Θα πρέπει να ψάξεις πάρα πολύ για να βρεις κάποιον που τον ξέρει και τον έχει ζήσει να πει κακή κουβέντα γι’ αυτόν. Οι περισσότεροι μάλιστα το πιθανότερο είναι πως όταν ακούσουν το όνομα «Αντώνης Φώτσης» μάλλον θα χαμογελάσουν ασυναίσθητα. Είναι αυτός που κατάφερε να συνδυάσει με επιτυχία το εξαιρετικό αγωνιστικό πρόσωπο, το να είσαι ένας από τους κορυφαίους παίκτες που έχουν παίξει το παιχνίδι με τον χαβαλέ... Την πλάκα... Το καλώς εννοούμενο πείραγμα... Κι αυτό στην πιο «δύσκολη» χώρα του πλανήτη στο θέμα. Εκεί όπου το να έχεις καλή διάθεση και να κάνεις πλάκα, τιμωρείται από κάθε σοβαροφανή ή απλά «ταμένο» οπαδό ως ασέβεια «στα ιερά και στα όσια». Ο Φώτσης τα προσπέρασε αυτά με χαμόγελο. Γιατι έτσι είχε μάθει να κάνει από μικρός...
Παιδί της γειτονιάς
Το μπάσκετ μπήκε στη ζωή του πριν καλά καλά αποκτήσει αναμνήσεις ο ίδιος. Ίσως ο πατέρας του, ο Βαγγέλης Φώτσης, να θυμάται καλύτερα πότε του έδωσε την πρώτη μπάλα στα χέρια του και τον οδήγησε στο γήπεδο. Για τον Αντώνη απλά έγινε μια προέκταση του εαυτού του. Δεν έγινε όμως ποτέ και η ταυτότητά του. Άλλη μεγάλη επιτυχία να ξέρετε. Μεγάλωσε στο κλειστό των Ιλισίων, το ίδιο που σήμερα παίρνει το όνομά του. Όσο μπορούσε βρισκόταν εκεί για προπόνηση, αλλά και για... μπάσκετ. Με τους φίλους του. Τους ίδιους που θα δείτε μέχρι και σήμερα δίπλα του. Με αυτούς έκανε παρέα, με αυτούς μεγάλωσε, με αυτούς πειράζεται ακόμη, κυρίως για τα αυτοκίνητα. Και παιδί ακόμη έβγαλε τα κιτρινόμαυρα για να φορέσει τα πράσινα του Παναθηναϊκού. Στα 16 του... Παίζοντας ως γκαρντ να ξέρετε! Σημαντικό εφόδιο για την συνέχεια, μπαίνοντας σε μια σχέση που ουσιαστικά σημάδεψε όλη του τη ζωή.
Ο μοναδικός
Ο Αντώνης Φώτσης είναι ο μοναδικός «μικρός» που επί Ζέλικο Ομπράντοβιτς έγινε «μεγάλος». Τον βρήκε στη ομάδα, δεν τον έφερε. Και ήταν ήδη... παλιός, ήταν ήδη δύο χρόνια στο «τριφύλλι», όταν ο Ζοτς από το Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας το 1999 προσγειώθηκε στην Αθήνα. Τον πίεσε αρκετά και τον πείραξε πολύ. Για να βελτιωθεί αυτός ο αθλητικός τύπος που είχε και καλό σουτ και ήξερε το παιχνίδι απ’ έξω και ανακατωτά και για να αφήσει στην άκρη το όνειρο του ΝΒΑ. Ξενυχτούσε να δει αγώνες και πολλές φορές στην προπόνηση την επόμενη μέρα μιλούσε γι’ αυτούς, ή ήταν... κάπως. Ο Ομπράντοβιτς του ζητούσε να μην ξενυχτά για να βλέπει τους αγώνες. «Ναι, ναι κόουτς», ερχόταν η απάντηση με ύφος σαν να τον βλέπεις μπροστά σου και τώρα ακόμη. Ο Σέρβος όμως ήταν –και παραμένει- και πονηρός. Θα πήγαινε στην προπόνηση την επόμενη μέρα, θα έλεγε αρκετά κοντά του ώστε να ακούει κάτι λάθος για τον αγώνα του ΝΒΑ που παιζόταν τα ξημερωματα και αυτός θα απαντούσε «Όχι κόουτς δεν έγινε έτσι..» Τα γέλια ακολουθούσαν, η καλή διάθεση έμενε. Οι δυο τους σε έναν χρόνο πήραν Ευρωλίγκα στη Θεσσαλονίκη, στο τέλος του 2001 έπαιξαν τελικό στην μοιρασμένη μπασκετικά Ευρώπη και ο Φώτσης έφυγε –για πρώτη φορά- από τον Παναθηναϊκό για το Μέμφις και τους Γκρίζλις.
Το σύντομο όνειρο και οι... επιστροφές
Το ΝΒΑ έγινε πραγματικότητα γι’ αυτόν χωρίς να τα πάει και άσχημα. Για πολλούς λόγους όμως, με τον αστικό μύθο να δίνει πολλές εκδοχές και τον ίδιο να δηλώνει σε κάθε τέτοια ερώτηση «ε, ήθελα να γυρίσω». Επέστρεψε για έναν χρόνο με την εκπληκτική ατάκα «ένα χρόνο έλειψα και χάσατε το πρωτάθλημα» προς τους συμπαίκτες του, φέρνοντας αμέσως το χαμόγελο και τα πειράγματα στα αποδυτήρια, για να ξαναφύγει για το μεγαλύτερο διαζύγιό του από τα πράσινα. Ρεάλ Μαδρίτης, Ντιναμό Μόσχας για τρία χρόνια και επιστροφή... Ξανά... Για νέες επιτυχίες. Έμεινε από 2008 ως το 2011, κατέκτησε δύο ακόμη Ευρωλίγκες, πήγε για ένα χρόνο στην Αρμάνι Μιλάνο για να επιστρέψει το 2013 για άλλα τέσσερα χρόνια.
Η αγάπη για τον Παναθηναϊκό
«Η ζωή μας κύκλους κάνει» που λέει και το τραγούδι και για τον Φώτση όταν ο Παναθηναϊκός αποφάσισε να μην του ανανεώσει το συμβόλαιο, δεν υπήρχε άλλη ομάδα εντός συνόρων γι’ αυτόν. Έγιναν προσπάθειες. Πάντα γίνονταν άλλωστε. Ο Ολυμπιακός του έκανε πάντα πρόταση, κάθε φορά που επέστρεφε στην Ελλάδα, αλλά αυτός ήταν ευγενικά αρνητικός. Και χωρίς να το μάθει κανείς. Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο για τον Φώτση. Δεν έκανε ποτέ σημαία την αγάπη του για τον Παναθηναϊκό. Δεν το «πούλησε» για να γίνει αρεστός. Πολλά έγιναν γνωστά όταν σταμάτησε. Όπως αυτό για το ενδιαφέρον των «ερυθρόλευκων».
Τα λόγια του στην αποχώρησή του είναι κάτι παραπάνω από ενδεικτικά: «Ξεκίνησα παιδάκι 16 ετών στον Παναθηναϊκό και χωρίς να το καταλάβω πέρασαν 20 ολόκληρα χρόνια. Αγάπησα την πράσινη φανέλα, δεν το έκρυψα ποτέ, ούτε όμως το "πούλησα", και είχα την τύχη να αγωνιστώ στο ΝΒΑ και σε ιστορικές ομάδες της Ευρώπης. Θέλω να ευχαριστήσω την οικογένεια Γιαννακόπουλου, που και εκείνη με αντιμετώπισε σαν παιδί της, προσφέροντάς μου όλα όσα θα ήθελε ένας αθλητής. Επειτα από αρκετή σκέψη αποφάσισα ότι ήρθε η στιγμή να γράψω τους τίτλους τέλους της επαγγελματικής διαδρομής. Εδωσα ό,τι είχα να δώσω και από τη στιγμή που δεν ήταν γραφτό να αποσυρθώ ως παίκτης του Παναθηναϊκού δεν θα ήθελα να συνεχίσω επαγγελματικά σε κάποιον άλλο ελληνικό ή ευρωπαϊκό σύλλογο».
Μίλησε όταν πια σταμάτησε... Μπορεί να έφυγε ξανά και ξανά, όχι πάντα με δική του υπαιτιότητα πάντως, αλλά αισθανόταν δεμένος με την ομάδα. Όταν ήταν στην προπόνηση, όταν πείραζε τους πάντες στα αποδυτήρια και στις αποστολές, όταν εμφανιζόταν με αυτές τις απίθανες βερμούδες και τους εξωφρενικούς χρωματικούς συνδυασμούς. Όταν στενοχωριόταν και δεν γινόταν, αλλά προσπαθούσε να το κρύψει... Γιατί το έχει αυτό να ξέρετε... Μπορεί να φαίνεται «αλλού» κάποιες στιγμές, αλλά λίγοι νοιάζονται τόσο στην πραγματικότητα και μπορεί να το καταλάβεις με μια ατάκα που θα πει δύο μέρες μετά. Όταν οι αλλοι θα είχαν ήδη ξεχάσει τι είχε συμβεί.
Μια τέτοια κίνηση που κανείς δεν κατάλαβε και κατά το αγαπημένο σπορ των Ελλήνων κατακρίθηκε έντονα ήταν το να βγάλει τούρκικο διαβατήριο. Τα σενάρια φυσικά τον ήθελαν να κάνει την κίνηση για να παίξει ως Τούρκος στο πρωτάθλημα της... γείτονος. Για τον ίδιο όμως δεν υπήρχε αυτό το σενάριο. Έτσι κι αλλιώς δεν γινόταν να παίξει έτσι. Δεν ήταν τόσο απλό. Το έκανε για ένα λόγο: Για να τιμήσει την μνήμη της μητέρας του, την οποία είχε χάσει και η οποία είχε γεννηθεί εκεί. Και ήρθε όπως κι άλλοι Έλληνες κάποια στιγμή στην... μαμά πατρίδα. Μην ψάχνετε για απάντηση, για έντονη αντίδραση. Δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να απαντήσει... Και καλά έκανε!
Η αγάπη για το μπάσκετ
Κι έτσι επέστρεψε στον Ηλυσιακό. Στα τοπικά πρωταθλήματα. Στην ΕΣΚΑ. Γιατί απλά αγαπάει το μπάσκετ. «Εδώ θα είμαι.. Όσο μπορώ... Για άλλα 10, 20, 30 χρόνια... Όσο μπορώ, όσο αντέχω θα είμαι εδώ και θα παίζω μπάσκετ, γιατί το αγαπάω». Δίπλα στην οικογένειά του και τους δύο Βαγγέληδες της ζωής του, τον μπαμπά και τον γιο, τη σύζυγό του Μία, την επιχείρηση στους Παξούς με τα δωμάτια.
Η ονοματοδοσία το γηπέδου σήμερα είναι ένα ακόμη κεφάλαιο στο βιβλίο «Αντώνης Φώτσης» που ελπίζουμε να συνεχίσει να προσθέτει σελίδες. Του φαίνεται «πολύ», δεν έχει μάθει στις τιμές, του άρεσε να βρίσκεται ένα βήμα πιο πίσω και να κάνει τη δουλειά του. Μπορεί ως αθλητής να ήταν πρώτο όνομα, αλλά το... πρώτο τραπέζι πίστα δε του ταίριαζε ποτέ ως χαρακτήρα όταν τα φώτα έπεφταν. Προτιμούσε τους φίλους του, την πλάκα του και την παρέα του... Αυτούς που σε μια διακοπή του αγώνα λόγω... σπασμένου ταμπλό στο All Star Basket στην Ξάνθη δοκίμαζαν τα στρώματα των Dunking Devils μαζί του, αυτοί με τους οποίους πειράζεται στο facebook που έχει με το... παρατσούκλι του. Με τους ίδιους που είχε έρθει στα ανοιχτά του Πρωτέα για ένα διαφημιστικό του ΕΣΑΚΕ, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ούτε ένα δευτερόλεπτο... Άλλωστε σε γήπεδο μπάσκετ ήταν με τους φίλους του.
Αρχηγός
Και κάτι τελευταίο... Αλλά εξίσου σημαντικό. Ο Παναθηναϊκός ήταν το ένα κομμάτι. Το άλλο ήταν η Εθνική Ομάδα. Από 15 χρονών ως την ώρα που έμεινε εντός κλήσης, αλλά εκτός rotation ουσιαστικά από τον Αντρέα Τρινκιέρι το 2013 και εκτός ομάδας γενικότερα από το 2014, όταν αρχηγός της από το 2009 ως το 2013. Ίσως είναι η λέξη που τον έκανε να χαμογελάει περισσότερο... «Αρχηγέ μου, τι κάνεις;» Και το χαμόγελο ήταν απλά εκεί. Όχι πως ελειπε συχνά.. Τα ξαναείπαμε. Ο Αντώνης Φώτσης όμως ήταν ένα σημαντικό κομμάτι αυτού που είχε εκείνη η ομάδα που έφερε τις επιτυχίες: Του καλού κλίματος και της αγάπης για την Εθνική. Της λαχτάρας να συναντήσεις κάποιον το καλοκαίρι και να παίξεις μπάσκετ περνώντας καλά. Εκείνη η παρέα μπορεί να μην ήταν όλοι κολλητοί αλλά είχε μια «κόλλα» που την έδενε όταν χρειαζόταν. Ήθελε να παίξει ο ένας δίπλα στον άλλον, ήθελε να παίξει ο ένας για τον άλλον, ήθελε να περάσουν δύο μήνες ο ένας με τον άλλον. Και ο Φώτσης, όσο κι αν κάποιοι μπορεί να το βλέπουν έτσι, ήταν κομμάτι αυτού και μέρος της «κόλλας»! Η αγάπη του για την Εθνική Ομάδα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν! Όπως και αυτή για το μπάσκετ...