«Κόψε τα μαλλιά σου!» Κι όμως αυτή ήταν η πρώτη συμβουλή που δέχθηκε ο Ντέιβιντ Μπλατ από τον προπονητή που τον επέλεξε να παίξει στο Γυμνάσιο Φράμινγχαμ Σάουθ όταν τον είδε να παίζει με φίλους του. Αυτό παραδέχθηκε γελώντας ο Ντέιβιντ Μπλατ σε μια ηχογραφημένη συνέντευξη που έδωσε στον Τζο Αρλάουκας για την Ευρωλίγκα. Ένα podcast όπως λέγεται.
Ο προπονητής του Ολυμπιακού μίλησε για μία ώρα με τον Αρλάουκας και ήταν όπως πάντα επικοινωνιακός και άνετος. Ακόμη κι όταν κλήθηκε να μιλήσει για πολύ δύσκολα θέματα, όπως η κατάσταση στο Ισραήλ διαχρονικά. Το μπάσκετ είχε το μερίδιο του λέοντος όμως στην κουβέντα, από την οποία δεν έλειψαν το ΝΒΑ, οι αναφορές στην ελληνική μυθολογία, το κοινό σημείο με τον αγαπημένο του ήρωα, τον Αχιλλέα, αλλά και την οικογένειά του.
«Όταν ο προπονητής μου τότε μου είπε «κόψε τα μαλλιά σου» μου έστελνε ένα μήνυμα: Αν θες να είσαι στην ομάδα θα πρέπει να κάνεις κάποια πράγματα. Δεν είχε καμία σχέση με τα μαλλιά βέβαια. Είχε να κάνει με την κουλτούρα της ομάδας και το να ενσωματωθώ σε αυτή».
Όλα αυτά στη Βοστώνη, όπου αγάπησε το μπάσκετ και όπου πήγαινε σε εβραϊκό σχολείο δύο φορές την εβδομάδα, μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια όχι πολύ θρήσκα όπως τονίζει. Μεγαλώνοντας το μπάσκετ έγινε κομμάτι της ζωής του, πήγε στο Πρίνστον, πήρε το πτυχίο του στην αγγλική φιλολογία κάνοντας την διατριβή του πάνω στο βιβλίο “The Natural” του Μπέρναρντ Μαλαμούντ. Ένα βιβλίο που έχει να κάνει με τον αθλητισμό, με το μπέιζμπολ, το οποίο μπορεί να μην έχετε διαβάσει, αλλά ίσως έχετε δει με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ.
«Με μάγευαν οι ήρωες, αλλά και οι ήρωες του αθλητισμού, όπως ο Μπιλ Ράσελ για παράδειγμα ο οποίος ήταν ίνδαλμα στην Βοστώνη. Και με μάγευε και η ελληνική μυθολογία. Όλοι αυτοί οι μύθοι που διάβαζα, όλοι αυτοί οι μεγάλοι Έλληνες πολεμιστές».
Με έναν από αυτούς θα ταυτιστεί εμμέσως λίγο περισσότερο, αφού η... αχίλλειος πτέρνα ήταν και το δικό του τρωτό σημείο τελικά: «Έμεινα στο Ισραήλ για τρία χρόνια, επέστρεψα στις ΗΠΑ για δύο χρόνια όπου εργάστηκα σε μια εταιρεία, όπου κάποια στιγμή είπα «δεν είναι αυτό που θέλω να κάνω, θέλω να παίξω μπάσκετ». Και επέστρεψα στο Ισραήλ. Υπηρέτησα τη θητεία μου, έπαιξα συνολικά 13 χρόνια και τραυματίστηκα στον αχίλλειο. Ήταν το περίεργο, γιατί πάντα θαύμαζα τον Αχιλλέα από την Ιλιάδα ξέρετε, που σκοτώθηκε όταν χτυπήθηκε στο μοναδικό του τρωτό σημείο, στον αχίλλειο. Απέχω από το να είμαι αυτός βέβαια (γελάει), αλλά βρέθηκα στο ίδιο σημείο, όχι κυριολεκτικά ευτυχώς, αλλά μεταφορικά, οπότε ήταν λίγο ειρωνική όλη αυτή η κατάσταση για μένα».
Ο Μπλατ χρημάτισε προπονητής σε γυναικεία ομάδα, όπου μάλιστα αγωνιζόταν και η μετέπειτα σύζυγός του. Αφότου έφυγε, συναντήθηκαν ένα χρόνο μετά, έμειναν μαζί και έφτιαξαν μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά: Τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Ως προπονητής ήταν παράλληλα και παίκτης στην ανδρική ομάδα: «Δεν σκεφτόμουν να γίνω προπονητής. Απλά ήθελα κάτι να κάνω, ώστε να μην κάθομαι όταν δεν είχα προπόνηση. Δεν σκεφτόμουν κάτι παραπάνω. Είχα πολύ ελεύθερο χρόνο και δεν ήθελα απλά να κάθομαι».
Τελικά έγινε προπονητής, έμεινε πολλά χρόνια με τη σύζυγό του η οποία τον στήριξε όπως λέει πολύ , αλλά με την οποία δεν είναι πλέον μαζί. «Είμαι τυχερός που την είχα, γιατί καταλάβαινε και το παιχνίδι και τις απαιτήσεις του, αφού είχε παίξει. Δυστυχώς όλα αυτά τα ταξίδια, οι αλλαγές στον τόπο διαμονής κάποια στιγμή είχε και τις δικές του επιπτώσεις. Παραμένουμε όμως καλοί φίλοι και είμαστε εκεί για τα παιδιά μας».
Και τα τέσσερα παιδιά του έχουν υπηρετήσει τη θητεία τους στον ισραηλινό στρατό, κάτι που είναι υποχρεωτικό για άνδρες και γυναίκες στη χώρα με την ερώτηση να εστιάζει στον Ταμίρ, ο οποίος παίζει μπάσκετ: «Δουλέψαμε πολύ μαζί όταν ήταν μικρότερος, αλλά κάπου στα 16 αποφάσισα πως ηταν καλύτερο να είμαι μόνο πατέρας του και ότι και προποντής του. Ήταν κάτι που του έκανε καλό. Λειτούργησε καλύτερα και για τους δυο μας. Είμαι δίπλα του, είμα περήφανος γι’ αυτόν και έχει μια καρδιά που τον οδηγεί να είναι η καλύτερη έκδοση του εαυτού του. Αυτό δεν θέλουμε όλοι από τα παιδιά μας;»
Ο Μπλατ παραδέχθηκε πως καποιες στιγμές ακριβώς επειδή είχε παιδιά σκέφτηκε να φύγει από το Ισραήλ «ειδικά όταν είσαι σε ένα καταφύγιο μαζί τους», αλλά τελικά επέλεξε να μείνει και πιστεύει πως έκανε το σωστό όπως λέει. Όπως το σωστό φαίνεται να έκανε επιλέγοντας να γίνει προπονητής, κάτι στο οποίο συνηγορούν οι 800 νίκες που έχει κάνει.
«Όταν μου το είπε εδώ ένας Έλληνας δημοσιογράφος, η πρώτη μου ερώτηση ήταν πόσες ήττες έχω κάνει. Το ποσοστό ήταν κάτι κοντά στο 70% οπότε κάτι καλό έχω κάνει μάλλον (γελάει). Είμαι πολύ τυχερός που δούλεψα με πολύ καλούς βοηθούς, μεγάλους παίκτες και έδειξα πως μπορώ να είμαι συνεπής σε αυτό που επέλεξα. Μια επιτυχημένη χρονιά λέει πολλά, αλλά σε 25 χρόνια, λες, ε, δικαιολογεί όσα έκανα όλο αυτό το διάστημα. Σημαίνει κάτι».
Ο Μπλατ μίλησε για την σχέση του με τον Πίνι Γκέρσον, δίπλα στον οποίο θήτευσε στην Μακάμπι Τελ Αβίβ, έγινε πρώτος προπονητής, για να ξαναβρεθεί βοηθός του λίγο αργότερα. Κάτι που δεν θα δεχόταν ίσως κάποιος άλλος: «Ήμουν και παίκτης του στην Μακάμπι Χάιφα και έχω απεριόριοστο σεβασμό γι’ αυτόν. Ο πραγματικός λόγος που έμεινα είναι πως ήξερα πως δεν ήταν «υποβιβασμός» γα μένα, γιατί μου έδωσε ευθύνες σαν να ήμουν κι εγώ πρώτος. Ήξερε πως μπορούσα να προσφέρω αν έχω ευθύνη. Ήταν έξυπνος, ώστε να μου δώσει το ρόλο αυτό και με βοήθησε πολύ».
Ταξίδευσε σε διαφορετικές χώρες, διαφορετικές ομάδες, αλλά κάνει μια στάση στην παρουσία του στον πάγκο της Εθνικής Ρωσίας. «Όταν μου το ζήτησαν ως Αμερικάνος με εβραικό διαβατηριο ήταν απίστευτο. Αγκάλιασα την πρόκληση και την ευκαιρία. Γράφτηκε μια καλή ιστορία. Πήραμε τρία μετάλλια, παίξαμε καλό μπάσκετ. Όταν πήγα τους είπα «όποιος δεν θέλει να είναι εδώ, δεν θα είναι εδώ... Μπορεί να φύγει». Έγινε λίγο χαμός με αυτό τότε. Αλλά ήθελα να μείνουν αυτοί που είχαν την επιθυμία να παίξουν.Ε υτυχώς παίκτες όπως ο Κιριλένκο, ο Μόνια, ο Χόλντεν, ο Σβεντ ανταποκρίθηκαν».
Ο Μπλατ αναφέρθηκε και σε ένα περιστατικό, σε ένα τάιμ άουτ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, στον αγώνα με την Βραζιλία. «Ξέρετε οι Ρώσοι είναι ήσυχοι. Δεν μιλάνε. Εκτός αν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Είχα έναν κανόνα. Στα τάιμ άουτ δεν θα μιλούσε κανείς άλλος. Ο αγώνας δεν πήγαινε καλά, πήρα τάιμ άουτ και ο Σβεντ με τον Μόνια άρχισαν να μιλάνε. Μεταξύ τους για το παιχνίδι. Τους είπα «έξω». Πήγαν στην άκρη του πάγκου. Το παιχνίδι γύρισε και εκεί μπορείς να είσαι σωστός ή έξυπνος. Ήξερα πως θα τους ξαναχρειαστούμε οπότε τους είπα «ελάτε ξανά από εδώ» και μπήκαν και μας βοήθησαν. Αυτά θυμάσαι, την εμπειρία να είσαι μέρος της κουλτούρας, όχι απαραίτητα τις νίκες».
Για τον προπονητή του Ολυμπιακού υπάρχουν πέντε πράγματα που πρέπει να έχει ο προπονητής μιας ομάδας: «Το πρώτο να ξέρεις τι υλικό έχεις, το δεύτερο να έχεις την φιλοσοφία σου, τρίτο να είσαι δάσκαλος, τέταρτον να είσαι άνθρωπος και πέμπτον να μοιράζεσαι και να δίνεις το πάθος σου γι’ αυτό που κάνεις σε καθημερινή βάση, με τρόπο τέτοιο ώστε οι παίκτες του να θέλουν να ακολουθήσουν. Και για μένα ο πρώτος μου προπονητής ήταν μέντορας. Με έχει επηράσει πολύ στον τρόπο που λειτουργώ. Κια προσπαθω κι εγώ να επηρεάσω τους αθλητές μου. Να δουν με τον σωστό τρόπο να παίξουν σκληρά, να νιώσουν κοντά σου. Έτσι θα θέλουν να παίξουν και για σένα όταν έρθει η ώρα».
.Οι αντιδράσεις του συνήθως είναι ήρεμες στον πάγκο, αλλά λογικά κάποιες στιγμές δεν είναι. «Κοιτάζω πίσω κάποιες στιγμές και εύχομαι να μην είχα κάνει κάποια πράγματα. Έχω και τα παιδιά μου βέβαια. Τους λέω μην βρίζετε, μην παραφέρεστε και μετά μου στέλνουν ένα βίντεο από το YouTube από κάποιον αγώνα, από καποιο τάιμ άουτ... Όσο περνούν τα χρόνια πάντως και με την εμπειρία βρίσκεις άλλους τρόπους»
Μετά την Νταρουσάφακα όπου όπως λέει άνοιξε το γήπεδο για τα παιδιά, καθώς υπάρχει ένα σχολείο δίπλα και τα άφηνε να παρακολουθούν, φέρνοντας έτσι κάποια από αυτά στο μπάσκετ, ήρθε το ΝΒΑ. Ξεκαθαρίζει πως δεν πιστεύει πως η λύση της συνεργασίας του με τους Κλίβελαντ Καβαλίερς ήταν απόφαση του ΛεΜπρον Τζέιμς, πως δεν μετανιώνει ούτε μια μέρα από όσα έζησε εκεί και αναφέρθηκε στην ιστορία με το δαχτυλίδι του πρωταθλητή που του έδωσε η ομάδα, παρά το ότι είχε φυγει: «Μου τηλεφώνησαν και μου είπαν να μου δώσουν το δαχτυλίδι. Ρώτησα γιατί και μου είπαν «γιατί το κέρδισες... Δεν στο χαρίζουμε, το κέρδισες». Αναγνώρισαν πως είχα συμβάλλει και για μένα αυτό ήταν πραγματικά σημαντικό. Σέβομαι την κίνησή τους και πως το παρουσίασαν και το αποδέχθηκα. Είναι πραγματκά όμορφο. Δεν ξέρω τι θα κάνω με αυτό. Μπορεί να το αφήσω στα παιδιά μου, αλλά το πιθανότερο είναι να το βγάλω σε έναν πλειστηριασμό και τα χρήματα να πάνε για έναν καλό σκοπό. Πιστεύω πως θα αξίζει περισσότερο έτσι».
Η παραδοχή πως μετά την Νταρουσάφακα η πρώτη του επιλογή ήταν το ΝΒΑ έγινε και σε αυτή την συνέντευξη. «Ναι, το ήθελα, βρέθηκα κοντά σε κάποιες δουλειές, αλλά δεν έγινε και είμαι τυχερός πραγματικά που ήρθε ο Ολυμπιακός. Μια ομάδα με τέτοια παράδοση και όνομα στο μπάσκετ. Είμαι χαρούμενος και περήφανος που είμαι εδώ».
Η φιλοσοφία του συνοψίζεται ίσως στην επίδραση της ήττας, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό: «Μετά τον πρώτο τελικό της Ανατολής χάσαμε και όλοι έλεγαν διάφορα. Το θέμα είναι να σηκωθείς. Δεν υπάρχει ντροπή. Κάποιος μπορεί να είναι καλύτερος, δυνατότερος, κάποιες φορές μπορεί να μην είσαι εσύ αρκετά καλός. Το θέμα είναι πως το αντιμετωπίζεις. Αυτό χαρακτηρίζει τους νικητές. Να επιστρέψεις, να δείξεις από τι μέταλλο είσαι φτιαγμένος. Μπορείς να βγεις δυνατότερος από μια ήττα!»
Ο Μπλατ πιστεύει στον Ολυμπιακό και σε αυτό που έχει χτίσει, αν και ξέρει πως ο χρόνος είναι πολύτιμος για να φτιάξει την ομάδα που θέλει. «Έχουμε παίκτες που βρίσκονταν εδώ, έχουμε ηγέτες όπως ο Σπανούλης ή ο Πρίντεζης και ο Παπανικολάου που έχουν τη νίκη στο DNA τους, όπως και Μάντζαρης που είναι εδώ πολλά χρόνια. Αλλά έχουμε και πολλούς νέους παίκτες. Δεν γίνεται να φτιαχτεί η ομάδα σε μια μέρα. Πρέπει να είσαι ρεαλιστής. Μπορεί να χάσουμε παιχνίδια στην αρχή, αλλά σημασία δεν έχει πως αρχίζεις μια χρονιά, αλλά πως την τελειώνεις».
Στο γρήγορο «παιχνίδι» των ονομάτων ο Μπλατ χαρακτήρισε τον Σπανούλη «έναν από τους καλύτερους όλων των εποχών», είπε για τον Σέρχιο Γιουλ πως θα μπορούσε να κάνει μεγάλη καριέρα στο ΝΒΑ, αλλά σέβεται το γεγονός πως παραμένει από επιλογή στην Ευρώπη και την Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ για τον εαυτό του ως παίκτη είπε πως «ήμουν ανταγωνιστικός και ήθελα να νικάω και να βοηθώ την ομάδα μου να φτάνει σε νίκες».
*Ακούστε όλη τη συνέντευξη στο podcast της Ευρωλίγκας