτς: Η αλήθεια είναι ότι η επιλογή του 5ου ήταν η πιο δύσκολη. Ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν Ευρωπαίος, δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγω από τη δεξαμενή της Γιουγκοσλαβίας. Ποιος όμως πραγματικά με έσπρωξε λίγο περισσότερο στην σχέση αγάπης με το μπάσκετ; Ντράζεν, Τζόρτζεβιτς, Ράτζα, Ντανίλοβιτς τόσοι και τόσοι παικταράδες ακόμη και άλλοι που μπροστά σε αυτούς ήταν ένα σκαλί χαμηλότερα. Ο Κούκοτς ήταν το κάτι άλλο. Τόσο ψηλός αλλά και τόσο αδύνατος που έμοιαζε εύκολη λεία για τους πιο σκληρούς της εποχής. Ποιος μπορούσε να τον σταματήσει; Στα 21 του πήρε την πρώτη Ευρωλίγκα, στα 22 και στα 23 του οδήγησε τη Γιουγκοπλάστικα στο «τριπλ κράουν». Κι αφού δεν έμεινε τίποτα να κάνει στην Ευρώπη, πήγε στο ΝΒΑ και αποτέλεσε μέρος του δεύτερου «three peat» των Μπουλς (1996-98). Ένα καθαρόαιμο, όμοιο του οποίου δεν έβγαλε από τότε το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Ίσως ο Λούκα Ντόντσιτς να μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλο του.
https://www.youtube.com/watch?v=VWtTeIbAYmQ
Δημήτρης Χρυσάνθης: Η πεντάδα της ζωής μου
Φημολογείται ότι η πρώτη λέξη που είπα στη ζωή μου ήταν «γκολ». Άρα η αγάπη μου για τον αθλητισμό πρέπει να οφείλεται σε γονίδιο. Η αγάπη μου για το μπάσκετ, αντίθετα, είναι συνειδητή. Ερωτεύτηκα την «πορτοκαλί θεά» τη δεκαετία του ’80 όταν παρακολουθούσα με κομμένη την ανάσα τις προσπάθειες της Εθνικής ομάδας να κερδίσει προκρίσεις σε μεγάλα τουρνουά πριν ακόμα το χρυσό ’87, αλλά και τις ευρωπαϊκές πορείες του Άρη σε Κύπελλο Κόρατς και Πρωταθλητριών.
Πολλοί είναι οι παίκτες που έχω δει να παίζουν και μου άρεσαν, παίκτες που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αγαπημένους μου. Αν θα έπρεπε να διαλέξω πέντε από αυτούς, θα στεκόμουν σε εκείνους που έπαιξαν τον πιο καθοριστικό ρόλο για να αγαπήσω το μπάσκετ σε τέτοιο βαθμό, ώστε να το κάνω κομμάτι της ζωής μου.
1) Νίκος Γκάλης: Η έξαψη που ένιωθα κάθε φορά που τον έβλεπα να παίρνει την μπάλα για να ανοίξει έναν αιφνιδιασμό και η περιέργεια να δω με ποιον περίτεχνο τρόπο θα έδινε την ασίστ για ένα εύκολο καλάθι, παραμένουν ολοζώντανες στο μυαλό μου. Ξόδεψα πάμπολλες ώρες στην αλάνα προσπαθώντας να μιμηθώ την περίφημη προσποίηση που έκανε πάνω στην ντρίμπλα σπάζοντας τη μέση του και διασύροντας τους αντιπάλους του, αλλά φυσικά δεν τα κατάφερα ποτέ. Ήταν το είδωλό μου, ο λόγος που έδωσα όρκο πίστης στην πορτοκαλί θεά.
2) Παναγιώτης Γιαννάκης: Το άλει ουπ, που σήμερα είναι ψωμοτύρι για όλους τους μπασκετμπολίστες, τότε το βλέπαμε μόνο χάρη στον Γιαννάκη. Αυτός έβλεπε τον Γκάλη στην αδύνατη πλευρά της άμυνας και με αριστοτεχνικό τρόπο του πετούσε ψηλά την μπάλα, για να την πιάσει ο Νικ στον αέρα και να σκοράρει απ’ ευθείας. Τότε το ξέραμε ως “μπακντόρ” και μας τρέλαινε, γιατί δεν είχαν προηγούμενο τέτοιου είδους συνεργασίες, ειδικά στην Ελλάδα. Ο Γιαννάκης άλλαξε το ρου της ιστορίας του ελληνικού μπάσκετ, γιατί παραμέρισε το “εγώ” του και έφτιαξε μαζί με τον Γκάλη το κορυφαίο δίδυμο γκαρντ στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Ήταν αυτός που ανέδειξε τη σημασία της άμυνας στο παιχνίδι. Με τα επιθετικά φάουλ που κέρδιζε να αποτελούν το σήμα κατατεθέν του.
https://www.youtube.com/watch?v=94GZmnlaPGE
3) Μάτζικ Τζόνσον: Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο μακαρίτης Φίλιππας Συρίγος, που συνήθιζε να βλέπει μπροστά από την εποχή του, έφερε το ΝΒΑ στην Ελλάδα μέσω της μαγητοσκοπημένης μετάδοσης κάποιων αγώνων από τους τελικούς των πλέι οφ. Τότε έμαθα τους Λος Άντζελες Λέικερς κι έγινα παντοτινός οπαδός τους. Γιατί με συνεπήρε το showtime, εκφραστής του οποίου ήταν ο Μάτζικ. Ένας παίκτης που μπορούσε να παίξει και στις 5 θέσεις με την ίδια αποτελεσματικότητα. Ένας πόιντ γκαρντ ύψους 2,06μ., με απίστευτη ικανότητα στον χειρισμό της μπάλας και μάτια… παντού, που του επέτρεπαν να δίνει τις πλέον αδιανόητες πάσες. Αν έχεις δει τον Μάτζικ να παίζει, είναι αδύνατο να μη λατρέψεις το μπάσκετ.
4) Ντράζεν Πέτροβιτς: Πολύ πριν τον Ναβάρο, ο Ντράζεν ήταν αυτός που λατρεύαμε να μισούμε στην Ελλάδα. Ο ατίθασος χαρακτήρας του και κάποια υπεροψία που έβγαζε, τον έκανε αντιπαθή και οι δύο νίκες της Εθνικής μας επί της Γιουγκοσλαβίας στο Ευρωμπάσκετ του ’87 πανηγυρίστηκαν ακόμα πιο έντονα, ακριβώς επειδή είχε χάσει αυτός. Όμως… τι παικταράς, Θεέ μου! Πώς να ξεχάσω τα δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών που σήκωσε με την Τσιμπόνα το 1985 στο ΣΕΦ και το 1986 απέναντι στη Ζαλγκίρις του Σαμπόνις και τα είδα από την ΕΡΤ σε περιγραφή Συρίγου; Πώς να ξεχάσω την ανεπανάληπτη μπασκετική παράσταση που έδωσε ως παίκτης της Ρεάλ πια μαζί με τον Οσκάρ Σμιντ της Καζέρτα στον αλησμόνητο τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, που έγινε το 1989 στο ΣΕΦ; Δεν μπόρεσα να πάω στο γήπεδο, γιατί διάβαζα για τις πανελλαδικές εξετάσεις, αλλά κι από την τηλεόραση ο Ντράζεν ήταν υπέροχος…
https://www.youtube.com/watch?v=6CItF1iPJ_c
5) Άρβιντας Σαμπόνις: Όλοι τον αποκαλούσαν θαύμα της φύσης και δεν ήταν καθόλου κλισέ ο χαρακτηρισμός. Ήταν η απόλυτη πραγματικότητα. Διότι ακόμα πιο σπάνιος από τα πλούσια σωματικά του προσόντα ήταν ο τρόπος που τα συνδύαζε με την άριστη τεχνική κατάρτισή του και τη μεγάλη ευφυία του. Όλο το πακέτο ήταν μοναδικό. Και πείτε μου τώρα εσείς, έχετε δει ή ακούσει για πολλούς αθλητές με μπόι 2,2ομ. που να ξέρουν τόσο πολύ μπάσκετ; Ο Θεός έφτιαξε τον Σαμπόνις και μετά… έσπασε το καλούπι. Τέτοιος παίκτης ούτε υπήρξε πριν από αυτόν ούτε έχει υπάρξει και μετά…
https://www.youtube.com/watch?v=dSSrKt-rqao
Σοφία Γιαλλελή: Πεντάδα μιας... εποχής
Το παιχνίδι είναι γνωστό από το facebook, αλλά ακόμη και την ώρα που προσπαθούσα να καταλήξω σε πέντε ονόματα δεν μου φαινόταν σωστό. Το «προσπαθούσα» από μόνο του άλλωστε λέει πολλά. Η αλήθεια είναι πως δεν αγάπησα κάποιον παίκτη για να αγαπήσω το παιχνίδι. Αγάπησα το παιχνίδι. Αυτό που έβλεπα. Από τις φωτογραφίες του “Superbasket” που έπαιρνε ο αδελφός μου, την πρώτη δική μου μπάλα ως το επάγγελμα που ακολούθησα. Δεν είχε να κάνει με τη δημοσιογραφία, την υπογραφή ή –αν το προσπαρμόζαμε στη σημερινή εποχή- τις σέλφι. Είχε να κάνει με το ότι μου επέτρεπε να βλέπω μπάσκετ, να είμαι στο γήπεδο... Τα πέντε ονόματα είναι μάλλον ενδεικτικά και αν είχε γεννηθεί λίγο αργότερα θα ήταν άλλα. Ο Σπανούλης, ο Διαμαντίδης, ο Παπαλουκάς, ο Ζήσης, ο Φώτσης, ο Χατζηβρέττας, ο Σχορτσανίτης, ο Γιασικεβίτσιους ή ακόμη και ο Χαραλαμπόπουλος αργότερα. Όλα είχαν να κάνουν με το παιχνίδι... Το πως διάβαζαν το παιχνίδι και πως το έκαναν πιο όμορφο. Για τους ίδιους, τους συμπαίκτες τους και, ε, και για μένα…
1) Χουάν Αντόνιο Σαν Επιφάνιο: Έρωτας μεγάλος! Το σουτ... Παραδόξως ήταν αυτό που αγάπησα πρώτο από το μπάσκετ, άποψη που μεγαλώνοντας διαφοροποιήθηκε πλήρως. Ο Έπι όμως ήταν από τους πρώτους σταρ της εποχής που έψαχνα να δω. Ήταν και ο λόγος για μια κατιτίς παραπάνω συμπάθεια στην Μπαρτσελόνα. Η οποία επίσης με τον καιρό μάλλον μετριάστηκε. Απαραίτητη σημείωση: Ο Επιφάνιο ήταν από τους λίγους που δεν «χάλασε» η εικόνα όταν τον γνώρισα και από κοντά. Απλός με χιούμορ και επαγγελματίας.
https://www.youtube.com/watch?v=2E3gjromLNU
2) Ντέιβιντ Στεργάκος: Ο άρχοντας... Τότε, όταν έπαιζε και τώρα... Όταν έκανε αυτή τη ραβέρσα του ήταν λες και θα άγγιζε τη γυρτή οροφή της Λεωφόρου. Του «Παύλος Γιαννακόπουλος». Διαφορετικό στυλ από ότι είχαμε δει μέχρι τότε. Έφερε ένα άλλο μπάσκετ στην Ελλάδα και στο ελληνικό πρωτάθλημα. Άλλος παίκτης... Και πραγματικός κύριος από τότε ως σήμερα.
https://www.youtube.com/watch?v=7FdTxuGE-qA
3) Φάνης Χριστοδούλου: Αγαπημένος νυν και αεί. Ο πρώτος παίκτης που σε έκανε να δεις πέρα από τους πόντους και λίγο αργότερα τη στατιστική. Έκανε τα πάντα, είχε αντιδράσεις μικρού παιδιού και ήταν απλά διαφορετικός σε όλα. Ένας αντιστάρ την εποχή των σταρ του ελληνικού μπάσκετ. Ο Φάνης ήταν απλά ο Φάνης. Ένας παίκτης που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του αγωνιστικά και θα έκανε τα πάντα όχι για την πάρτη του, αλλά για την ομάδα.
https://www.youtube.com/watch?v=YXufBta8QS8
4) Άρβιντας Σαμπόνις: Ο Άρβιντας Σαμπόνις μετέφερε τη δουλειά του πόιντ γκαρντ στη ρακέτα και το έκανε αβίαστα. Ένας παίκτης που ήταν δεκαετίες μπροστά. Σούταρε, κάρφωνε, πάσαρε και όλα αυτά λες και δεν κουραζόταν. Λες και δεν χρειαζόταν καν να σκεφτεί. Εδώ που τα λέμε, μάλλον δεν χρειαζόταν κιόλας. Άνοιξε άλλους δρόμους τους οποίους χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός μέχρι να τους ακολουθήσουν κι άλλοι.
5) Μάτζικ Τζονσον-Λάρι Μπερντ: Κλέβω λίγο, αλλά στο μυαλό μου είναι συνδεδεμένοι αυτοί οι δύο: Όταν πήγα να πάρω την πρώτη δική μου μπάλα, γιατί μέχρι τότε «έκλεβα» του αδελφού μου και ειδικά την αγαπημένη του Super K, ήξερα τι ήθελα: Αυτή που διαφήμιζε το Superbasket με την υπογραφή του Μάτζικ Τζόνσον. Πήγα στον Τζίμης Σπορ στην Καλλιθέα και φανταστείτε απογοήτευση. Το χαρτζηλίκι δεν έφτανε... Έφτανε μόνο για μία με την υπογραφή ενός λευκού τύπου με ξανθά μαλλιά και περίεργη φάτσα. Έφυγα λοιπόν από το μαγαζί με αυτήν που είχε την υπογραφή του Λάρι Μπερντ. Ο Μάτζικ ήταν από τους αγαπημένους. Ποιος είχε τόσο ψηλό τύπο να κάνει την μπάλα ότι ήθελε τρέχοντας; Αυτές οι πάσες... Η μπάλα άνοιξε όμως και το παράθυρο στον άλλον τύπο... Τον περίεργο. Και ήταν αποκάλυψη. Χρειάστηκε αρκετά χρόνια είναι η αλήθεια για να τον εκτιμήσω όπως έπρεπε και να βρεθεί στους αγαπημένους, σε αυτούς που πραγματικά ήξεραν το άθλημα από το Α ως το Ω.
Υ.Γ.: Το γεγονός ότι δεν πήρα την μπάλα που ήθελα δεν με εμπόδισε ουδόλως από το να κοιμάμαι μαζί της, όπως άλλοι έχουν τα... αρκουδάκια τους και την Πασχαλίνα (η μητέρα μου) να φωνάζει «πως γίνεται να κοιμάσαι με αυτό το λάστιχο στο πρόσωπο!». Με τον καιρό κατάλαβε κι αυτή κι έγινε πιο μπασκετική κι από μένα! Και αλίμονο αν ξεχνούσα να της πω πότε είχε παιχνίδι στην τηλεόραση. Βλέπετε είχε την ευθύνη να ενηρώνει και τις αδελφές της, φανατικές του Άρη. Ήταν η δική μου αγαπημένη... μπασκετική!
Γιάννης Λαμπίρης: Είχαν για «καμβά» το παρκέ
Οι ήρωες των νεανικών μας χρόνων, θα μπορούσαν να είναι και ήρωες σε κόμιξ όπου κάνουν τα πάντα και μπορούν να πετύχουν σε καθε δύσκολη αποστολή. Και όμως ήταν γήινοι και τους απολαμβάναμε με τα «μαγικά» τους που έδιναν άλλη ομορφία σε ένα έτσι και αλλιώς απίθανο άθλημα όπως το μπάσκετ.
1) Νίκος Γκάλης: Είναι σαν να κλέβεις εκκλησία να ρωτάς κάποιον που μεγάλωνε τη δεκαετία του 1980, ποιός ήταν ο παίκτης που τον «μάγεψε», που τον έκανε να λατρέψει το μπάσκετ. Οι πρώτες εικόνες (τηλεοπτικές) από το περίφημο αήττητο τσάλεντζ ράουντ της Κωνσταντινούπολης (1981) στο δρόμο προς τα τελικά του Ευρωμπάσκετ της Τσεχοσλοβακίας και στη συνέχεια οι αγώνες της τελικής φάσης στη Μπρατισλάβα ήταν ασπρόμαυρες, αλλά γέμιζαν με χρώμα την ψυχή σου. Να βλέπεις αυτό τον απίθανο τύπο με την αφάνα να κρύβει τη μπάλα και να την αφήνει στο καλάθι. Οι εικόνες ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακές δύο χρόνια αργότερα στο Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας και μετά από κοντά πλέον να τον παρακολουθείς από το 1985 και έπειτα με αποκορύφωμα το έπος του 1987. Το διπλό και τριπλό σπάσιμο της μέσης, το περπάτημα στον αέρα, οι πάσες πίσω από τη μέση ή κοιτώντας αλλού ήταν εικόνες που σε ξεσήκωναν από την θέση σου, είτε ήσουν στην πολυθρόνα του σπιτιού σου, είτε στα δημοσιογραφικά θεωρεία κάθε γηπέδου. Οι τρομερές μονομαχίες στην Ευρώπη του Αρη, και τα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ ήταν η απόλαυση κάθε ανθρώπου που λατρεύει την τέχνη, το όμορφο, το άρτιο να βλέπεις αυτόν τον σώουμαν να «πετάει» στο παρκέ και να σκοράρει με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Σαν να βλέπεις ένα πίνακα του Πικάσο, ή να ακούς μια σονάτα του Μπετόβεν.
2) Παναγιώτης Γιαννάκης: Ιmpossible is nothing. Το σύνθημα που σου έρχεται αυτόματα στο μυαλό όταν σκέφτεσαι τον «Δράκο» του ελληνικού μπάσκετ, δόγμα που συνέχισε και ως προπονητής (με τον οποίο η εθνική έκανε τις μεγαλύτερες ανατροπές στην ιστορία της). Η αυταπάρνηση, η αυτοθυσία όπως εκείνη η βουτιά να κλέψει τη μπάλα στο θρίλερ της Μπρατισλάβας το 1981 με την Γιουγκοσλαβία, ή η αγκωνιά που έφαγε από τον αγαθό γίγαντα Τσατσένκο στον τελικό του Ευρωμπάσκετ του 1987 και στην οποία πονέσαμε…όλοι. Τα χέρια σαν κουτάλες που «εγκλώβιζαν» τον αντίπαλο, τα τρίποντα που ήταν λες και εφαρμόστηκαν για αυτόν.
Η άρνηση του να ηττηθεί ακόμα και αν η ομάδα του έχανε με διαφορά θεωρητικά μη αναστρέψιμη σου έδινε το έναυσμα και το πάθος για αυτό το άθλημα. Δεν μου προξένησε την παραμικρή έκπληξη όταν έμαθα ότι έπαιζε χωρίς χιαστούς! Αν πόνταρα σε κάποιον παίκτη ότι μπορεί να το κάνει θα ήταν σε αυτόν.
3) Ντράζεν Πέτροβιτς: Από το 1986 στο Μουντομπάσκετ της Ισπανίας, αλλά και στο Ευρωμπάσκετ του 1987, η απόλαυση του να παρακολουθείς τον Μότσαρτ του μπάσκετ, ήταν σκέτη απόλαυση. Γητευτής της μπάλας, σκόρερ ολκής, και πεισματάρης όσο δεν παίρνει σε σημείο κάποιες φορές εκνευριστικό (λόγω των έντονων διαμαρτυριών του ή της ειρωνίας). Ενας χαρισματικός...τσόγλανος όπως θα έλεγε και ο Γιάννης Ιωαννίδης. Ομως όλα ήταν μέρος του παιχνιδιού και αν κάποιος είχε ενστάσεις όλα ξεδιάλυναν οριστικά όταν τον έβλεπε από κοντά. Αξέχαστη η παράσταση στο ΣΕΦ, δύο χρόνια μετά το Ευρωμπάσκετ σε έναν από τους καλύτερους τελικούς ευρωπαϊκών κυπέλλων όλων των εποχών (Ρεάλ Μαδρίτης-Καζέρτα 117-113). Ο αείμνηστος Ντράζεν ήταν ένα θαύμα του μπάσκετ που δυστυχώς (πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο και την οικογένειά του) δεν τον ζήσαμε και δεν τον χαρήκαμε όσο θα έπρεπε και όσο θα του άξιζε.
4) Οσκάρ Σμίντ: Για να παιχτεί το έπος του ΣΕΦ που αναφέραμε παραπάνω (Ρεάλ-Καζέρτα) χρειαζόταν και το αντίπαλο δέος και εκείνο το βράδυ όσοι είχαμε την τύχη και βρεθήκαμε στο ΣΕΦ είδαμε δύο από τα μεγαλύτερα «πολυβόλα» του παγκόσμιου μπάσκετ. 62-44 έληξε το μεταξύ τους σκορ, που ήταν οι πόντοι που σημείωσε ο καθένας (Πέτροβιτς-Σμίντ). Ο Βραζιλιάνος, τον οποίο πρωτοθαυμάσαμε τρία χρόνια νωρίτερα στο επικό παιχνίδι του Μουντομπάσκετ 1986 με αντίπαλο την εθνική μας ομάδα, ήταν ο κύριος εκφραστής που είχε κάνει τότε το μπάσκετ εθνικό άθλημα στη Βραζιλία, πριν πάρει αργότερα τη σκυτάλη το βόλεϊ.
Και για να μην μπερδέυεστε, το ποδόσφαιρο στη συγκεκριμένη χώρα, δεν λογίζεται ώς αθλημα αλλά ως θρησκεία. Ο Οσκάρ Σμίντ που πυροβολούσε (και σκόραρε) πιο γρήγορα από τον ίσκιο του είχε εκπληκτική έφεση στο τρίποντο που επίσης ήταν από τους παίκτες που το λάτρεψε και το απογείωσε ανάγοντάς το σε τρόπο ζωής. Ηταν ο παίκτης που μπορούσε να σταθεί ως το αντίπαλο δέος (χωρίς πάντως να τους ξεπεράσει) απέναντι από τον Ζίκο, τον Σώκρατες και τον Εντερ, τους μύθους του Βραζιλιάνικού ποδοσφαίρου της εποχής του και να πει: «Ναι το μπάσκετ μπορεί να είναι το ίδιο θεαματικό με φούλ επίθεση».
https://www.youtube.com/watch?v=KSQBeiunAbk
5) Φάνης Χριστοδούλου: Ο «μπέμπης» του ελληνικού μπάσκετ, είχε ίσως περισσότερο ταλέντο από κάθε άλλο Ελληνα παίκτη και απο τους περισσότερους Ευρωπαίους. Η τουλάχιστον ήταν από τους λίγους που μπορούσε να παίξει άνετα σχεδόν σε όλες τις θέσεις. Η πλαστικότητα στις κινήσεις του – παρά τα κιλάκια του που πάντα είχε – η φαντασία στο παιχνίδι και η προσήλωσή του στην άμυνα ήταν από τα χαρακτηριστικά του που λάτρευες και σου έδινε μια άλλη οπτική του μπάσκετ. Δηλαδή ενός ανθρώπου που έβγαζε άδολη και αγνή αγάπη για αυτό που κάνει χωρίς να στερείται «απαγορευτικά» πράγματα θεωρητικά για έναν επαγγελματία παίκτη όσον αφορά την ποσότητα (κάπνισμα και φαγητό). Είναι ο παίκτης από τον οποίο περίμενες το απρόβλεπτο, την έκρηξη, το ξέσπασμα τόσο αγωνιστικά όσο και εκφραστικά και είχε και ένα πολύ γλυκό σούτ. Ατυχώς για τον ίδιο, ευτυχώς για μας, δεν έπαιξε ποτέ στο εξωτερικό και τον χαιρόμασταν στην Ελλάδα. Διότι αν δούλευε με βάση το ταλέντο του, δύσκολα θα τον κρατούσε ακόμα και η Ευρώπη.
** Σε αυτή την εκλεκτή πεντάδα θα είχε περίοπτη θέση ο απίθανος Μάτζικ Τζόνσον, αλλά οι εικόνες στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από τον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ έρχονταν με το...σταγονόμετρο.
Γιώργος Χρονόπουλος: Πως «ταρακουνιέται» ένα... αγύριστο ποδοσφαιρικό κεφάλι
Ξεκινώντας να ξεκαθαρίσω ότι μιλάω (ή γράφω αν θέλετε) ως ο... αιρετικός της παρέας του Basketa.gr, καθώς σε αντίθεση με τους συναδέλφους η «πυξίδα» μου δείχνει ακόμα πολλές φορές ποδόσφαιρο, αφού η πρώτη αγάπη είναι παντοτινή.
Παρ'όλα αυτά η «μαγική» Α1 των 90s και αρχών 00s, η Εθνική ομάδα του μπάσκετ που ονομαζόταν «επίσημη αγαπημένη» και η «αλητεία» του ΝΒΑ εκείνη την εποχή δεν γινόταν να μη μου τραβήξουν την προσοχή. Σε τελική ανάλυση στην Ελλάδα μεγάλωσα και αν δεν παινέψεις το... σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει και το αθλητικό "σπίτι" μας ήταν πάντα το μπάσκετ, το οποίο μας έβαλε στο χάρτη των ομαδικών αθλημάτων διεθνώς.
Πως αλλάζει λοιπόν το μυαλό ενός φανατικά «ποδοσφαιρικού»; Στην περίπτωσή μου, αρχικά άλλαξε, τελικά, τη δεκαετία του 2000 και βλέποντας τους 5 παρακάτω παίκτες, που τοποθετώ σε τυχαία σειρά, αφού κάποιες φορές δεν φτάνει ο πρωταγωνιστής σε μία μεγάλη στιγμή για να σου κάνει το «κλικ» κι έτσι έγινε με την αφεντιά μου και τη «σπυριάρα». Πριν ξεκινήουμε τονίζεται ότι σκοπίμως αποφεύγονται οι Έλληνες, καθώς θα ήταν άδικο να ξεχωρίσω κάποιον, ενώ υπάρχει και μία φανερή προτίμηση προς το ΝΒΑ...
1) Στιβ Νας: Αρχικά «κόλλησα» όταν έμαθα ότι είναι Καναδός, αφού είδα ότι ήταν «μάγος» δηλαδή, αφού κάποιος έπρεπε επιτέλους να τιμήσει τη μνήμη του μακαρίτη του Νέισμιθ που μας έκανε δώρο το άθλημα. Η φαντασία με την οποία έπαιζε ο Νας ήταν ο λόγος που προσωπικά άρχισα να κοιτάζω τί γίνεται σε κάθε γωνία του παρκέ, αφού πραγματικά δεν ήξερα από που θα «σερβίρει» την επόμενη φορά τη μπάλα. Άσε που η συνύπαρξή του με τον Τζέισον Κιντ, το Μαρκ Φίνλεϊ και τον Ντιρκ Νοβίτζκι στους Μάβερικς, υπό τη δική του καθοδήγηση ήταν ίσως από τα πιο παράδοξα και διασκεδαστικά πράγματα που έχω παρακολουθήσει αφού κατέρριψε μία και καλή τον μύθο ότι «Οι λευκοί δεν μπορούν να πηδήξουν».
https://www.youtube.com/watch?v=OwelXb0Vgfs
2) Ρέτζι Μίλερ: Εντάξει μιλάμε για τον ορισμό του «βομβαρδιστή». Πέρα από τη δεδομένη αξία του και ο γεγονός ότι «πλήγωσε» κάποτε με το χειρότερο τρόπο τους Νικς, που υποστηρίζω, ο Μίλερ ήταν αυτός που με έκανε να αναρωτιέμαι αν μπορώ να κάνω το ίδιο, με αποτέλεσμα ακόμα κι όταν έριχνα κέρμα σε μηχάνημα για να ρίξω σουτάκια, να κάνω δύο και τρία βήματα πιο πίσω. Στα παιδικά μου μάτια η μπάλα που ταξίδευε από τα 7 και βάλε μέτρα βρίσκοντας ασταμάτητα μόνο διχτάκυ, ήταν κάτι που φάνταζε τόσο γοητευτικό σαν τρόπος για να κερδίσεις αέρινα και ατσαλάκωτα τους αντιπάλους σου, όσο και άπιαστο φυσικά όταν το δοκίμασα. Αργότερα ήρθαν οι Ισπανοί, οι Γουόριορς και γενικά το μπάσκετ άλλαξε, αλλά ο Ρέτζι ήταν ο πρώτος που είδα να κάνει κάτι τέτοιο σε μία εποχή που δεν ήταν και μόδα να σουτάρεις από παντού και όπως είπα και στην εισαγωγή κάποια πράγατα μένουν για πάντα...
https://www.youtube.com/watch?v=MPPnqB8apoQ
3) Ντιρκ Νοβίτσκι: Δεν χωράνε πολλά λόγια... Ο Ντιρκ Νοβίτζκι, ο καλύτερος ίσως Ευρωπαίος που πήγε ποτέ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού -από τα αζήτητα της Γερμανίας- ήταν από αυτούς που ήθελες απλά να βλέπεις να παίζουν μπάσκετ. Το πρωτάθλημα του 2011 με του Μάβερικς ήταν από αυτά που έχω πανηγυρίσει έξαλλα μόνο και μόνο επειδή του άξιζε τόσο, όσο σε κανέναν άλλον. Ο παίκτης ορισμός του «all around», που ταυτόχρονα δεν γύρισε ποτέ την πλάτη στην Εθνική του ομάδα. Μπορεί η δική μας Εθνική να του έκοψε το δρόμο προς έναν διεθνή τίτλο, αλλά η εμφάνιση του ημιτελικού του Eurobasket 2005 απέναντι στην Ισπανία, θα έπρεπε να διδάσκεται σε όποιον πιτσιρικά θέλει να γίνει από πλέι μέικερ μέχρι και πεντάρι.
https://www.youtube.com/watch?v=wiKwbS2Nb0o
4) Άλεν Άιβερσον: Πραγματικά απορούσα πως άντεχε τόσο «ξύλο» και πως έτρεχε τόσο διαοολεμένα γρήγορα. Όποιος παρακολούθησε την απίστευτη σεζόν των Σίξερς στις αρχές της 21ης χιλλιετίας (2000-01) απλά ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ να μην «ερωτεύτηκε» τον Άλεν Άιβερσον. Η "απάντηση" όπως ήταν το ψευδώνυμό του, ήταν από τους κύριους λόγους που είδα το μπάσκετ με άλλο μάτι. Από την 4η περίοδο του πιο άνισου All Star Game όλων των εποχών, που κέρδισε μόνος του τη Δύση ολοκληρώνοντας την έκπληξη, μέχρι την, απέλπιδα και άκαρπη, προσπάθειά του να «γονατίσει», μόνος του και πάλι, τους πανίσχυρους Λέικερς, ο Άιβερσον ήταν ο ορισμός του «One Man Show» και εμένα αυτό που έφτανε και μου παραέφτανε.
https://www.youtube.com/watch?v=13YeR5zIGbo
5) Αλφόνσο Φορντ: Χίλιοι και ένας τρόποι να βάζει τη μπάλα στο καλάθι. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψεις τον αείμνηστο «Αλ» που αποτελεί πρώτο σκόρερ όλων των εποχών στη Euroleague και το αντίστοιχο βραβείο φέρει το όνομά του. Σε όποια ομάδα και αν έπαιξε ένιωθες ότι στις κρίσιμες στιγμές μεταμορφωνόταν σε ηπερήρωα και αν το παιχνίδι εξαρτιόταν από τα χέρια του ήξερες ότι έχει κερδίσει αν ήσουν στην ομάδα του. Συν τοις άλλοις αποτελεί και σημείο αναφοράς των «χρυσών» ετών της Α1 που ο πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος μπορούσε να παίζει στο Σπόρτινγκ ή στου Παπάγου, οπότε στο δικό μου μυαλό είναι και ένα από τα σύμβολα μίας ολόκληρης εποχής, όταν οι «μικροί» είχαν τα δικά τους «όπλα» στην προάσπιση των όποιων κεκτημένων.
https://www.youtube.com/watch?v=HToT-VMO5WM
Αλεξάνδρα Λούτση: Ένα χριστουγεννιάτικο δώρο που θα το θυμάμαι για πάντα
Γεννημένη τη δεκαετία του ’80 στην Πάτρα το μπάσκετ μπήκε στη ζωή μου μόλις στις αρχές των 90s, αρχικά από την τηλεόραση και στη συνέχεια με την παρουσία μου στο γήπεδο. Ο μεγάλος αδερφός μου «έφταιγε» για αυτό, το πρώτο μου εισιτήριο ήταν το χριστουγεννιάτικο δώρο μου! Το κλειστό της Περιβόλας ήταν τότε τόπος συνάντησης, ενώ η περιήγησή μου στα ανοιχτά γήπεδα μπάσκετ της αχαϊκής πρωτεύουσας -για χάρη του μικρότερου αδερφού μου- δεν θυμάμαι ακριβώς πώς ξεκίνησε, αλλά σίγουρα με έκανε να καταλάβω πως με αυτό το άθλημα θέλω να ασχοληθώ. Η νέα χιλιετία με βρήκε στην Αθήνα, να κάνω το πάθος μου δουλειά, και κάπως έτσι όλα πήραν το δρόμο τους.
1) Τσαρλς Μπάρκλεϊ: Η πρώτη ανάμνησή μου είναι να αγωνίζεται στους Φιλαδέλφεια Σίξερς και μου είχε κάνει τόση εντύπωση που το θυμάμαι ακόμα. Δεν τον λένε τυχαία «σερ». Ένας θρύλος κατά πολλούς «κοντός» και «χοντρός», που απλώς δεν περνούσε απαρατήρητος.
https://www.youtube.com/watch?v=S7PNpsukH2k&fbclid=IwAR1fK7gGztFC51wElziZVT-8LosJqHD6Nd5DGwZHZFK7Ded3wkBrvK9C3cg
2) Άλεν Άιβερσον: Ακόμα ένας «κοντός», που έφερε την επανάσταση στο σύγχρονο μπάσκετ, εντός παρκέ, με αμφιλεγόμενη προσωπικότητα εκτός. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον πιο επιδραστικό παίκτη από εκείνον. Ακόμα χαζεύω βίντεο με τις περίφημες σταυρωτές ντρίμπλες του.
3) Χάρολντ Έλις: Υπάρχουν πολλοί παίκτες του Απόλλωνα Πατρών για τους οποίους θα μπορούσα να γράψω πολλά. Ο Αμερικανός, όμως, ήταν αυτός που μου ήρθε πρώτος στο μυαλό. Ήταν ο πρώτος σκόρερ στον τελικό του 1997, τότε που οι «μελανόλευκοι» έχασαν στο σουτ τον τίτλο στο Κύπελλο Ελλάδας. Ήταν θεαματικός, με καρφώματα και κλεψίματα. Σε ξεσήκωνε. Ήταν ο παίκτης που ήθελες να βλέπεις, σε μια ομάδα με πολλούς πρωτοκλασάτους συμπαίκτες.
https://www.youtube.com/watch?v=GhZodV9Yh88&t=439s&fbclid=IwAR1b5wGbqqVnD-IUJmzwztTn8wWEWOotH8dF9xfDjO_czbxLH0YInbZDOL8
4) Πέτζα Στογιάκοβιτς: Σουτέρ από τους λίγους, τον πρόλαβα να αγωνίζεται στα ελληνικά παρκέ πριν μετακομίσει στο ΝΒΑ. Πολλοί ξεχωρίζουν το τρίποντο που έβαλε στο ΣΕΦ το 1998, με τον ΠΑΟΚ να αποκλείει από τους τελικούς τον Ολυμπιακό. Προσωπικά, θυμάμαι τους 43π. που σκόραρε στην Περιβόλα το ίδιο έτος, σε ένα ματς που κρίθηκε στην παράταση και ανέδειξε νικητές τους Θεσσαλονικείς.
5) Ευθύμης Ρεντζιάς: Ήταν ο ηγέτης της Εθνικής Εφήβων που αναδείχθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια το 1995, όντας πολυτιμότερος παίκτης, πρώτος σκόρερ και πρώτος ριμπάουντερ της διοργάνωσης. Από τα μεγάλα ταλέντα του ελληνικού μπάσκετ, αν κι έμεινε αναξιοποίητο. Δεν πέτυχε λίγα, αλλά το «ταβάνι» του φαινόταν να είναι πολύ πιο ψηλά.
https://www.youtube.com/watch?v=GCUYBnqz-IE&fbclid=IwAR1pfvtzZS5uhwUz83yChUVYnRh7Yi8360_8ehKqb_WcfBtvoUfyJ1d1eak