14.4 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Η μέρα που το ελληνικό μπάσκετ πάτησε στην κορυφή του Ολύμπου

Σαν να μην πέρασε μια μέρα, και όμως 32 χρόνια μετά κάθε 14η Ιουνίου, διαπερνά τον καθέναν από εμάς ένα ρίγος συγκίνησης και πολλές φορές τα συναισθήματα ξεχειλίζουν.
Ναι ακόμα και σήμερα, στην εποχή της ισοπέδωσης των αξιών και της παγκοσμιοποίησης, ο άθλος του 1987 φωτίζει αγέρωχα, σαν ένας μεγαλοπρεπής φάρος που δείχνει το τι μπορεί να πετύχει μια παρέα ανθρώπων όταν έχουν το μεράκι, το πάθος, την αυταπάρνηση, αν θέλετε και την άγνοια κινδύνου που είχαν αυτά τα παιδιά του αείμνηστου Κώστα Πολίτη.
Ναι, ίσως ακόμα και οι ίδιοι, στην αρχή δεν πίστευαν ότι μπορούσαν να φτάσουν τόσο ψηλά, αλλά όσο το ημερολόγιο προχωρούσε προς την ημερομηνία-σταθμό (14 Ιουνίου) του ελληνικού μπάσκετ και του αθλητισμού γενικότερα, η πίστη τους μεγάλωνε.
Αλλωστε τους “έσπρωχνε” στο δρόμο προς τη δόξα ένα ολόκληρο έθνος, το οποίο με τη σειρά τους τα 12 παλληκάρια του Κώστα Πολίτη το έκαναν να παραληρεί κάθε βράδυ σχεδόν.

Η κατάκτηση του πρωταθλήματος Ευρώπης κόντρα στο μεγαθήριο για δεκαετίες, τη Σοβιετική Ενωση, μπήκε στο πάνθεον με τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του παγκοσμίου αθλητισμού και το γεγονός ότι αυτή η επιτυχία ήρθε στην παράταση με βασικά γρανάζια της ομάδας, όπως ο Γιαννάκης και ο Φασούλας να έχουν αποβληθεί με πέντε φάουλ, ενώ ο Νίκος Φιλίππου να έχει βγει σχεδόν νοκ άουτ από την αρχή της διοργάνωσης λόγω τραυματισμού και να σφίγγει τα δόντια για να παίξει.
Ομως δίπλα στους σύγχρονους μύθους του ελληνικού μπάσκετ, τον Νίκο Γκάλη, τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον Παναγιώτη Φασούλα και τον Φάνη Χριστοδούλου ήταν πολλοί ακόμα μεγάλοι παίκτες όπως ο τίμιος γίγαντας (όπως εύστοχα τον αποκάλεσε στη μετάδοση τότε ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος) Αργύρης Καμπούρης, που με τις δικές του βολές υπέγραψε το έπος. Η σκηνή που φυσάει τα χέρια του για να στεγνώσει τον ιδρώτα, πριν τις βολές έχει περάσει στο πάνθεον των ελληνικών εικόνων θριάμβου.
Ηταν ο Λιβέρης Ανδρίτσος που ντύθηκε…Καμπούρης στην κανονική διάρκεια στέλνοντας με δικές του βολές τον αγώνα στην παράταση. Ηταν ο Μέμος Ιωάννου με τη σκυλίσια άμυνα, ο Μιχαλης Ρωμανίδης με το απαράμιλλο πάθος αλλά και στον πάγκο ο Νίκος Λινάρδος και ο Νίκος Σταυρόπουλος που ήταν σαν να έπαιζαν και εμψύχωναν κάθε στιγμή τους συμπαίκτες τους.

Εκείνες τις μέρες του 1987 η Ελλάδα χτυπήθηκε από τον πιο φονικό καύσωνα εδώ και δεκαετίες, αλλά το θερμόμετρο “έσπασε” από τους ήρωες του Κώστα Πολίτη, ενός ήρεμου στρατηγού που είχε εισάγει νέα ήθη και έθιμα (με γυμναστή τον Νίκο Σισμανίδη που εφάρμοζε πρωτοποριακά για την εποχή εργομετρικά) και που πήγαινε στην πιο “ψηλή” εθνική με στόχο να πλησιάσουμε τους Ευρωπαίους.
Τότε το γιουγκοσλαβικό μπάσκετ ήταν ενιαίο όπως και το ρωσικό (τότε Σοβιετικό) και το εκπροσωπούσαν δύο υπερδυνάμεις του Παγκόσμιου στερεώματος τις οποίες η εθνικής μας νίκησε σχεδόν από δύο φορές (ο Κοτλέμπα και η λαχτάρα μας να νικήσουμε πιο γρήγορα μας είχαν στοιχίσει μια πολύ δύσκολη ήττα από τη Σοβιετική Ενωση στον όμιλο).
Στα προημιτελικά είχαμε πετάξει έξω τη μεγάλη Ιταλία, πρωταθλήτρια Ευρώπης πριν από τέσσερα χρόνια στα γήπεδα της Γαλλίας, με την τελευταία να την στέλνουμε (μετά την ψυχρολουσία που τους είχαμε κάνει στην έδρα τους στον αλλήστου μνήμης αγώνα του Εκεντρεβίλ όταν νικήσαμε 130-126 μετά από 3 παρατάσεις και πήραμε την πρόκριση για το Μουντομπάσκετ 1986) να παίξει για τις θέσεις 9-12, νικώντας την σε έναν άτυπο “τελικό” πρόκρισης στα προημιτελικά στο φινάλε του ομίλου.
Αρα το θαύμα του 1987, δεν ήταν μια μέρα, μια νίκη, μια φωτοβολίδα, ήταν μια οργανωμένη ελληνική ιστορία που είχε ξεκινήσει άλλωστε από τη διορατικότητα του τότε γενικού γραμματέα της ΕΟΚ Γιώργου Βασιλακόπουλου που είχε πάρει στον Δουράμπεη τον αντίστοιχο ΓΓ της ΦΙΜΠΑ Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς δυόμιση χρόνια πριν.
Η τοποθεσία δεν είχε επιλεχθεί τυχαία, καθώς μεταξύ εκλεκτών ψαρομεζέδων και μεθυστικού κρασιού, η θέα του νεόκτιστου (για το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα στίβου του 1985) Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον ισχυρό άνδρα της διεθνούς ομοσπονδίας που έδωσε το χρίσμα της διοργάνωσης στην Ελλάδα.
Τη συνέχεια ανέλαβαν ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά όπως τραγουδούσε η ένθερμη οπαδός της εθνικής και του Αρη, Μαρινέλα.
Οπως μάλιστα έχει αποκαλύψει ο Νίκος Φιλίππου: “Εμένα έλεγε πρώτο στο τραγούδι και λογικό για είχα…χτίσει το νυχτερινό μαγαζί που τραγουδούσε”

Αυτή η συγκλονιστική επέτειος του ελληνικού αθλητισμού θα είναι πάντα η πρώτη και καλύτερη που έδωσε την εκτόξευση στο ελληνικό μπάσκετ και έβαλε για τα καλά την εθνική μας ομάδα στην ελίτ, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα.
Τότε ο κάθε Ελληνας, μικρός και μεγάλος, άνδρας ή γυναίκα ζούσε στο ρυθμό αυτής της εκληκτικής παρέας που βήμα βήμα έφτασε μέχρι τον Ολυμπο της δόξας.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ