14.8 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024

Επάγγελμα; Προπονητής!

Πριν από λίγες εβδομάδες η Πολιτέχνικα του Ιασίου εξασφάλισε την άνοδό της στην Liga Nationala, την πρώτη κατηγορία του ρουμάνικου πρωταθλήματος. Σπουδαίο επίτευγμα αυτό, καθότι επέστρεψε στους μεγάλους του ρουμάνικου μπάσκετ έπειτα από απουσία επτά ετών. Και τα κατάφερε έχοντας στον πάγκο της έναν Έλληνα προπονητή. Τον Γιάννη Τσιρογιάννη.

Το όνομά του δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, παρότι ασχολείται με την προπονητική εδώ και πάνω από 25 χρόνια. Η ιστορία του, ωστόσο, είναι ενδιαφέρουσα και εν πολλοίς διδακτική. Διότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που ξέρει ακριβώς τι θέλει από τη ζωή του και πώς να το επιδιώξει. Αυτοπροσδιορίζεται ως επαγγελματίας, αλλά το επάγγελμά του δεν ήταν πάντα η προπονητική. Πριν ήταν κάτι άλλο.

Μπερδευτήκατε; Ας αφήσουμε τον ίδιο να μας εξηγήσει καλύτερα…

Όταν η κρίση γεννά ευκαιρίες...

Ο Γιάννης Τσιρογιάννης σπούδασε μάρκετινγκ και διοίκηση επιχειρήσεων και επί σειρά ετών υπήρξε κορυφαίο διοικητικό στέλεχος μεγάλης εταιρείας εμφιάλωσης νερού. Αυτό ήταν το επάγγελμά του. Το μπάσκετ ήταν το χόμπι του. Αυτά τα δύο ήταν απολύτως ξεκαθαρισμένα μέσα στο μυαλό του.

“Δεν θα ρίσκαρα ποτέ τη θέση που είχα στην εταιρεία για την τρέλα του προπονητή. Είναι στάση ζωής αυτό. Κρατούσα λοιπόν συνειδητά τον εαυτό μου σε ένα επίπεδο προπονητικής, που θα μου επέτρεπε να ασχολούμαι μόνο τα απογεύματα. Το πρωί θα έπρεπε να κάνω τη βασική δουλειά μου”, λέει μιλώντας στο basketa.gr. Έτσι, λοιπόν, σε ένα διάστημα 20 ετών συνεργάστηκε με διάφορες ομάδες της περιοχής της Θεσσαλονίκης, κυρίως γυναικείες, ενώ δούλεψε για αρκετά χρόνια και στα ανδρικά τμήματα υποδομής του ΠΑΟΚ με σημαντική επιτυχία.

Έπειτα, ήρθε η οικονομική κρίση, που δεν έχει αφήσει κανέναν μας αλώβητο. Χτύπησε και τον ίδιο, όταν μια μέρα έχασε τη δουλειά του στην εταιρεία. Βρέθηκε αίφνης ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων για τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του, που έπρεπε να ληφθούν άμεσα, διότι οι υποχρεώσεις δεν μπορούσαν να περιμένουν. Αν και σε σχετικά μεγάλη ηλικία, δεν δίστασε ούτε στιγμή. “Αποφάσισα να κάνω το μεράκι μου επάγγελμα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα άλλη επιλογή”. Κι έγινε επαγγελματίας προπονητής.

Επαγγελματίας, όμως, με την έννοια που είχε διδαχθεί από την πολυετή παρουσία του στον κόσμο των επιχειρήσεων: “Πρώτον, ψάχνεις για δουλειά με καλές οικονομικές απολαβές. Τέτοιες δουλειές στην Ελλάδα δεν υπάρχουν, οι προπονητές στη συντριπτική τους πλειοψηφία αμείβονται με πολύ μικρά ποσά. Και δεύτερον, πας εκεί που δεν πάνε οι άλλοι. Για να βρεις τα λεφτά, αλλά και για να φτιάξεις το βιογραφικό σου”. Έτσι, άρχισε η περιπλάνησή του στον κόσμο της πορτοκαλί θεάς. Που βρίσκεται παντού. Ακόμα και στο διαλυμένο από τον πολυετή πόλεμο, Ιράκ.

"Η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία αξία"!

Η πρόταση ήρθε πριν από τέσσερα χρόνια από την Αλ Τανταμούν, μια ομάδα που συνήθως τερμάτιζε στη μέση ή και λίγο πιο κάτω της βαθμολογίας του πρωταθλήματος. Ο Γιάννης Τσιρογιάννης την αποδέχθηκε αμέσως: “Στο βιογραφικό μου δεν είχα εμπειρία από την Α1, οπότε για να κάνω ένα ξεκίνημα ως επαγγελματίας έπρεπε να πάω εκεί που δεν θα πήγαινε άλλος”. Και πήγε. Άλλωστε τα λεφτά ήταν πολλά. Τόσο πολλά, που δυσκολεύεται να το πιστέψει κανείς. Μα, στο Ιράκ;

“Η δική μας η ομάδα, που δεν ήταν από τις κορυφαίες του πρωταθλήματος, είχε μπάτζετ περί τα 7-8 εκ. δολάρια! Οι Αμερικανοί, που έρχονταν εκεί, έπαιρναν μίνιμουμ 15-20.000 δολάρια το μήνα. Να φανταστείς ότι ο Μπολντς, που είχε πάρει στον Απόλλωνα Πατρών 2-3.000 το μήνα, έπαιξε στο Ιράκ με 16.000 δολάρια μηνιαίως! Όσο για τους ντόπιους, αν ήταν διεθνείς, δεν αμείβονταν με λιγότερα από 90.000 δολάρια το χρόνο, διότι είχε ψηφιστεί ένας νόμος, που όριζε αυτό το πλαφόν. Ανάλογες ήταν οι αμοιβές και των προπονητών. Και κάθε πρώτη του μήνα τα λεφτά στην τράπεζα. Ούτε καθυστερήσεις ούτε τίποτα”.

Το επίπεδο του μπάσκετ που παιζόταν εκεί δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Πολύ streetball λόγω Αμερικανών και γενικά μάλλον χαμηλών απαιτήσεων. Για έναν προπονητή με καλή κατάρτιση ήταν εύκολο να διακριθεί, έτσι η Αλ Τανταμούν με τον Τσιρογιάννη στον πάγκο της ανέβηκε από την ένατη στην τέταρτη θέση. Η δουλειά ήταν πολύ καλή, αλλά είχε και σοβαρό αντίτιμο.

“Στο Ιράκ η ζωή δεν έχει απολύτως καμία αξία. Δεν τη σέβονται καθόλου. Μπορεί να περπατάς στο δρόμο, να σκάσει μια βόμβα δίπλα σου και να σκοτωθείς! Μου συνέβη και μένα μια φορά. Έσκασε βόμβα στο λόμπι του ξενοδοχείου, όπου έμενα. Ευτυχώς δεν ήμουν εκεί και γλίτωσα. Αλλά τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα, ειδικά στο βόρειο μέρος της χώρας. Εκεί γίνεται αληθινός πόλεμος και τον βλέπεις μπροστά σου. Φτάνεις στα όριά σου ως άνθρωπος, πραγματικά”.

Ο Γιάννης Τσιρογιάννης άντεξε δύο χρόνια υπό αυτές τις συνθήκες: “Δεν ήταν για παραπάνω. Ρίσκαρα που πήγα εκεί και άξιζε τον κόπο. Όμως άλλο πράγμα να ρισκάρεις κι άλλο να είσαι ανόητος και να επιδιώκεις να πεθάνεις. Έφυγα και δεν πρόκειται να ξαναπάω εκεί”.

Από τις γυναίκες στους άνδρες

Με το που επέστρεψε στον… πολιτισμό, ο Γιάννης Τσιρογιάννης πήγε στη Χιρόνα της Ισπανίας για μια συνεργασία με το Europrobasket. Ένα καμπ για Αμερικανούς παίκτες που θέλουν να παίξουν στην Ευρώπη και αναζητούν τρόπο να προσαρμοστούν στις καινούριες γι’ αυτούς μπασκετικές συνθήκες. Εκεί δούλεψε για ένα διάστημα και στη γυναικεία ομάδα της πόλης, την UNI Χιρόνα, μια από τις κορυφαίες της Ισπανίας, όπου τον ανακάλυψαν οι Ρουμάνοι. Και πέρυσι το καλοκαίρι του πρότειναν να πάει στο Ιάσιο.

“Πήγα για να αναλάβω τη γυναικεία ομάδα, η οποία μετείχε στην πρώτη κατηγορία του πρωταθλήματος. Ξεκινήσαμε καλά, όμως κάποια σοβαρά οικονομικά προβλήματα ανάγκασαν αυτούς που στήριζαν την ομάδα να σταματήσουν. Αλλά εγώ έμεινα στο Ιάσιο, διότι μου πρότειναν να αναλάβω την ανδρική ομάδα. Και δέχθηκα”.

Η Πολιτέχνικα Ιάσι έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία, αλλά για τον Γιάννη Τσιρογιάννη αυτό δεν είχε σημασία από τη στιγμή που τα χρήματα ήταν καλά, το επίπεδο αξιόλογο και οι προοπτικές ανόδου καλές: “Οι ομάδες στη δεύτερη κατηγορία της Ρουμανίας έχουν από δύο Αμερικανούς στη σύνθεσή τους, άρα είναι αρκετά καλές. Εμείς καταφέραμε να φτάσουμε στο φάιναλ φορ για την άνοδο, όπου βγήκαμε δεύτεροι και μετά από 7 χρόνια ανεβάσαμε την ομάδα στην πρώτη κατηγορία”.

Οι Ρουμάνοι και το μπάσκετ

Το Ιάσιο είναι μια φοιτητούπολη. Το Πολυτεχνείο αποτελεί ουσιαστικά το κέντρο της, καθώς πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο και φημισμένο ίδρυμα με 20.000 φοιτητές και οκτώ διαφορετικά τμήματα, ενώ στηρίζει ιδιαίτερα και τον αθλητισμό. Η ομάδα του Γιάννη Τσιρογιάννη έχει το όνομά του (Πολιτέχνικα).

Το Ιάσιο είναι επίσης μια πόλη με μεγάλη ιστορία και έντονο το ελληνικό στοιχείο. Ελληνικός πληθυσμός ζει σε αυτήν επί αιώνες, άλλωστε από εκεί ξεκίνησε ουσιαστικά η Ελληνική Επανάσταση. Σήμερα η ελληνική παροικία παραμένει μεγάλη και αποτελείται όχι μόνο από απογόνους των παλιών εμπόρων της Μολδοβλαχίας, αλλά και από φοιτητές, που σπουδάζουν στο Πολυτεχνείο, και στελέχη ελληνικών επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στη Ρουμανία.

“Το πιστεύεις ότι δεν γνώρισα ούτε έναν από αυτούς;”, λέει ο Γιάννης Τσιρογιάννης. “Κάποιοι έρχονταν στο γήπεδο για να δουν την ομάδα, αλλά εγώ δεν είχα το χρόνο για να κάνω γνωριμίες. Η δουλειά ήταν πάρα πολλή. Και το πρόγραμμα ασφυκτικό. Πάρα πολλά τα παιχνίδια, μπορεί να παίζαμε δύο και τρεις φορές την εβδομάδα, ενίοτε μάλιστα και συνεχόμενα εκτός έδρας. Αυτό σήμαινε ότι βρισκόμαστε συνέχεια μέσα σε ένα πούλμαν. Οι δρόμοι στη Ρουμανία δεν είναι καλοί και κάναμε ταξίδια 9 και 11 ωρών για να πάμε στον προορισμό μας, άρα μπορεί να συμπληρώναμε και 20 ώρες στο δρόμο μέσα σε ένα διήμερο! Όλα αυτά βέβαια είναι επώδυνα, αλλά και χρήσιμα για έναν προπονητή. Τον βοηθούν να προσαρμόζεται σε τέτοιες συνθήκες και να προσαρμόζεται”.

Το καλό πάντως είναι ότι στη Ρουμανία αγαπούν το μπάσκετ. “Εμείς έχουμε ένα γήπεδο 3.500 θέσεων, που ήταν ασφυκτικά γεμάτο σε κάθε παιχνίδι. Και μαθαίνω ότι στο μεγάλο γήπεδο του Κλουζ, χωρητικότητας 12.000 θέσεων, που θα φιλοξενήσει έναν από τους ομίλους του Ευρωμπάσκετ, έχει γίνει ήδη sold out. Κάνουν μεγάλη προσπάθεια οι άνθρωποι για να αναπτύξουν το άθλημα”.

Η Ελλάδα που πληγώνει...

Ο Γιάννης Τσιρογιάννης θα μείνει και του χρόνου στο Ιάσιο, αφού μετά την άνοδο στη μεγάλη κατηγορία, οι άνθρωποι της Πολιτέχνικα ανανέωσαν αμέσως τη συνεργασία μαζί του. Το πόσο θα μείνει εκεί δεν το ξέρει κανείς. Αυτό που ξέρει ο ίδιος, όμως, είναι ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει στα πάτρια σύντομα.

“Δεν θέλω να ξανακούσω για την Ελλάδα! Δεν γυρίζω πίσω, όχι”, λέει και δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του. “Δεν είναι μόνο η κρίση, δεν είναι μόνη η κοινωνία που έχει διαλυθεί. Είναι που και στον αθλητισμό η κατάσταση είναι τραγική. Δεν τελειώνει ένα παιχνίδι χωρίς επεισόδια, υπάρχει εικόνα σήψης σε πολλά επίπεδα κι όχι μόνο στο μπάσκετ, παντού. Έχω σιχαθεί. Τι να γυρίσω να κάνω”;

Κι είναι ομολογουμένως δύσκολο να δώσει κάποιος απάντηση σε αυτή την ερώτηση…



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ