Ο Σκόλα κι αν εγέρασε, δεν το βάζει κάτω. Η πρόκληση της συμμετοχής σε Ολυμπιακούς Αγώνες για πέμπτη φορά, κάτι που ελάχιστοι αθλητές στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού έχουν καταφέρει, είναι πολύ μεγάλη για να την απαρνηθεί. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα μπει στο ολυμπιακό στάδιο του Τόκιο ως σημαιοφόρος της Αργεντινής. Η ύψιστη τιμή.
Η πανδημία του κορωνοϊού και η αναβολή των Αγώνων, που επρόκειτο να γίνουν αυτό το καλοκαίρι, του χάλασε τα σχέδια. Μετά τη σεζόν στην Ευρωλίγκα και την Αρμάνι Μιλάνο, θα έπαιζε με την Εθνική Αργεντινής στο ολυμπιακό τουρνουά και θα αποχωρούσε από την ενεργό δράση. Τώρα θα πρέπει να περιμένει ένα χρόνο ακόμα, ώστε να ταξιδέψει στο Τόκιο του χρόνου και σε ηλικία 41 ετών να καταγράψει την πέμπτη συμμετοχή του σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Επειδή, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να κάθεται όλη τη σεζόν 2020-21, αλλά να παίζει κάπου ώστε να διατηρείται σε καλή αγωνιστική κατάσταση, ήταν υποχρεωμένος να βρει μια ομάδα για να παίξει. Και βρήκε τη Βαρέζε, που είναι η ιδανική περίπτωση γι' αυτόν βασικά για δύο λόγους:
α) Η ομάδα μετέχει στο ιταλικό πρωτάθλημα, που είναι αρκετά ανταγωνιστικό για να διατηρεί την αγωνιστικότητά του σε υψηλό επίπεδο και ταυτόχρονα δεν έχει ευρωπαϊκές υποχρεώσεις. Θα παίζει, δηλαδή, ένα παιχνίδι την εβδομάδα και δεν θα υποστεί τη βάσανο των συνεχόμενων αγώνων και ταξιδιών, που υπέστη φέτος ως παίκτης της Αρμάνι Μιλάνο στην Ευρωλίγκα.
β) Το Βαρέζε βρίσκεται πολύ κοντά στο Μιλάνο, όπου η οικογένεια του Σκόλα προσαρμόστηκε άμεσα και περνά πολύ καλά. Δεν ήθελε να φύγει από εκεί, γι' αυτό έψαξε να βρει κάτι εκεί κοντά.
Ο Λουίς Σκόλα πήγε πριν από μερικές μέρες στο Βαρέζε για να δει το γήπεδο και τις εγκαταστάσεις της ομάδας και στη συνέχεια άρχισε τις συζητήσεις. Δεν πήρε πολύ χρόνο για να συμφωνήσει με τη διοίκηση, άλλωστε τα χρήματα δεν ήταν πρόβλημα, οι προτεραιότητες του Αργεντινού είναι άλλες, όπως εξηγήσαμε.
Πλέον στην Ιταλία γράφουν πως Βαρέζε και Σκόλα έχουν συμφωνήσει και το μόνο που μένει για να ανακοινωθεί η συμφωνία είναι η έγκριση του προπονητή, Ατίλιο Κάγια. Κανείς δεν φαντάζεται ότι μπορεί να πει όχι σε έναν παίκτη, ο οποίος σε ηλικία 39 ετών ήταν ο καλύτερος παίκτης (ή εν πάση περιπτώσει, ένας από τους καλύτερους) του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Κίνας...