Για τον Προμηθέα Πατρών και το λόγο που θέτει πάντα ψηλά τον πήχη, την πορεία του ως παράγοντας στο ελληνικό μπάσκετ και πολλά ακόμα ενδιαφέροντα θέματα μίλησε ο Βαγγέλης Λιόλιος, σε συνέντευξή του.
Ο πρόεδρος του ΑΣΠ Προμηθέας και υποψήφιος πρόεδρος της ΕΟΚ μοιράστηκε τις σκέψεις του στο «Live & Play Basketball», παραχωρώντας απολαυστική συνέντευξη. Αναλυτικά όλα όσα είπε…
-Αναλάβατε τον Προμηθέα από τις χαμηλές κατηγορίες και κατάφερε να κάνει πολύ καλές πορείες στην Ευρώπη και να διεκδικεί εγχώριους τίτλους. Όταν ξεκινήσατε πιστεύατε ότι θα φτάσετε τόσο ψηλά;
«Όταν ξεκίνησα τη διοικητική μου ενασχόληση με τον Προμηθέα, δηλαδή ουσιαστικά το 2004, η ομάδα ήταν Γ’ τοπική κατηγορία της ΕΣΚΑΗ, τη χαμηλότερη κατηγορία. Εάν τότε μου έλεγαν ότι η ομάδα θα έφτανε εδώ, θα έλεγα «όχι» σε καμία περίπτωση. Εάν τότε μου έλεγαν ότι θα έφτανε να είναι στη Γ’ Εθνική, το θεωρούσα πάλι αδύνατο. Δεν κουβεντιάζω για Basket League και Ευρώπη. Όχι, δεν το πίστευα. Μάλιστα, όταν η ομάδα έφτασε στην Α’ κατηγορία τοπικού όπου έμεινε για 3-4 χρόνια και τότε πάλι μου έλεγαν να πάει σε εθνικές κατηγορίες πίστευα ότι ήταν αδύνατο και ανέφικτο. Βέβαια, είχα μια πολύ διαφορετική εικόνα για το τι σημαίνει εθνικές κατηγορίες.
Όμως, από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα στην ομάδα μαζί με τους υπόλοιπους φίλους, γιατί αυτή ήταν μια ομάδα που ήταν μια παρέα από φίλους, είχαμε ως βασική μας αρχή -αυτό που έχουμε μέχρι και σήμερα- ότι θα προχωρήσουμε σε μια ομάδα έχοντας την αγάπη που νιώσαμε όταν πρωτοπαίξαμε μπάσκετ στον Προμηθέα. Αυτό, λοιπόν, θέλουμε να μεταφέρουμε και τώρα, δηλαδή την αγάπη μας. Αυτό μεταφέρεται από πολλούς σαν κλίμα και οικογένεια.
Όταν λοιπόν η ομάδα κατάφερε να παίξει σε εθνικές κατηγορίες, όπως στη Γ’ Εθνική, μου έλεγαν κάποιοι ότι θα παίξουμε στην Basket League, δεν το πίστευα. Όταν η ομάδα, όμως, έπαιξε στην Basket League έμαθα πια να λέω πως ποτέ μη λες ποτέ. Τα πάντα γίνονται και για αυτό δεν λέω πια τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον, γιατί τα πάντα μπορούν να συμβούν. Για αυτό το λόγο οι στόχοι που βάζουμε πλέον είναι πάρα πολύ υψηλοί, γιατί είναι καλύτερο να βάζεις ψηλούς στόχους και να αποτυγχάνεις από το να βάζεις χαμηλούς και να επιτυγχάνεις».
-Ποια είναι τα συναισθήματά σας που εκπροσωπείται μια μεγάλη πόλη όπως η Πάτρα; Στον ελληνικό αθλητισμό γενικά είναι δύσκολο και σπάνιο μια ομάδα από την επαρχία να φτάνει σε αυτό το επίπεδο…
«Για να φτάσει σε αυτό το επίπεδο μια ομάδα από την επαρχία είναι δύσκολο. Το δείχνει η ιστορία ότι είναι δύσκολο, αφού στο παρελθόν νομίζω πως αυτά που έχει πετύχει ο Προμηθέας στον ελλαδικό και ευρωπαϊκό χώρο δεν τα έχει πετύχει καμία άλλη ομάδα από την επαρχία. Εάν δεν κάνω λάθος, είμαστε η πρώτη επαρχιακή ομάδα που έπαιξε σε τελικό πρωταθλήματος, αλλά όχι σε τελικό Κυπέλλου, διότι υπήρχαν και άλλες. Επίσης, είμαστε η μοναδική επαρχιακή ομάδα που έχει φτάσει στην ευρωπαϊκή πορεία τόσο μακριά. Οπότε, ο συνδυασμός μάς καθιστά τη μοναδική επαρχιακή ομάδα που το έχει πετύχει.
Βέβαια, εμένα δεν μου αρέσει πολύ η λέξη «επαρχιακή ομάδα». Δεν το λέω για κάτι άλλο, αλλά χωρίζουμε πολλές φορές τις ομάδες με κριτήριο εάν είναι από την πρωτεύουσα ή την επαρχία. Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Θεωρώ πως όλες οι ομάδες έχουν τα «φόντα» να φτάσουν στο ψηλότερο επίπεδο είτε είναι από την Αθήνα την Θεσσαλονίκη είτε από οποιαδήποτε άλλη πόλη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ομάδες από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Παραδείγματος χάριν, οι πρωταθλήτριες ομάδες της Ιταλίας δεν προέρχονται από την πρωτεύουσα ή από τις μεγαλύτερες πόλεις, αλλά υπάρχουν και ομάδες από μικρότερες πόλεις. Αυτό, λοιπόν, που πρέπει να χαρακτηρίζει κάποιον δεν είναι σε ποια πόλη ανήκει, αλλά τι οργάνωση και δομή έχει αυτή η ομάδα.
Παρ’ όλα αυτά, είμαι πολύ χαρούμενος και υπερήφανος που είμαι από την Πάτρα. Το ίδιο χαρούμενος θα ήμουν εάν ήταν και σε κάποια άλλη πόλη, γιατί αυτή είναι η ομάδα, στην οποία είχα παίξει μπάσκετ, την αγαπώ υπερβολικά και ανήκει στην συγκεκριμένη πόλη».
-Υπάρχει θέληση η ομάδα να αγωνιστεί στην Ευρωλίγκα; Σας προβληματίζει η κατάσταση με τα «κλειστά συμβόλαια»;
«Λοιπόν, δύο διαφορετικές ερωτήσεις. Πρώτα από όλα υπάρχει διάθεση η ομάδα να αγωνιστεί στην Ευρωλίγκα. Το είχα δηλώσει προσωπικά και πέρυσι πως ο στόχος της ομάδας είναι το 2023 να παίζει στην Ευρωλίγκα. Τώρα, εάν θα γίνει δεν ξέρουμε, αλλά είναι αυτό που έλεγα πριν, καλύτερα να βάζεις στόχους ψηλούς και να μην τους φτάνεις παρά χαμηλούς και να τους πιάνεις. Οπότε ναι, ισχύει αυτό, το έχουμε πει, το λέμε και θα προσπαθήσουμε για αυτό. Και λέω για το ’23, γιατί τότε η ομάδα θα είναι έτοιμη -ως δομή και ως οργανισμός- να πάει προς τα εκεί, διότι όταν πας κάπου καλό είναι να πηγαίνεις και να μη γυρνάς.
Τώρα, εάν μας προβληματίζει η κατάσταση με τα συμβόλαια; Θα χαιρόμασταν πάρα πολύ να ήμασταν μέρος των συμβολαίων, οπότε αφού δεν είμαστε μέρος των συμβολαίων μάς προβληματίζει (γέλια). Βέβαια, εάν ρωτήσετε τις έντεκα ομάδες θα σας πουν ότι τα συμβόλαια είναι πάρα πολύ καλά. Εάν ρωτήσετε τις υπόλοιπες ομάδες θα σας πουν ότι τα συμβόλαια είναι προβληματικά. Από τη στιγμή, όμως, που είναι μια οργάνωση που έχει θεσπίσει αυτούς τους κανόνες το θέμα είναι είτε επιλέγεις να παίξεις με αυτούς τους κανόνες είτε δεν παίζεις με αυτούς τους κανόνες… Είναι πολύ απλά τα πράγματα!
Γενικά το λέω «έτσι είναι», δεν θα συμφωνήσω λοιπόν με αυτήν τη δομή που υπάρχει, αλλά πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να λέμε ότι όσο υπάρχει αυτή η δομή και θέλουμε να παίζουμε με τους καλύτερους οι όροι είναι αυτοί. Υπάρχει και η επιλογή να μην παίζουμε με τους καλύτερους και να παίξουμε σε κάποιο άλλο πρωτάθλημα, οπότε θα επιλέγαμε να παίζαμε στο BCL. Για αυτό επιλέξαμε να παίζουμε στο Eurocup, γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να παίξουμε στην Ευρωλίγκα. Για αυτό το κάνουμε, γιατί ήμασταν στο BCL και θέλαμε να παίξουμε με τις καλύτερες ομάδες κάποια στιγμή και μέσα από το Champions League αυτό δεν γινόταν και εκ των πραγμάτων επιλέξαμε το Eurocup. Δεν έχουμε κάτι με το BCL, και σε καμία περίπτωση όλη αυτή η διαμάχη Ευρωλίγκας-FIBA δεν μας εκφράζει ως ομάδα και εμένα ως άτομο».
-Σε μια εποχή που όλες οι ομάδες επενδύουν κυρίως σε Αμερικανούς αθλητές αμφιβόλου ποιότητας, ο Προμηθέας δείχνει να πηγαίνει «κόντρα στο ρεύμα» και να θέλει να πρωταγωνιστήσει βασιζόμενος σε παιδιά από της ακαδημίες του. Γιατί;
«Πρώτα από όλα να δούμε λίγο πώς ήταν οι ομάδες στο παρελθόν και πώς είναι τώρα. Γιατί η ερώτηση έλεγε για επένδυση σε Αμερικανούς αμφιβόλου ποιότητας. Εγώ δεν το βάζω αυτό το« αμφιβόλου ποιότητας» μιλάω για ξένους παίκτες ή Έλληνες παίκτες και για νέα παιδιά. Στο παρελθόν, και δεν εννοώ τα τελευταία 30 χρόνια, γιατί πριν από 30 χρόνια ήταν άλλο «μοντέλο» στο ελληνικό μπάσκετ, τα τελευταία χρόνια πάλι οι πιο πολλές ομάδες αυτό το οποίο έκαναν είναι ότι προσπαθούσαν να ρίξουν όλα τα χρήματά τους στο αγωνιστικό κομμάτι. Πολύ λιγότερο σκέφτονταν να κάνουν έναν σχεδιασμό για το μέλλον.
Όταν επιλέγεις να σχεδιάσεις μια ομάδα η οποία δεν θα πρωταγωνιστεί για μία χρονιά ή δύο χρονιές, αλλά θα δημιουργήσεις μια «βάση» που θα πάει στο μέλλον, τότε σίγουρα η επιλογή του να πας σε νέους παίκτες, σε παίκτες που έχουν βγει «μέσα» από εσένα και φέρουν την νοοτροπία και το DNA σου και να προχωρήσεις με αυτούς, απαιτεί σίγουρα μεγαλύτερο χρόνο. Σε βάθος χρόνου, όμως, θα έχεις καλύτερες επιτυχίες και θα είναι πιο ουσιαστικές.
Οπότε εξαρτάται τι μοντέλο ακολουθείς. Άμα θέλεις να έχεις ως ομάδα ένα «μοντέλο», το οποίο θα κοιτάξει το «άμεσο αποτέλεσμα», δεν θα επενδύσεις σίγουρα σε νέους παίκτες ούτε σε ακαδημία, γιατί θα είναι «χαμένα χρήματα» για εσένα επειδή θέλεις μια «γρήγορη απόδοση», να το πω λίγο επιχειρηματικά. Άμα, όμως, θέλεις να κοιτάξεις το «μέλλον» και να δεις τι σε συμφέρει περισσότερο ως ομάδα και θέλεις να κάνεις «σταθερά βήματα» αλλά συνεχώς να «ανεβαίνεις», τότε πρέπει μαζί σου να «ανεβαίνει» και όλος ο οργανισμός που αποτελείται από τις ακαδημίες σου και από τα νέα παιδιά, τα οποία θα μπορέσουν να προχωρήσουν και να πάρουν μέρος στην αντρική ομάδα.
Εδώ μη γίνει μια παρεξήγηση, όμως, γιατί δεν σημαίνει πως ο χώρος ανήκει στα νέα παιδιά όποια και αν είναι αυτά και δικαιωματικά θα έχουν μία θέση στην πρώτη ομάδα. Θα πρέπει από όλη την πορεία τους από τα παιδικά, τα εφηβικά να μπουν σε μια τέτοια νοοτροπία και σε ένα τέτοιο ανταγωνιστικό κλίμα, που να καταλάβουν ότι δικαιωματικά θα προσπαθήσουν να πάρουν μια θέση στην πρώτη ομάδα. Οπότε, να έχουν ένα πολύ υψηλό επίπεδο αγωνιστικό, ώστε να δικαιολογήσουν και την παρουσία τους εκεί. Αυτό πρέπει να το διευκρινίσουμε και σημαίνει, λοιπόν, πάρα πολύ καλή υποδομή και πάρα πολύ καλές ακαδημίες. Πολύ μεγάλη έμφαση σε αυτό το πράγμα.
Κεντρική ιδέα της ακαδημίας δεν θα είναι πώς θα μπορέσει να κατακτήσει έναν τίτλο παιδικό, έναν τίτλο εφηβικό, αλλά πώς θα μπορέσεις να έχεις μια παραγωγική διαδικασία, που θα βγάλουν παίκτες, ώστε στην κατάλληλη ηλικία να είναι έτοιμοι να παίξουν στην αντρική ομάδα. Όταν λέω κατάλληλη ηλικία, δεν εννοώ φυσικά 27-28, εννοώ 19-20 χρονών να μπορούν να παίξουν στην πρώτη ομάδα και να «σταθούν». Όταν αυτό το πετύχεις, τότε η ομάδα έχει πολύ καλύτερη «βάση» και μπορεί να κάνει το παραπάνω βήμα. Εμάς, η νοοτροπία μας αυτή είναι, επενδύουμε για το μέλλον. Όταν το «μέλλον» φτάσει, θα έχει γίνει «παρόν» βέβαια και τότε πια θα έχουμε τους «καρπούς» αυτούς. Τώρα, γιατί άλλες ομάδες δεν το κάνουν, φαντάζομαι είναι επιλογή των διοικήσεων να μην το κάνουν αυτό το πράγμα, γιατί τους ενδιαφέρει φαντάζομαι να έχουν πιο άμεσο αποτέλεσμα».
-Υπάρχει επικοινωνία μεταξύ του προπονητικού επιτελείου της αντρικής ομάδας με τους προπονητές ακαδημίας; Και αν ναι, πόσο συχνά; Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη όλων των προπονητών;
«Νομίζω η απάντηση είναι ολοφάνερη. Ο οργανισμός του Προμηθέα είναι ο ίδιος από πάνω μέχρι κάτω. Ο προπονητής της αντρικής, με της εφηβικής και με του παιδικού έχουν ακριβώς την ίδια φιλοσοφία. Επικοινωνούν συνεχώς και θα σας πω πως ο προπονητής της αντρικής ομάδας Μάκης Γιατράς ξέρει όλους τους παίκτες του παιδικού και εφηβικού τμήματος. Παρακολουθεί και ξέρει την εξέλιξη τους και ξέρει, στο μέτρο του δυνατού λόγω ευρωπαϊκών αγώνων, τι γίνεται. Για αυτό στις προπονήσεις της αντρικής ομάδας συμμετέχουν σταθερά πέντε παιδιά, τα οποία επιλέγονται να είναι από το εφηβικό και το παιδικό.
Η επιλογή προέρχεται από την αντρική ομάδα σε συνεργασία με τους υπολοίπους προπονητές και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, γιατί εάν θες να προχωρήσει ένα παιδί που έχεις στοχεύσει να εξελίξεις και λες ότι έχει τις δυνατότητες να προχωρήσει από το παιδικό το εφηβικό στο αντρικό θα πρέπει να μπει στη νοοτροπία που έχει η αντρική ομάδα. Πρέπει να μάθει πώς χτίζεται και ποιο είναι το DNA της ομάδας και βάσει αυτών να προχωρήσει έτσι ώστε όταν φτάσει να ενηλικιωθεί να είναι έτοιμος πια να μπορέσει να συμμετέχει ως ισότιμο μέλος στην αντρική ομάδα».
-Τέλος, αναλάβατε τον Προμηθέα από σχεδόν το σημείο μηδέν και τον οδηγήσατε προς την καταξίωση. Ουσιαστικά χτίσατε ένα μεγάλο «brand name» και δομήσατε πιστό φίλαθλο κοινό. Πόσο δύσκολο επιχειρησιακά είναι αυτό το εγχείρημα;
«Μια πολύ όμορφη ερώτηση! Πολλοί με ρωτούσαν για ποιο λόγο μπήκα στη διαδικασία να πάρω μια ομάδα που δεν είχε έτοιμο brand name και δεν πήρα μια ομάδα που είχε έτοιμο brand name. Η απάντηση νομίζω είναι ολοφάνερη, τουλάχιστον σε εμένα. Πρώτα από όλα ασχολήθηκα διοικητικά με μια ομάδα, η οποία με εκφράζει. Τι εννοώ με εκφράζει; Είμαι ταυτισμένος με τον Προμηθέα, γιατί εκεί έπαιξα μπάσκετ. Εκεί, ήταν οι πρώτες μου εφηβικές στιγμές και τα πρώτα μετεφηβικά μου χρόνια. Εκεί, τα έζησα και έπαιξα μπάσκετ με τους φίλους μου, οπότε συναισθηματικά είμαι δεμένος με αυτήν την ομάδα.
Έτσι, ήθελα να ασχοληθώ με την ομάδα που συναισθηματικά ήμουν δεμένος. Άσημη, μη άσημη δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ εάν δεν ήμουν συναισθηματικά δεμένος. Δεν μπορώ να ασχοληθώ με τίποτα στη ζωή μου εάν δεν έχω συναισθηματικό δέσιμο, οπότε για εμένα αυτό ήταν ξεκάθαρο.
Το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να ασχοληθώ με μια ομάδα που δεν έχει brand name; Ναι, είναι δύσκολο! Το θέμα, όμως, είναι πως, όταν τα καταφέρεις τότε δεν έχεις κανένα «βαρίδι» από το παρελθόν. Είναι λες και έχεις ξεκινήσει από έναν λευκό πίνακα και αρχίζεις να γράφεις. Δεν υπάρχει κάτι το οποίο να σε βαραίνει. Όταν πας σε μια ομάδα, η οποία έχει brand name, εκεί σίγουρα έχεις κάποια θετικά που είναι η ιστορία, αλλά και κάποια αρνητικά τα οποία είναι και πάλι η ιστορία. Όλο αυτό πρέπει να το διαχειριστείς. Πολύ πιο δύσκολο είναι να φτιάξεις μια ομάδα που δεν έχει όνομα και να κάνεις ένα όνομα να είναι ονομαστό σε όλη την Ελλάδα και στην Ευρώπη. Πολύ δύσκολο. Όταν όμως το καταφέρεις, μετά είναι πολύ πιο εύκολο να προχωρήσεις.
Στον Προμηθέα το έχουμε μάθει και όπως ξέραμε να το κάνουμε από το Γ’ τοπικό, το κάνουμε ακριβώς με την ίδια νοοτροπία και τα ίδια συναισθήματα. Είτε η ομάδα παίζει στο Γ’ τοπικό είτε τώρα στην Basket League και στο Eurocup ή μεθαύριο πάει στην Ευρωλίγκα. Νομίζω αυτό είναι που μας διαφοροποιεί, μας δίνει υγεία και είναι αυτό που εκφράζουν πάρα πολλοί παίκτες. Σχεδόν όλοι όσοι έρχονται στην ομάδα (μαζί με το επιτελείο) λένε ότι είναι οικογένεια. Δεν το λένε τυπικά ότι είναι οικογένεια, το εννοούν! Αυτό το συναισθηματικό στοιχείο έχει περάσει από εμάς, όχι μοναχά από εμένα, αλλά από όλους τους ανθρώπους που είναι στη διοίκηση και είναι αυτοί που έπαιξαν μπάσκετ στον Προμηθέα, αγάπησαν αυτήν την ομάδα και έτσι προχώρησαν και ήταν και είναι ακόμη εδώ.
Βέβαια, υπάρχουν και κάποιοι καινούργιοι που μπήκαν μέσα, και μπαίνουν, με την ίδια αγάπη και το μεταφέρουμε όλοι μαζί στο επιτελείο, το μεταφέρουμε στους παίκτες και αυτό είναι το κλίμα, το οποία έχει φτιάξει το δικό του κοινό. Αυτό το κοινό, το οποίο σέβεται τους αθλητές, σέβεται και τους αντιπάλους. Στηρίζεται στην αξία του «σεβασμού» και αυτό το κοινό είναι που χαίρεται να βλέπει μπάσκετ και χαίρεται ακόμα και όταν η ομάδα τους χάνει. Η νίκη δεν είναι αυτοσκοπός στην ομάδα. Αυτοσκοπός είναι η «αγωνιστικότητα», το συναίσθημα του να προσπαθείς για το καλύτερο ακόμα και αν χάνεις».