Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς μίλησε στη sport.ru. Πολλά όμως από ότι είπε ο Σέρβος προπονητής στη ρώσικη ιστοσελίδα αφορούν την Ελλάδα και κάποιους από τους πλέον γνωστούς Έλληνες παίκτες, ενώ ξεχωριστή θέση έχει ο τελικός του 2012 που έληξε με το εκείνη την ασίστ του Σπανούλη που οδήγησε στο διάσημο πλέον πεταχτάρι του Πρίντεζη και στον τίτλο της Ευρωλίγκας.
Σε ερώτηση για τη σχέση του με την Ελλάδα και το πως προέκυψε η αγάπη του για τη χώρα μας γύρισε πίσω, στο 1980: "Για πρώτη φορά επισκέφθηκα την Ελλάδα το 1980. Τότε είχα αναλάβει τον Άρη και μετακόμισα εκεί μόνο και μόνο επειδή ο γιος μου είχε αναπνευστικά προβλήματα και οι γιατροί του συνέστησαν να αλλάξει κλίμα. Τότε άρχισα να έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους από τη Ελλάδα. Η δεύτερη περίοδος είναι η αρχή της δεκαετίας του ’90, όταν διαλύθηκε η μεγάλη Γιουγκοσλαβία και ανέλαβα τον ΠΑΟΚ. Πιστεύω ότι όλα άλλαξαν ουσιαστικά όταν εγώ και ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς είχαμε την ευκαιρία να επηρεάσουμε το ελληνικό μπάσκετ. Προπονούσαμε πολλούς Έλληνες παίκτες που διέπρεψαν στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας. Χάρη σε αυτό, ανέπτυξα πολύ καλές σχέσεις με πολλούς ανθρώπους. Είχα συνεχώς προσφορές από την Ιταλία και την Ισπανία, αλλά αποφάσισα να μείνω στην Ελλάδα. Εργάστηκα εκεί 16 χρόνια. Από εκεί έφυγα μόνο για τη Ρωσία όταν προπονούσα την ΤΣΣΚΑ και την Ντιναμό.
Ο ίδιος έχει ιδιαίτερη σχέση τόσο με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, όσο και με τον Δημήτρη Ιτούδη. Στενή φιλία, κουμπαριά και κοινό ενδιαφέρον για το μπάσκετ: "Είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία με τον Ιτούδη στον ΠΑΟΚ, γίναμε φίλοι. Έμενε ακόμα και στο σπίτι μου κάποιες φορές. Και μου φαίνεται ότι ήταν μια σημαντική στιγμή της καριέρας του όταν είπα στον Ζέλικο: “Δώσε προσοχή σε αυτόν το νεαρό. Είναι πολύ καλός προπονητής, ξέρει αρκετές γλώσσες, είναι πραγματικός ηγέτης. Τώρα έχουμε μια πολύ στενή σχέση. Χαίρομαι που έχει φτάσει στο σημείο να θεωρείται ένας από τους καλύτερους προπονητές της Euroleague. Το πιο σημαντικό πράγμα σε έναν προπονητή είναι ο χαρακτήρας. Πρέπει να είσαι ηγέτης, να είσαι σε θέση να καθοδηγήσεις. Ύστερα πάνε τα άλλα χαρακτηριστικά: η κατανόηση της ψυχολογίας και οτιδήποτε άλλο. Ο Δημήτρης είναι ένα πολύ χαρισματικό και μορφωμένο άτομο, που του αρέσει να εκπαιδεύει παίκτες".
Διαμαντίδης, Παπαλουκάς, Χατζηβρέττας όλοι έγιναν μέρος της συνέντευξης: "Οι Έλληνες παίκτες βοήθησαν πολύ την ΤΣΣΚΑ. Ο Χατζηβρέττας σαν σκόρερ ήταν αρχικά πιο ενδιαφέρον παίκτης. Σκεφτήκαμε κάποια στιγμή να πάρουμε τον Διαμαντίδη όταν έπαιζε στον Ηρακλή, αλλά συμφώνησε με τον Παναθηναϊκό. Τον Παπαλουκά τον έβαζα στο παρκέ ως έκτο παίκτη, γιατί ήξερε πολύ καλά να διαβάζει το παιχνίδι και να αντιδράει εγκαίρως στις διάφορες καταστάσεις που δημιουργούνταν. Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της ομάδας μου και της ομάδας του Έτορε Μεσίνα; Εμπιστευόμουν πιο πολύ τους Ρώσους παίκτες. Μου πρότειναν να πάρουμε τον Άντονι Πάρκερ, αλλά είπα ότι έχω τον Μόνια και τον Χριάπα. Πώς θα χωρέσει στην ομάδα; Αν και, βέβαια, με αυτήν την κίνηση θα είχαμε αποδυναμώσει τη Μακάμπι. Τι έκανε ο Μεσίνα με τον Παπαλουκά; Τον έβαλε στη θέση του πλέι-μέικερ μαζί με τον Βάντερπουλ και ταυτόχρονα είχε τον Χόλντεν που πίεζε την μπάλα στην άμυνα και έπαιξε χωρίς την μπάλα στην επίθεση. Έμοιαζε με το σύγχρονο μπάσκετ. Και του βγάζω το καπέλο. Ήταν μια λαμπρή απόφαση".
O Ίβκοβιτς ρωτήθηκε και για τον τελικό της Κωνσταντινούπολης το 2012, όταν ο Ολυμπιακός έκανε τη μεγάλη ανατροπή, νίκησε την ΤΣΣΚΑ Μόσχας και κατέκτησε την Ευρωλίγκα: "Για να είμαι ειλικρινής, η ΤΣΣΚΑ με τον Αντρέι Κιριλένκο στη σύνθεση της, ο οποίος επέστρεψε από το ΝΒΑ, είναι η πιο κυρίαρχη ομάδα σε όλη την ιστορία της Euroleague. Τουλάχιστον όσο βρισκόμουν εγώ στη διοργάνωση. Ίσως η Ρεάλ Μαδρίτης στη δεκαετία του ’60 με τους Σέρμπιακ, Μπράμπεντερ και τους άλλους ήταν καλύτερο. Αλλά τότε δεν δούλευα ως προπονητής. Δεν υπήρχε κανένα μυστήριο σε αυτόν τον αγώνα. Στην ανάπαυλα όταν η ΤΣΣΚΑ είχε μεγάλο προβάδισμα στο σκορ, προσπάθησα να αφυπνίσω τους νέους παίκτες, έκανα πλύση εγκεφάλου στον Σπανούλη, αν και οι επικριτές μου λένε συνέχεια ότι δεν πρέπει να φωνάζεις σε κανέναν. Επίσης πρέπει πάντα να πιστεύετε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Είναι σαφές ότι ήμασταν πολύ τυχεροί: εάν παίζαμε 100 ματς, θα κερδίζαμε μόνο τρία ή τέσσερα από αυτά. Αλλά συνέβη. Έφτασε ακόμη και στο σημείο ότι έχασε δύο βολές ο Σισκάουσκας … Έτσι είναι το μπάσκετ".