Η Μπολόνια είναι ξανά στο «θρόνο» της, εκείνον που άφησε το 2001 στην κατάκτηση τότε της Ευρωλίγκα, ενώ της τον είχε στερήσει μέσα στο σπίτι της ο Παναθηναϊκός. Η «Αυτοκρατορία» της ιταλικής ομάδας επανήλθε με το 73-61 κόντρα στην Τενερίφη, για μια κούπα στο BCL με... έντονο το ελληνικό άρωμα. Το Basketa.gr εξηγεί τα δεδομένα.
Η δικαίωση του «Σάλε»
Η ευρωπαϊκή πορεία της ομάδας μια χαρά ήταν. Από την άλλη πλευρά, όμως, στο ιταλικό πρωτάθλημα έμοιαζε να παραπαίει, φτάνοντας ακόμη και κοντά στη «ζώνη» του υποβιβασμού. Ο κόουτς Σακριπάντι αποχώρησε και στη θέση του ήρθε ο Σάσα Τζόρτζεβιτς, που την ίδια περίοδο πέρυσι είχε απομακρυνθεί από την Μπάγερν Μονάχου, πληρώνοντας το γεγονός, ότι η ομάδα δεν έφτασε στους τελικούς του Eurocup, ενώ αντιθέτως πήγαινε... τρένο στο γερμανικό πρωτάθλημα, κατακτώντας και το Κύπελλο νωρίτερα.
Παλιότερα δεν είχε καταφέρει να παράξει σημαντικό έργο σε Παναθηναϊκό, Αρμάνι Μιλάνο και Μπενετόν, αλλά στην Εθνική Σερβίας απέδειξε με τη μακροχρόνια επιτυχία του σε όλες τις διεθνείς διοργανώσεις το πόσο αξιόλογος τεχνικός είναι. Θα πει κανείς, βέβαια, πως είναι διαφορετικό να προπονείς σύλλογο και διαφορετικό να διευθύνεις Εθνική ομάδα. Σωστά, αλλά ίσως η Μπολόνια είναι η πραγματική του ευκαιρία, όντας ακόμη αρκετά εξελίξιμος, να κάνει το «άλμα» του σε συλλογικό επίπεδο. Την έσωσε εύκολα στην Ιταλία κι έφερε το BCL, σε ένα καλό πρώτο «βήμα». Ίσως παλιότερα να έκανε και λάθος χρονικά αποφάσεις.
Πάντερ, πάντα... και από παντού
Αυτή η έκφραση του ταιριάζει... γάντι. Ο Αμερικανός γκαρντ ήταν καταπληκτικός για ακόμη μία χρονιά και στην Ευρώπη έκανε... παπάδες με την ομάδα του. Είχε κάνει τα ίδια πέρυσι με την φανέλα της ΑΕΚ, οδηγώντας τη στην κατάκτηση του τροπαίου, ενώ φέτος ακολούθησε ακριβώς το ίδιο μονοπάτι, με μεστές εμφανίσεις μέσα στη σεζόν και... κορυφώνοντας την απόδοσή του στο Final Four της Αμβέρσας.
Ο Πάντερ είχε 16 πόντους κατά μέσο όρο όλη την χρονιά στο BCL, ενώ στα τελευταία δύο ματς, που έφεραν και την κούπα, μέτρησε 23.5 πόντους και 7.5 ριμπάουντ. Νούμερα για MVP, σε έναν τίτλο που, άλλωστε, κατέκτησε.
Ο εργάτης Κράβιτς και η προσθήκη ουσίας του Μορέιρα
Τον Ντέγιαν Κράβιτς τον είδαμε δύο φορές στα μέρη μας, με τις φανέλες του Ρεθύμνου και του Πανιωνίου. Στο δεύτερο, δε, είχε καταφέρει να πετύχει μαζί με τον Τάιρον Μπρέιζελτον την ολική επαναφορά του τότε συνόλου του Βαγγέλη Ζιάγκου και μετέπειτα του Βαγγέλη Αλεξανδρή για την παραμονή στην Basket League, αποτελώντας εύστοχες επιλογές του πρώτου μέσα στη σεζόν, για να αλλάξει το κλίμα. Πήρε προαγωγή στην Μπολόνια, ήταν ουσιαστικός και τελείωσε την χρονιά με 7.8 πόντους και 4.5 ριμπάουντ κατά μέσο όρο, ενώ ήταν απολαυστικός στον ημιτελικό με την Μπάμπεργκ στο Final Four, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο, όπου κυριάρχησε.
Ο Γιανίκ Μορέιρα ήρθε στην πορεία, έχοντας πρώτα παίξει στον ΠΑΟΚ, δείχνοντας σπουδαία δείγματα γραφής. Ο Ανγκολέζος σέντερ, με δεδομένα και τα προβλήματα του «Δικεφάλου του Βορρά», βρήκε την ευκαιρία και πήγε στην Ιταλία, για να πάρει κι αυτός τον ευρωπαϊκό τίτλο. Πρόσφερε βοήθειες, είχε κατά μέσο όρο 6.4 πόντους και 5.6 ριμπάουντ ανά αγώνα, ενώ πρόσφερε και στα δύο ματς του Final Four μερικές απαραίτητες «ενέσεις», όταν η ομάδα τις χρειαζόταν στον αέρα από τον ίδιο, «κολλώντας» σε μερικές στιγμές.